Πέρασαν από τον ελλαδικό χώρο, όπως πολλοί άλλοι βάρβαροι επιδρομείς. Κατέστρεψαν, λεηλάτησαν, έκαψαν.
Ερχονταν από πολύ μακριά και εκεί γύρισαν.
Αφού εν τω μεταξύ όμως είχαν υποστεί και μια πρώτη κατά κράτος ήττα από τους Ρωμαίους ψηλά στον Νέστο και τη δεύτερη και αποφασιστική στη σημερινή Ναϊσσό της Σερβίας.
Πρόκειται για τους Ερουλους, το «πέρασμα» των οποίων από την Αθήνα το 267 μ.Χ. έχει αφήσει τα σημάδια του στα μνημεία της, τα οποία σήμερα εντοπίζουν οι αρχαιολόγοι. Τα βρήκε ο μεγάλος αμερικανός αρχαιολόγος Ομερ Τόμσον, ο οποίος ανέσκαψε την Αρχαία Αγορά, την οποία οι Ερουλοι κυριολεκτικά ισοπέδωσαν. Τα βρήκε ο έλληνας αρχαιολόγος Πιττάκης στην ανασκαφή του Ηρωδείου, η ξύλινη (και κεραμοσκεπής) στέγη του οποίου καταστράφηκε από πυρκαϊά που έβαλαν οι Ερουλοι. Τα επισημαίνει ο αρχιτέκτων και μέγας ιστορικός της εξέλιξης της Αθήνας ανά τους αιώνες Γιάννης Τραυλός, υποδεικνύοντας και το νέο τείχος που χτίστηκε βορείως της Ακρόπολης για την αντιμετώπιση των επιδρομέων. Και βεβαίως ο Μπένγκστον στο μνημειώδες έργο του «Ελληνική και Ρωμαϊκή Ιστορία».
Ολα αυτά όμως δεν κράτησαν για πολύ. Το 268 μ.Χ. ο ρωμαϊκός στρατός αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη κοντά στον ποταμό Νέστο και στη μάχη που διεξήχθη οι Ερουλοι όχι απλώς ηττήθηκαν αλλά ο αρχηγός τους Ναουλομπάτους παραδόθηκε στους Ρωμαίους. Εναν χρόνο αργότερα, εξάλλου, η οριστική απώθησή τους έλαβε χώρα επί Κλαύδιου Β’ του Γοτθικού μετά τη μάχη της Ναϊσσού.
Αλλά ποιοι ήταν αυτοί οι Ερουλοι; Τα όσα ακολουθούν είναι συμπιλήματα ιστορικών αναφορών, αρχαιολογικών ευρημάτων και μυθολογικών παραδόσεων. Ενα σενάριο ακόμη αναπόδεικτο στα περισσότερα μέρη του, ένα ιστορικό παραμύθι… Αλλά τόσο συγκλονιστικό παραμύθι!..
Στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας – του Εύξεινου Πόντου των αρχαίων – έμελλε να παιχτεί το δράμα των εθνών που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ευρώπη. Από εκεί ξεχύθηκαν όλες οι βαρβαρικές ορδές που λεηλάτησαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κυνηγημένες από τη μανία των Ούννων. Εκεί ακριβώς όπου στα προομηρικά χρόνια υπήρχε το βορειότερο από τα τρία μητριαρχικά βασίλεια των Αμαζόνων, ανάμεσα στην Κριμαία και τον Καύκασο.
Σε αυτή την τότε ανεκμετάλλευτη περιοχή είχαν διεισδύσει μετά τα Τρωικά χρόνια οι Ελληνες. Ακολουθώντας τους θαλάσσιους δρόμους που άνοιξε η Αργοναυτική εκστρατεία, ίδρυσαν από τον 8ο αιώνα π.Χ. αποικίες σε θέσεις-κλειδιά και προμήθευαν τη Μεσόγειο με τους πλούσιους καρπούς της νυν ουκρανικής και ρωσικής ενδοχώρας.
Οι πρώην ανεξάρτητες αυτές πόλεις-κράτη σχημάτισαν μετά τους Περσικούς Πολέμους το βασίλειο του Κιμμέριου Βοσπόρου. Μια διαδοχή βασιλιάδων που περηφανεύονταν για την καταγωγή τους από τον Μιθριδάτη κράτησαν τα ηνία ως το 341 μ.Χ., οπότε και υπέκυψαν οριστικά στους Ούννους. Στο μεταξύ, όμως, είχαν γνωρίσει τους Ερουλους.
Οι ρωμαϊκές και βυζαντινές πηγές
Για πρώτη φορά τους συναντάμε στα κείμενα του Πλίνιου (78 μ.Χ.) και του Τάκιτου (98 μ.Χ.). Περιγράφοντας τα γερμανικά φύλα – που τότε μετακινούνταν από τις όχθες του ποταμού Βιστούλα προς την Ουκρανία και την Κριμαία – οι ρωμαίοι ιστορικοί διέκριναν τους Harii. Ηταν – είπαν – ατρόμητοι πολεμιστές, που ορμούσαν στη μάχη χωρίς προφυλάξεις. Αυτοί οι Harii έφτασαν μαζί με τους υπόλοιπους Γότθους στις όχθες του Βορυσθένη (νυν Δνείπερος). Προτίμησαν όμως να ζήσουν απομονωμένοι στα έλη της Μαιώτιδας λίμνης (Αζοφική θάλασσα), πέρα από το Παντικάπαιο και τη Φαναγόρεια και ως την έσχατη ελληνική αποικία Ταναΐδα. Η διαμονή τους στα έλη χάραξε τη μετέπειτα ιστορία τους, και οι Ελληνες τους φώναζαν Ελουρους (από τα έλη). Οι ίδιοι προτιμούσαν το αρχέγονο όνομά τους «Harji» (από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα «χορός»), που σήμαινε… Επιδρομείς.
Το όνομά τους και μόνο είναι αρκετό για να μας βάλει σε υποψίες σχετικά με την προέλευση αυτών των ανθρώπων. Υποψίες που γιγαντώθηκαν από την αρχαιολογική ιδιαιτερότητά τους ως φυλής: Δεν άφησαν ποτέ και πουθενά κατάλοιπα εγκατάστασης και πολιτισμού. Ακόμη και στα έλη της Μαιώτιδας λίμνης, την οποία οι ίδιοι θεωρούσαν εφεξής μητέρα πατρίδα τους, δεν βρέθηκε κανένα ίχνος μόνιμης εγκατάστασης. Η εξήγηση μάς δόθηκε κομματιαστά από τους ιστορικούς και ολοκληρώθηκε μόλις πριν από δύο χρόνια (βλ. Troels Brandt, «The Heruls»). Ούτε λίγο ούτε πολύ έχει ως εξής:
Οι Ερουλοι δεν ήταν ξεχωριστή εθνική ομάδα, αλλά… μοναχικό τάγμα! Παιδιά ηλικίας 15-21 ετών έμπαιναν στην υπηρεσία του μεγάλου σαμάνου, ο οποίος ντυνόταν… γυναίκα. Κάθε χρόνο άφηναν το σπίτι τους, από την Πρωτομαγιά ως το τέλος του Οκτωβρίου, για να εκπαιδευτούν στα έλη ως «στρατιώτες του Θεού». Οργανώνονταν σε δωδεκαμελείς αγέλες, υπό την αρχηγία δύο «λύκων», και μυούνταν σε τελετές που περιελάμβαναν μυσταγωγία υπό την επήρεια ναρκωτικών, ανθρωποθυσίες και ομοσεξουαλισμό. Χαρακτηριστικά, ο βυζαντινός Προκόπιος έγραψε για αυτούς – στην ιστορία των γερμανικών πολέμων «De Bello Gothico» – ότι «και μίξεις ουχ’ οσίας τελούσιν, άλλας τε και ανδρών».
Η πολύπλευρη και πολύχρονη εκπαίδευση των μικρών λύκων ολοκληρωνόταν με τον φόνο ενός εχθρού, ενός αγριόχοιρου ή μιας αρκούδας. Μετά την «τελετή αποφοίτησης», οι νέοι στρατιώτες του Wodan (του αιμοδιψούς θεού του πολέμου, με μορφή λύκου) ζούσαν πλέον στο στρατόπεδο και περίμεναν να γεμίσει το φεγγάρι για να ξεκινήσουν μια επίθεση. Επιναν ένα κοκτέιλ ναρκωτικών, έβαφαν το κορμί τους μοβ – με τους χυμούς του ίδιου αναισθητικού βοτάνου που χρησιμοποιούσαν και οι Κέλτες -, χόρευαν πολεμικό χορό ντυμένοι με αρκουδοτόμαρα και λυκοτόμαρα και ξεχύνονταν σαν διάβολοι στο σκοτάδι. Οπως περιγράφει ο Τάκιτος «κανείς εχθρός δεν μπορεί να αντέξει ένα τόσο απρόσμενο και κολασμένο θέαμα (…) γιατί σε όλες τις μάχες πρώτα τα μάτια νικιούνται».
Ερχονταν από πολύ μακριά και εκεί γύρισαν.
Αφού εν τω μεταξύ όμως είχαν υποστεί και μια πρώτη κατά κράτος ήττα από τους Ρωμαίους ψηλά στον Νέστο και τη δεύτερη και αποφασιστική στη σημερινή Ναϊσσό της Σερβίας.
Πρόκειται για τους Ερουλους, το «πέρασμα» των οποίων από την Αθήνα το 267 μ.Χ. έχει αφήσει τα σημάδια του στα μνημεία της, τα οποία σήμερα εντοπίζουν οι αρχαιολόγοι. Τα βρήκε ο μεγάλος αμερικανός αρχαιολόγος Ομερ Τόμσον, ο οποίος ανέσκαψε την Αρχαία Αγορά, την οποία οι Ερουλοι κυριολεκτικά ισοπέδωσαν. Τα βρήκε ο έλληνας αρχαιολόγος Πιττάκης στην ανασκαφή του Ηρωδείου, η ξύλινη (και κεραμοσκεπής) στέγη του οποίου καταστράφηκε από πυρκαϊά που έβαλαν οι Ερουλοι. Τα επισημαίνει ο αρχιτέκτων και μέγας ιστορικός της εξέλιξης της Αθήνας ανά τους αιώνες Γιάννης Τραυλός, υποδεικνύοντας και το νέο τείχος που χτίστηκε βορείως της Ακρόπολης για την αντιμετώπιση των επιδρομέων. Και βεβαίως ο Μπένγκστον στο μνημειώδες έργο του «Ελληνική και Ρωμαϊκή Ιστορία».
Ολα αυτά όμως δεν κράτησαν για πολύ. Το 268 μ.Χ. ο ρωμαϊκός στρατός αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη κοντά στον ποταμό Νέστο και στη μάχη που διεξήχθη οι Ερουλοι όχι απλώς ηττήθηκαν αλλά ο αρχηγός τους Ναουλομπάτους παραδόθηκε στους Ρωμαίους. Εναν χρόνο αργότερα, εξάλλου, η οριστική απώθησή τους έλαβε χώρα επί Κλαύδιου Β’ του Γοτθικού μετά τη μάχη της Ναϊσσού.
Αλλά ποιοι ήταν αυτοί οι Ερουλοι; Τα όσα ακολουθούν είναι συμπιλήματα ιστορικών αναφορών, αρχαιολογικών ευρημάτων και μυθολογικών παραδόσεων. Ενα σενάριο ακόμη αναπόδεικτο στα περισσότερα μέρη του, ένα ιστορικό παραμύθι… Αλλά τόσο συγκλονιστικό παραμύθι!..
Στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας – του Εύξεινου Πόντου των αρχαίων – έμελλε να παιχτεί το δράμα των εθνών που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ευρώπη. Από εκεί ξεχύθηκαν όλες οι βαρβαρικές ορδές που λεηλάτησαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κυνηγημένες από τη μανία των Ούννων. Εκεί ακριβώς όπου στα προομηρικά χρόνια υπήρχε το βορειότερο από τα τρία μητριαρχικά βασίλεια των Αμαζόνων, ανάμεσα στην Κριμαία και τον Καύκασο.
Σε αυτή την τότε ανεκμετάλλευτη περιοχή είχαν διεισδύσει μετά τα Τρωικά χρόνια οι Ελληνες. Ακολουθώντας τους θαλάσσιους δρόμους που άνοιξε η Αργοναυτική εκστρατεία, ίδρυσαν από τον 8ο αιώνα π.Χ. αποικίες σε θέσεις-κλειδιά και προμήθευαν τη Μεσόγειο με τους πλούσιους καρπούς της νυν ουκρανικής και ρωσικής ενδοχώρας.
Οι πρώην ανεξάρτητες αυτές πόλεις-κράτη σχημάτισαν μετά τους Περσικούς Πολέμους το βασίλειο του Κιμμέριου Βοσπόρου. Μια διαδοχή βασιλιάδων που περηφανεύονταν για την καταγωγή τους από τον Μιθριδάτη κράτησαν τα ηνία ως το 341 μ.Χ., οπότε και υπέκυψαν οριστικά στους Ούννους. Στο μεταξύ, όμως, είχαν γνωρίσει τους Ερουλους.
Οι ρωμαϊκές και βυζαντινές πηγές
Για πρώτη φορά τους συναντάμε στα κείμενα του Πλίνιου (78 μ.Χ.) και του Τάκιτου (98 μ.Χ.). Περιγράφοντας τα γερμανικά φύλα – που τότε μετακινούνταν από τις όχθες του ποταμού Βιστούλα προς την Ουκρανία και την Κριμαία – οι ρωμαίοι ιστορικοί διέκριναν τους Harii. Ηταν – είπαν – ατρόμητοι πολεμιστές, που ορμούσαν στη μάχη χωρίς προφυλάξεις. Αυτοί οι Harii έφτασαν μαζί με τους υπόλοιπους Γότθους στις όχθες του Βορυσθένη (νυν Δνείπερος). Προτίμησαν όμως να ζήσουν απομονωμένοι στα έλη της Μαιώτιδας λίμνης (Αζοφική θάλασσα), πέρα από το Παντικάπαιο και τη Φαναγόρεια και ως την έσχατη ελληνική αποικία Ταναΐδα. Η διαμονή τους στα έλη χάραξε τη μετέπειτα ιστορία τους, και οι Ελληνες τους φώναζαν Ελουρους (από τα έλη). Οι ίδιοι προτιμούσαν το αρχέγονο όνομά τους «Harji» (από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα «χορός»), που σήμαινε… Επιδρομείς.
Το όνομά τους και μόνο είναι αρκετό για να μας βάλει σε υποψίες σχετικά με την προέλευση αυτών των ανθρώπων. Υποψίες που γιγαντώθηκαν από την αρχαιολογική ιδιαιτερότητά τους ως φυλής: Δεν άφησαν ποτέ και πουθενά κατάλοιπα εγκατάστασης και πολιτισμού. Ακόμη και στα έλη της Μαιώτιδας λίμνης, την οποία οι ίδιοι θεωρούσαν εφεξής μητέρα πατρίδα τους, δεν βρέθηκε κανένα ίχνος μόνιμης εγκατάστασης. Η εξήγηση μάς δόθηκε κομματιαστά από τους ιστορικούς και ολοκληρώθηκε μόλις πριν από δύο χρόνια (βλ. Troels Brandt, «The Heruls»). Ούτε λίγο ούτε πολύ έχει ως εξής:
Οι Ερουλοι δεν ήταν ξεχωριστή εθνική ομάδα, αλλά… μοναχικό τάγμα! Παιδιά ηλικίας 15-21 ετών έμπαιναν στην υπηρεσία του μεγάλου σαμάνου, ο οποίος ντυνόταν… γυναίκα. Κάθε χρόνο άφηναν το σπίτι τους, από την Πρωτομαγιά ως το τέλος του Οκτωβρίου, για να εκπαιδευτούν στα έλη ως «στρατιώτες του Θεού». Οργανώνονταν σε δωδεκαμελείς αγέλες, υπό την αρχηγία δύο «λύκων», και μυούνταν σε τελετές που περιελάμβαναν μυσταγωγία υπό την επήρεια ναρκωτικών, ανθρωποθυσίες και ομοσεξουαλισμό. Χαρακτηριστικά, ο βυζαντινός Προκόπιος έγραψε για αυτούς – στην ιστορία των γερμανικών πολέμων «De Bello Gothico» – ότι «και μίξεις ουχ’ οσίας τελούσιν, άλλας τε και ανδρών».
Η πολύπλευρη και πολύχρονη εκπαίδευση των μικρών λύκων ολοκληρωνόταν με τον φόνο ενός εχθρού, ενός αγριόχοιρου ή μιας αρκούδας. Μετά την «τελετή αποφοίτησης», οι νέοι στρατιώτες του Wodan (του αιμοδιψούς θεού του πολέμου, με μορφή λύκου) ζούσαν πλέον στο στρατόπεδο και περίμεναν να γεμίσει το φεγγάρι για να ξεκινήσουν μια επίθεση. Επιναν ένα κοκτέιλ ναρκωτικών, έβαφαν το κορμί τους μοβ – με τους χυμούς του ίδιου αναισθητικού βοτάνου που χρησιμοποιούσαν και οι Κέλτες -, χόρευαν πολεμικό χορό ντυμένοι με αρκουδοτόμαρα και λυκοτόμαρα και ξεχύνονταν σαν διάβολοι στο σκοτάδι. Οπως περιγράφει ο Τάκιτος «κανείς εχθρός δεν μπορεί να αντέξει ένα τόσο απρόσμενο και κολασμένο θέαμα (…) γιατί σε όλες τις μάχες πρώτα τα μάτια νικιούνται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου