«Πολλοί εκτός Ελλάδας αναρωτιούνται πώς τα προβλήματα χρέους μιας χώρας με Α.Ε.Π. μικρότερο από το 3% της ευρωζώνης έχουν μετατραπεί σε διεθνές ζήτημα με τόσο μεγάλη βαρύτητα. Η έκπληξή τους όμως δεν δικαιολογείται:
αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι η σκοτεινή πλευρά της ακραίας χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 και επιταχύνθηκε στην Ευρώπη με τη δημιουργία του ευρώ. Η έκπληξη αυτή είναι δείγμα της βαθιάς άγνοιας την οποία έφερε στην επιφάνεια η κρίση: ο ρυθμός της
χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης επιταχύνθηκε αλλά η γνώση μας για τον κόσμο και τα αλληλένδετα πεδία της πολιτικής, των χρηματοοικονομικών και της οικονομίας δεν κατόρθωσε να συμβαδίσει με τις εξελίξεις».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν σε έναν από τους επιφανέστερους και πολυγραφότατους διανοούμενους της εποχής μας, του Μαρκ Μαζάουερ.
Ο Μαζάουερ είναι ιστορικός και συγγραφέας ειδικός στη σύγχρονη ελληνική, τη διεθνή και την ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα. Έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, διεθνείς σχέσεις στο Bologna Center του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και πήρε διδακτορικό στη σύγχρονη ιστορία από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1988).
Έχει δημοσιεύσει μεταξύ άλλων τα βιβλία Στην Ελλάδα του Χίτλερ: Η εμπειρία της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, 1994, Σκοτεινή ήπειρος: Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αλεξάνδρεια, 2001, Τα Βαλκάνια, Πατάκης, 2002), Μετά τον πόλεμο: Η ανασυγκρότηση της οικογένειας του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960 (επιμ.), Αλεξάνδρεια, 2003, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων, Αλεξάνδρεια, 2006. Το 2008 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η αυτοκρατορία του Χίτλερ: Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη (Αλεξάνδρεια, 2009), το οποίο πήρε το βραβείο καλύτερου ιστορικού βιβλίου των Los Angeles Times. Τελευταίο του βιβλίο είναι το Governing the World: The History of an Idea, Penguin, Λονδίνο/Νέα Υόρκη 2012).
Τέλος, είναι διευθυντής του Κέντρου Heyman για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Άρθρα και κριτικές του για θέματα ιστορίας και τρέχουσας επικαιρότητας δημοσιεύονται τακτικά στα έντυπα Financial Times, Guardian, London Review of Books, The Nation και The New Republic.
Οι εναρκτήριες παράγραφοι αποτελούν μέρος παλαιότερου άρθρου του, το οποίο δημοσιεύτηκε την 1η Απριλίου 2013 στο αμερικανικό περιοδικό The Nation και μεταφράστηκε από τον Κώστα Αγιαννιτόπουλο για λογαριασμό του online περιοδικού πολιτικής, πολιτισμού και ιδεών «Χρόνος» (chronosmag.eu), απ’ όπου και αντλήθηκαν τα αποσπάσματα που ακολουθούν. Αναφέρεται σε λογοτεχνικά έργα, μελέτες και περιοδικά με ελληνικές υπογραφές που κυκλοφόρησαν από το 2010 και αποτύπωσαν το προφίλ που απέκτησε στην Ελλάδα η «χειρότερη κρίση του καπιταλισμού από το Κραχ του Μεσοπολέμου».
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τα έργα:
Πέτρος Μάρκαρης, Ληξιπρόθεσμα δάνεια, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010, σ. 428
Ανδριάνα Βλάχου, Νίκος Θεοχαράκης και Δημήτρης Μυλωνάκης (επιμ.), Οικονομική κρίση και Ελλάδα, Gutenberg, Αθήνα 2011, σ. 411
Γιάννης Βαρουφάκης, Παγκόσμιος μινώταυρος: Οι πραγματικές αιτίες της οικονομικής κρίσης, μτφρ. Γιάννης Βαρουφάκης και Άγγελος Φιλιππάτος, Λιβάνης, Αθήνα 2012, σ. 468
Νίκος Χριστοδουλάκης, Σώζεται ο Τιτανικός; Από το Μνημόνιο, ξανά στην ανάπτυξη, Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 223
Χρήστος Λάσκος και Ευκλείδης Τσακαλώτος, 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ, Αθήνα 2012, σ. 238
Παναγιώτης Ρουμελιώτης, Το άγνωστο παρασκήνιο της προσφυγής στο ΔΝΤ: Πώς και γιατί φτάσαμε στο Μνημόνιο, Λιβάνης, Αθήνα 2012, σ. 383
Χριστόφορος Κάσδαγλης, Ανώνυμοι χρεοκοπημένοι, Καστανιώτης, Αθήνα 2012, σ. 242
Χρήστος Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις, Πόλις, Αθήνα 2010, σ. 264
Λεύγα, www.levga.gr.
Ακολουθούν τα κυριότερα αποσπάσματα του κειμένου:
«Διαβάζοντας ορισμένες από τις πρόσφατες ελληνικές εκδόσεις διακρίνει κανείς μια πιο πλούσια και σύνθετη εικόνα για την κρίση από οποιαδήποτε κυκλοφορεί σήμερα στις ΗΠΑ. Το πιο εντυπωσιακό ίσως στοιχείο είναι ο βαθμός συναίνεσης σε ορισμένα κεντρικά ζητήματα. Όλα ανεξαιρέτως τα έργα που παρουσιάζουμε εδώ αποδίδουν ευθύνες για την κρίση τόσο στους ίδιους τους Έλληνες όσο και στην ευρωπαϊκή ελίτ· οι Έλληνες θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό (αλλά όχι εξ ολοκλήρου) υπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα στην αρχή της κρίσης, το 2010, ενώ οι Ευρωπαίοι κατηγορούνται ότι έκτοτε έκαναν τα πράγματα πολύ χειρότερα. Όλοι οι συγγραφείς απορρίπτουν ρητά ή υπόρρητα την άποψη ότι οι αιτίες των προβλημάτων της χώρας ανάγονται στο μακρινό παρελθόν. Κανείς δεν αναφέρεται στην οθωμανική κληρονομιά και την υποτιθέμενη επίδρασή της στη νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των Ελλήνων έναντι του κράτους (δηλαδή την έλλειψη εμπιστοσύνης).
[...] Και τα κράτη μπορούν να χρεοκοπήσουν. Αυτό που μας διδάσκει όμως η μακρά ιστορία των χρεοκοπιών δεν είναι ότι δεν πρέπει να δίνονται δάνεια σε κάποιες συγκεκριμένες χώρες, αλλά αντίθετα ότι η ανάπτυξη του διεθνούς καπιταλισμού στηρίζεται σε παγκόσμιες συστημικές ανισότητες και ότι οι κρίσεις χρέους αξιοποιήθηκαν ως μέσο για την αντιμετώπιση της ανισόρροπης ανάπτυξης του κεφαλαίου. Η Ελλάδα δεν αποτελεί ειδική περίπτωση· ανάλογες εμπειρίες βίωσαν πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
[...] Οι ρίζες των σημερινών προβλημάτων φτάνουν πιο πίσω από την περίοδο του ενιαίου νομίσματος και της εγκαθίδρυσης ενός νέου συστήματος σταθερών ισοτιμιών, πράγμα που αποδείχτηκε πιο δεσμευτικό για τα ευρωπαϊκά κράτη απ’ ό,τι ο παλαιότερος κανόνας του χρυσού. Η αποβιομηχάνιση που συντελέστηκε στη δεκαετία του 1990 χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, καθώς προκάλεσε συν τοις άλλοις μια επιστροφή σε μια παραγωγική βάση που χαρακτηριζόταν από χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο, όπως η επεξεργασία τροφίμων και η χειροτεχνία.
[...] Σύμφωνα όμως με την οπτική των περισσότερων συγγραφέων του Οικονομική κρίση και Ελλάδα, η πολιτική του Σημίτη συνέβαλε στην κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς στην ελληνική οικονομία πολύ πιο ριζικά και αποτελεσματικά απ’ ό,τι οποιαδήποτε πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως την εποχή του Σημίτη έγιναν μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις και ότι, ενώ οι μισθοί συμπιέστηκαν προς τα κάτω (σε αυτό συνέβαλε και η εισροή μεγάλου αριθμού μεταναστών), η κυβέρνηση και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανέπτυξαν στενούς δεσμούς με τα επιχειρηματικά και τραπεζικά συμφέροντα. Στην πραγματικότητα, ο ελληνικού τύπου νεοφιλελευθερισμός δεν σήμανε την αποδυνάμωση του ρόλου του κράτους. Αντιθέτως, ενώ η οικονομική κατάσταση κάποιων τομέων της ελληνικής κοινωνίας επιδεινώθηκε, το κράτος (και πίσω από αυτό το κυβερνών κόμμα) «βολεύτηκε» βρίσκοντας νέους κολλητούς όπως η Goldman Sachs.
[...] Μεγάλο μέρος της κριτικής που δέχτηκε η Ελλάδα (σχετικά με την αποβιομηχάνιση, την απροθυμία να βελτιωθούν οι μηχανισμοί είσπραξης των κρατικών εσόδων ή να αυξηθούν οι φόροι) αφορά προβλήματα που είναι κοινά σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Το ζήτημα εδώ είναι ότι η θεραπεία της τρόικας δεν αποδίδει – όχι μόνο επειδή έριξε την οικονομία σε μια αυτοτροφοδοτούμενη ύφεση που καθιστά βέβαιη τη διαρκή απόκλιση από τους στόχους που έχουν τεθεί, αλλά κυρίως επειδή η προσέγγιση της τρόικας, που ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις και αντιτίθεται στα συμφέροντα των εργαζομένων, αγνοεί κάποιες θεμελιώδεις αλήθειες και πρώτα πρώτα ότι στην Ελλάδα πρέπει οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι να πληρώσουν περισσότερους φόρους και όχι λιγότερους.
[...] Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους, το Δ.Ν.Τ., με την πιο παγκόσμια οπτική του, αν μη τι άλλο ήταν διατεθειμένο να παραδεχτεί ότι για τα προβλήματα της ευρωζώνης δεν ευθύνονταν μόνο τα ελλείμματα της Ελλάδας αλλά και τα πλεονάσματα της Γερμανίας. Το πλεόνασμα της Γερμανίας, που αυτή τη στιγμή είναι μεγαλύτερο και από το αντίστοιχο της Κίνας –συνέχισε να μεγαλώνει καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης και δεν παρουσιάζει σημάδια κάμψης–, απλώς τραβά σαν μαγνήτης τα κεφάλαια από την πτωχευμένη, υπερχρεωμένη περιφέρεια προς τις πλούσιες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης· έτσι αποκλείεται οριστικά η δυνατότητα των δανειζομένων να βγουν από την κατάσταση χρεοκοπίας σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, η νομισματική ένωση τους στερεί τη δυνατότητα να προβούν σε υποτίμηση του νομίσματος για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και έτσι η ανάκαμψη καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη.
[...] Ο αντίκτυπος της κρίσης είναι πολύ διαφορετικός στους νέους και τους μεγαλύτερους και, όταν κανείς στρέφεται στη στάση εκείνων που ενηλικιώθηκαν όχι στα χρόνια της δικτατορίας αλλά αμέσως μετά, στα χρόνια της μεταπολίτευσης εν μέσω της κατάρρευσης του Τείχους του Βερολίνου, διαπιστώνει μια πολύ διαφορετική και, από ορισμένες απόψεις, εντυπωσιακά ενεργητική οπτική. Κάτι τέτοιο ακούγεται παράδοξο, δεδομένου ότι συχνά εκείνοι που εισέρχονται τώρα στην αγορά εργασίας αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσχέρειες, ωστόσο οι νέοι άνθρωποι μοιάζουν να είναι πιο ενθουσιώδεις και να βασανίζονται λιγότερο από την κατάρρευση των παλιών κατηγοριών – αυτό φαίνεται παντού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου