Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Δεξιά Μνημόνια, Αριστερά Μνημόνια… Πάντοτε Μνημόνια!

Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου
Εάν συνοπτικά κι εντελώς σχηματικά, αλλά όχι ψεύτικα, ως Μνημόνιο θεωρείται η επιβολή του σχεδιασμού μέσω του οποίου θα ελεγχθεί η βαθιά οικονομική κρίση, και οι ποικίλες δυναμικές της, με τρόπο ώστε να μην βλαφτεί η οικονομική ολιγαρχία αλλά και να μην μεταλλαχθεί η οικονομική κρίση σε κρίση και του πολιτιστικού ‘παραδείγματος’, τότε αξίζει να θυμηθούμε πως στην διάρκεια του 20ου αιώνα υπήρξαν κι άλλα μνημόνια.
Κι αν τα τωρινά Μνημόνια στην Δύση αφορούν την κρίση της απελεύθερης αγοράς και το μινιμαλιστικό κράτος (επιστρέφοντας στους πολίτες για τον οβολό τους ως μοναδικό κατοχυρωμένο δικαίωμα την καταστολή) που θέλει να δημιουργήσει ο
οικονομικός νεοφιλελευθερισμός;  ως αντικατάσταση των προηγούμενων πιο στέρεων παραδειγμάτων, (της σοσιαλδημοκρατίας και του λαϊκού καπιταλισμού κατά βάση), τα παλαιότερα στην Ανατολική Ευρώπη αφορούσαν το περίφημο 5ετές συνήθως ‘πλάνο’.  Πίσω από την ουδέτερη αυτή λέξη κρυβόταν οι οικονομικοί δείκτες που ‘η νέα τάξη’ των ‘αυτοεξυμνούμενων καιροσκόπων οι οποίοι είχαν αντικαταστήσει τους ‘καθαρούς ιδεολόγους της επανάστασης’ (σύμφωνα με τον πικρό ορισμό του κομμουνιστή ήρωα του ΒΠΠ Μίλοβαν Τζίλας στην «Ανατομία μιας Ηθικής») επέβαλλε στην κοινωνία, και πιο συγκεκριμένα στην εργατική τάξη, την τάξη που υποτίθεται πως θα προστάτευε ο ‘υπαρκτός’.
Αλλά επειδή η κοινωνία δεν αλλάζει με διατάγματα, και πολύ κοντά σε ό,τι έγινε και στην Ελλάδα σε κάθε αλλαγή πολιτεύματος ή κυβερνητικής ‘απόχρωσης’ αλλάζοντας μαζικά την ‘ιδεολογία’ των Ο.Φ.Α.,  η μαζική συρροή μελών σε κόμματα που πριν τον πόλεμο είχαν μικρά εκλογικά ποσοστά και η διαβρωτική δύναμη της καρέκλας, ξαναδόμησε ως πόλο αντίθεσης τους εργάτες και επί κομμουνισμού, μόνο που στην θέση αυτού που θα καρπωνόταν την υπεραξία της εργασίας τους έπαψαν να είναι οι αστοί κι έγινε η κομματική νομενκλατούρα. «Ο ανελέητος αγώνας ενάντια στους εχθρούς των εργαζομένων …σήμαινε επίθεση εναντίον της ίδιας της εργατιάς’ (Mazower, 1998).  «Το να μιλά κανείς για κατοχυρωμένα δικαιώματα ενώ οικοδομούμε τον κομμουνισμό ισούται με αντεπανάσταση», σύμφωνα με την ανακοίνωση του βουλγαρικού κομμουνιστικού κόμματος. Εάν αντικαταστήσουμε την «οικοδόμηση του κομμουνισμού» με την «σωτηρία της πατρίδας», η ορολογία δεν διαφέρει και πολύ από την ρητορική των έκτακτων αναγκών της εποχής μας.  Η ορολογία. Όχι η πρακτική. Γιατί ήδη, όπως φαίνεται στην κριτική που τα ίδια τα Κομμουνιστικά Κόμματα έκαναν στην περίοδο της αποσταλινοποίησης, τα «Μέτρα ενάντια στα Κοινωνικά Επικίνδυνα Άτομα» που άρχισαν να εφαρμόζονται σε διάφορες ανατολικουρωπαϊκές χώρες από τα τέλη της δεκαετίας του 40, είχαν δημιουργήσει εργάτες δούλους,  (βλέπε κριτική και παράθεση στοιχείων εξ αριστερών:  The Forced Labour  under Stalin: The Archive Revelation, New Left Review, November/ December 1985 ) εργάτες που δεν είχαν καν την άδεια να δουλέψουν και να ζήσουν στις εργατουπόλεις. Παρόλο που ο κομμουνισμός είχε και σαφή και σημαντικά αποτελέσματα σε βασικούς τομείς όπως της παιδείας και της υγείας των προπολεμικά καθυστερημένων προπολεμικών κοινωνιών, αυτά αφορούσαν τους κοινωνικά ενταγμένους, εφόσον δεν ήταν ιδεολόγοι κομμουνιστές να αντέχουν τις διώξεις ώστε να ασκήσουν ‘κομμουνιστική’ κριτική σε όσα έβλεπαν βεβαίως. Γιατί  όχι μόνο οι εργαζόμενοι έπρεπε να συμβιβαστούν σε ένα κατώτερο επίπεδο ζωής όπως και σήμερα, αλλά και τα δικαιώματα στην απεργία και στην στάση εργασίας ήταν απαγορευμένα (M. Djilas The New Class: An Analysis of the Communist System, 1958) αλλά σύμφωνα με ένα έντυπο του Ουγγρικού πχ κομμουνιστικού κόμματος που θύμιζε τους σχολάρχες της δεκαετίας του 50 με τις επισκέψεις σε σπίτια εάν απέφευγες το κατηχητικό, «το σφίξιμο της εργασιακής πειθαρχίας πρέπει να επιτευχθεί με τον στιγματισμό των ακαμάτηδων στις συσκέψεις, με την αναφορά των έκνομων δραστηριοτήτων τους, με την επίσκεψη στα σπίτια τους και τέλος με την εκδίωξη τους από τις τάξεις των έντιμων εργαζόμενων.»  
Εκδίωξη σήμαινε όχι μόνο στέρηση των όποιων δικαιωμάτων είχαν απομείνει, αλλά πιθανότατα εγκλεισμό σε στρατόπεδα με εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.  Αλλά εγκλεισμός σήμαινε και πάλι εργασία. Απλήρωτη κι αδήλωτη αυτήν την φορά. Υπολογίζεται πως πάνω από 100.000 ήταν οι εργάτες δούλοι στην Βουλγαρία.  Κι ακόμη υπολογίζεται πως πάνω από 40.000 ήταν οι κρατούμενοι εργάτες που έχτισαν την διώρυγα Δούναβη Εύξεινου Πόντου. Αισχρή τακτική που θυμίζει την κυνικότητα του σημερινού κόσμου των πολυεθνικών που χρησιμοποιούν κρατούμενους, όπως συμβαίνει πχ στις ΗΠΑ αλλά και τον τρόπο που φέρονται (σε συνεργασία συχνά με πολυεθνικές) «αγνές» τοπικές κοινωνίες και «ανάλγητα» κράτη σε παιδιά του 3ου κόσμου και σε μετανάστες στην κρυμμένη «βαθιά επαρχία» σε όλον τον κόσμο, δίχως η Ελλάδα να αποτελεί φυσικά εξαίρεση.
Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν θα είχε επιτευχθεί δίχως την επίκτητη ανημπόρια που, όπως και τώρα, επιβαλλόταν σε ανθρώπους που έπρεπε να γίνουν και να παραμείνουν υπήκοοι και όχι πολίτες. Άλλωστε μια σκυθρωπή μάζα ήταν προτιμότερη από αυτήν που θα έπαιρνε τον κομμουνισμό στα σοβαρά, γιατί αυτό θα γεννούσε ιδεαλιστές και επικριτές της ‘σοσιαλιστικής πραγματικότητας’ με βάση την σοσιαλιστική ιδεολογία.
Απέναντι σε αυτήν την αλήθεια των κομμουνιστικών μνημονίων, αντί η ‘αριστερά’ να ακούσει πραγματικά και να παρατάξει μια βαθιά και έντιμη κριτική, (όχι την γνωστή σικέ κριτική που τρίβεται κουτοπόνηρα στα μούτρα των αντιπάλων ως ανάχωμα σε κάθε πραγματική αλλαγή) αποδεικνύοντας πως έχει πολιτικά ωριμάσει, επέλεξε να υπερασπιστεί χαρακώματα που στο βάθος δεν ήταν δικά της. Όπως κυνικά κι εξίσου κουτοπόνηρα μέρος των απολογητών του συστήματος εκ ‘δεξιών’ μπορεί να τα χρησιμοποιήσει όλα αυτά για να δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση πως ζούμε στον ‘καλύτερο δυνατό κόσμο’΄, έτσι και οι φοβικοί απέναντι στην πολύπλοκη αλήθεια ή οι επαγγελματίες της πολιτικής από την ‘άλλη μεριά’ επιλέγουν να μην δουν πως οι ήρωες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι εργάτες, που θεωρήθηκαν σχεδόν ως μεταφυσικό κοινωνικό και ιστορικό υποκείμενο, είχαν αποξενωθεί από το καθεστώς που δήθεν θα τους υπεράσπιζε. Κάθε μνημόνευση των παθογενειών, των αδικιών που είχαν υποστεί πραγματικοί άνθρωποι όπως όλοι εμείς, απαντήθηκε με την δημιουργία ενός σικέ ηθικού πανικού (Hall, 1984) που ταυτίζοντας κάθε κριτική με φτηνό αντικομμουνισμό (έως και φασισμό!) είχε ως στόχο να αστυνομεύσει την έρευνα και το γύρω από αυτήν ελεύθερο ανθρώπινο πνεύμα.
Απέναντι στην ριζική αποτυχία όλων των συστημάτων που κακοφορμίζουν, μονάχα η υπόμνηση πως ο άνθρωπος πρέπει να μην πάψει να αγωνίζεται ποτέ έχει αξία. Γιατί απλά στον κόσμο που ζούμε δεν έχει άλλη επιλογή.  Αλλιώς εθελοτυφλεί. «Είναι απίστευτη η τυφλότητα μπροστά στην καταστροφή, απίστευτο πόσο μπορεί να μην βλέπει αυτός που στέκεται στην άκρη του μνήματος» έγραψε ο Βασίλι Γκρόσμαν στο «Ζωή και Πεπρωμένο»  Αρκεί να το κάνει με περισσότερη ανεκτικότητα, και με λιγότερη αλαζονεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου