Κατά το έτος 1872 στην Χαλέπα Χανίων σε ένα φτωχικό σπιτάκι γεννήθηκε ένα μωρό που θα συγκινούσε με την ηρωική του πράξη τον Ελληνισμό και ολόκληρο τον κόσμο. Ονομαζόταν Σπύρος και ήταν γιος του Δημήτρη και της Μαρίας Καγιαλεδάκη. Ο πατέρας του Δημήτρης καταγόταν από το χωριό Γραμβούσα και η μητέρα του Μαρία από τα περήφανα και αδούλωτα Σφακιά. Τέτοιας περήφανης γενιάς τέκνο ήταν ο μικρός Σπύρος που έκλεινε μέσα στην καρδιά του μόνο οικογένεια και Ελλάδα. Ο Σπύρος ανδρώθηκε μέσα σε ένα φλογερό πατριωτικό περιβάλλον που θεωρούσε Τιμή του να θυσιαστεί για μια Ιδέα, την Ελλάδα. Η εποχή που μεγάλωσε ήταν τόσο σκληρή για την σκλάβα πατρίδα του, αλλά συνάμα και τόσο ελπιδοφόρα.
Στις 20 Ιανουαρίου του 1897 ολόκληρη η Κρήτη είναι σε αναβρασμό. Στα Χανιά επικρατεί χάος και καταστροφή. Ο τούρκικος στρατός καίει, λεηλατεί, ρημάζει, βιάζει και σκοτώνει με ωμότητα όποιον Έλληνα βρεθεί στο διάβα του. Καταστρέφει όλα τα ελληνικά σπίτια και καταστήματα. Οι άμαχοι Κρήτες τρέχουν στα βουνά να βρουν καταφύγιο, όπως έκαναν τόσους αιώνες. Οι σφαγές συνεχίζονται και είναι ανελέητες. Ο καπνός έχει κυκλώσει σαν ένα μαύρο πένθιμο στεφάνι την πόλη.
Ο στόλος των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων καταφτάνει έξω από τα Χανιά και τον αποτελούν Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Αυστριακοί, Γερμανοί και Ιταλοί. Σκοπός τους υποτίθεται ότι είναι ο τερματισμός των εχθροπραξιών μεταξύ τούρκων και Ελλήνων.
Στις 24 Ιανουαρίου οι ηγέτες των Κρητών αποφασίζουν μετά από σύσκεψη όπου συμμετέχει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, την ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Στις 27 του ίδιου μήνα παραδίδεται το ψήφισμα στην Ελλάδα και στις δυνάμεις των Ευρωπαίων και ζητούν για κυβερνήτη τον βασιλιά Γεώργιο της Ελλάδας. Η απόφαση πια έχει παρθεί. Οι Κρήτες είναι έτοιμοι να παλέψουν μέχρις εσχάτων για την Ελευθερία και την ένωσή τους με την Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι διαφωνούν και το δηλώνουν ευθαρσώς.
Στο Ακρωτήριο (περιοχή των Χανίων) στήνεται το στρατόπεδο των επαναστατών μεταξύ 28-31 Ιανουαρίου. Εκεί στρατοπεδεύουν 650 λαμπρά παλληκάρια που είναι έτοιμα να θυσιαστούν για την Ιδέα. Διψούν για Ελευθερία και Ανεξαρτησία από τον βαρύ τουρκικό ζυγό που τους κρατάει για σχεδόν 240 χρόνια αλυσοδεμένους.
Στις 2 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται στα Χανιά ελληνική δύναμη 1500 ανδρών υπό την αρχηγία του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Οι Έλληνες της Κρήτης αντικρίζουν χαρούμενοι τον Ελληνικό στρατό.
Στις 4 Φεβρουαρίου ο Κωνσταντίνος Κανάρης (εγγονός του ομώνυμου πυρπολητή του 1821) ύπαρχος του Ελληνικού θωρηκτού Ύδρα, δίνει στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στον Χρύσανθο Τσεπετάκη μια μεγάλη γαλανόλευκη με τον σταυρό, για να την υψώσουν στο ακρωτήρι. Τρεις μέρες μετά, στις 7 Φεβρουαρίου οι Κρήτες υψώνουν με όλη την μεγαλοπρέπεια την σημαία στον ιστό πάνω στον λόφο του προφήτη Ηλία. Οι ξένες δυνάμεις ζητούν από τους Κρήτες επαναστάτες να κατέβει η σημαία για να μην προκαλεί τους τούρκους. Ο Βενιζέλος λέει πως η σημαία δεν υποστέλλεται, αλλά θα κυματίζει. Ο Ιταλός ναύαρχος Κανεβάρο γίνεται πιο φορτικός και απαιτεί πλέον να κατέβει αμέσως από τον ιστό η περήφανη και δοξασμένη σημαία των Ελλήνων. Οι επαναστάτες λένε στους ξένους πως αν θέλουν να την κατεβάσουν, ας έρθουν οι ίδιοι. Στις 9 Φεβρουαρίου, στις 15.30 το μεσημέρι, η (ιταλική) ναυαρχίδα του εχθρικού στόλου «Σικελία», δίνει το σύνθημα με έναν κανονιοβολισμό που σημαδεύει ίσια την σημαία μας. Τα κανόνια των υπόλοιπων πλοίων χτυπούν αδυσώπητα τον λόφο. Οι οβίδες σφυρίζουν και πέφτουν σαν χαλάζι πάνω στο βραχώδες έδαφος. Ένα σύννεφο σκόνης και βράχων εκτινάσσεται, η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική. Οι τούρκοι στρατιώτες πανηγυρίζουν κάτω από τον λόφο για το σφυροκόπημα που δέχονται οι Έλληνες. Οι τούρκοι δεν χάνουν την ευκαιρία και επιτίθενται με ορμή και λύσσα, όμως τους αποκρούουν με επιτυχία και τους τρέπουν σε άτακτη υποχώρηση. Τα κορμιά των τούρκων γεμίζουν τις πλαγιές του λόφου. Οι οβίδες συνεχίζουν να πέφτουν τινάζοντας βράχια και χώματα στον αέρα. Μια ρωσική οβίδα σπάει το κοντάρι της σημαίας. Ο Μιχάλης Καλορίζικος, ο στρατοπεδάρχης του ακρωτηρίου, δίνει εντολή να στήσουν πάλι την σημαία. Πριν προλάβει να αρθρώσει την πρώτη του λέξη, πετάγεται από το όρυγμά του αστραπιαία ένα παλληκάρι, ο Σπύρος Καγιαλές, και στήνει την σημαία πάλι στο κοντάρι. Οι ξένοι σκυλιάζουν και σημαδεύουν ξανά τον πληγμένο ιστό της σημαίας. Πάλι μια οβίδα από ρώσικο κανόνι βρίσκει στόχο και σπάει το κοντάρι και πάλι ο Σπύρος την ξαναστήνει. Αλλά και τρίτη φορά βρίσκουν στόχο οι βολές, αυτήν την φορά κομματιάζουν τον ιστό μέσα στον κονιορτό μετάλλου, χώματος και βράχου. Τώρα πια δεν υπάρχει ιστός. Ο Σπύρος ανεβαίνει πάλι αλλά για τελευταία φορά. Κρατάει σταθερό το κορμί του, βάζει το αριστερό του χέρι πάνω από το κεφάλι και το δεξί από πίσω κρατώντας την σημαία και κάνοντας το κορμί του κοντάρι για να κυματίσει η δοξασμένη σημαία. Ο Σπύρος είναι ένα ζωντανό κοντάρι που κάνει την σημαία να κυματίζει αγέρωχα και πιο ζωηρά απ’ ό,τι πριν, γιατί έχει σαν στήριγμα της το σώμα ενός παλληκαριού. Οι βόμβες εξακολουθούν να πέφτουν σωρηδόν. Ο Κανεβάρο βλέπει από τα κιάλια του την σκηνή και δεν πιστεύει στα μάτια του. Διατάζει άμεσα παύση πυρός.
Στην μάχη δεν σκοτώθηκε κανένας Έλληνας, σαν να τους προστάτευε ένα αόρατο χέρι. Τα πληρώματα των πλοίων ζητωκραυγάζουν και κλαίνε από συγκίνηση για την ανδρεία αυτού του παλληκαριού που ενώ γύρω του έπεφταν οι οβίδες, αυτός διακινδύνευσε την ζωή του για την σημαία. Στο Ελληνικό θωρηκτό Ύδρα ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Οι κυβερνήτες των πλοίων στέλνουν ευνοϊκές εισηγήσεις στις κυβερνήσεις τους, αναφέροντας πώς δεν μπορούν να χτυπάνε τέτοιους λεβέντες. Οι δημοσιογράφοι στέλνουν την είδηση σ’ όλο τον κόσμο. Με αυτήν την κίνησή του ο Σπύρος Καγιαλές κέρδισε με μιας την ανεξαρτησία της Κρήτης και έβαλε τα θεμέλια της ένωσης της νήσου με την Ελλάδα στα επόμενα 15 χρόνια.
Πυρήνας ΚαβάλαςΑίας ο Τελαμώνιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου