Ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας είναι ένας Έλληνας ο Λευκάδιος Χέρν ή
Γιακομο Κουιζίμι. Τον χαρακτήρισαν ο «Παπαδιαμάντης της Άπω Ανατολής».
Στη γεννέτειρά του τη Λευκάδα, η προτομή του Λευκάδιου Χέρν βρίσκεται από το 1985 στο πάρκο των ποιητών- δίπλα στον Α. Βαλαωρίτη και τον Α. Σικελιανό. Επίσης ο δρόμος στο σπίτι που γεννήθηκε στο κέντρο της πόλης έχει το όνομα του(στα Ελληνικά και στα ιαπωνικά) ενώ οι Πολιτιστικές ανταλλαγές με το Σιντσουκο στο Τόκιο και την Λευκάδα συνεχίζονται.
Η ιστορία του Λευκάδιου Χέρν μοιάζει με παραμύθι και γι΄αυτο έχει γίνει σίριαλ το 1987 στην ελληνική τηλεόραση με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Τσακίρη. Μάλιστα στο βιογραφικό μυθιστόρημα «Ή Οδύσσεια του Λευκάδιου Χερν»,ο συγγραφέας Τζόναθαν Κόλτ τον αποκαλεί ‘περιπλανώμενο φάντασμα’. Ο Λευκάδος Χέρν γεννήθηκε στην Λευκάδα τον Ιούνιο του 1850. Μητέρα του ήταν η Ρόζα Κασιμάτη. μια 25χρονη κοπέλα από τα Κύθηρα. Πατέρας του, ο Ιρλανδός ταγματάρχης Τσαρλς Χερν, ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός στα κατεχόμενα τότε από τους Βρετανούς, Ιόνια νησιά.
Ο Χέρν μετακλήθηκε στο Δουβλίνο το 1852 κι΄ έφυγε μαζί με την γυναίκα του και το δίχρονο αγόρι του. Σε ηλικία 4 χρόνων ο μικρός Λευκάδιος βρέθηκε χωρίς γονείς αφού ο πατέρας του πήγε να υπηρετήσει στις Ινδίες και η μητέρα του επέστρεψε στην Ελλάδα αφήνοντας τον υπό την κηδεμονία της θείας του. Λίγο μετά την συμπλήρωση των 16 χρονών του και έχοντας ήδη διαμορφώσει μία πανθεϊστική κοσμοαντίληψη (βλ. Kenneth Rexroth, 1987, «World Outside the Window: Selected Essays of Kenneth Rexroth»), αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και μετά από 3 χρόνια, μη αντέχοντας την υπερβολική κλειστότητα και θρησκοληψία των Ιρλανδών, καθώς και την κακία της συντηρητικής κοινωνίας τους εξαιτίας της αναπηρίας και δυσμορφίας του (το κατεστραμμένο μάτι του είχε ασπρίσει και το άλλο ήταν κόκκινο από την υπερκόπωση), έφυγε σε ηλικία μόλις 19 ετών για τις Η.Π.Α. και εγκαταστάθηκε στο Τσιντσινάτι (Cincinnati) της πολιτείας του Οχάϊο.
Μετά από μία μικρή περίοδο απόλυτης οικονομικής εξαθλίωσης, γνώρισε τελικά τον Άγγλο εκδότη και ριζοσπάστη ουτοπιστή κοινοτιστή Χένρυ Γουώτκιν (Henry Watkin, 1824- 1910), ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία, όπου διακρίθηκε επί πολλά χρόνια (με τις εφημερίδες «Cincinnati Daily Enquirer», 1872 – 1875, «Cincinnati Commercial», 1875 – 1877, «Times Democrat» της Νέας Ορλεάνης, 1877 – 1890). Το 1875 προκάλεσε τα ρατσιστικά ήθη της εποχής με τον γάμο του με την μιγάδα Αλήθεια Φόλεϋ (Alethea «Mattie» Foley), ο οποίος θεωρήθηκε «σκάνδαλο παλλακείας» (αφού ο τότε νόμος δεν αναγνώριζε γάμους λευκών με μη λευκούς) και του κόστισε την απόλυσή του από την ημερήσια εφημερίδα «Cincinnati Daily Enquirer», η οποία όμως του άνοιξε τον δρόμο για εργασία στην ανταγωνιστική «Cincinnati Commercial».
Ωστόσο, επειδή η κάπνα και η έντονη βιομηχανική ατμοσφαιρική ρύπανση του Τσιντσινάτι ενοχλούσαν το υπερευαίσθητο λόγω κόπωσης δεξί μάτι του, αποφάσισε το 1877 να φύγει για την Νέα Ορλεάνη, όπου για 12 περίπου χρόνια (μέχρι το 1889 – 1890) συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Times Democrat», στο κοινό της οποίας καταξιώθηκε λόγω του προσωπικού του γλαφυρού τρόπου, ο οποίος, περνώντας ταχύτατα από την Ιστορία των Κρεολών στην ιδιαίτερη κουζίνα της περιοχής και από τα λαϊκά ήθη και έθιμα στο Βουντού, αναδείκνυε την πολιτεία ως περιοχή ιδιόρρυθμων ηθών και άκρατου ηδονισμού. Το 1887 ταξίδεψε στις Δυτικές Ινδίες για λογαριασμό του περιοδικού «Harper’s Magazine», όπου και συνέγραψε το «Two Years in the French West Indies» και το μυθιστόρημα «Youma» με θέμα μία ανταρσία σκλάβων (και τα δύο εκδόθηκαν το 1890).
Με την ιδιότητα του δημοσιογράφου έφθασε το 1889 στην Γιοκοχάμα (Yokohama), σταλμένος από το αμερικανικό περιοδικό «Harper’s Magazine». Λίγο πριν φύγει για την Ιαπωνία, έγραψε στο περιοδικό ότι εκείνο που σκόπευε ήταν να παρουσιάσει στους αναγνώστες την πραγματική εικόνα της ζωής στην Ιαπωνία «όχι σαν ένα απλός παρατηρητής, αλλά ως κάποιος που μπορεί να συμμετέχει στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων και που επιπρόσθετα μπορεί να σκέπτεται με τις δικές τους σκέψεις». Λίγο καιρό μετά την άφιξή του όμως, έσπασε το συμβόλαιό του με το περιοδικό και εγκαταστάθηκε στο Ματσούε (Matsue) της βορειοδυτικής Ιαπωνίας που τότε δεν είχε ακόμα διαβρωθεί από τα ήθη των «δυτικών», διδάσκοντας αγγλικά.
Κατά την εκεί παραμονή του, σχετίστηκε στενά με τους ανθρώπους, ανέπτυξε αδελφική φιλία με τον καθηγητή Νισίντα Σεντάρο (Nishida Sentaro) και μόλις τον 15ο μήνα από τότε που έφθασε στην χώρα νυμφεύθηκε την Κοϊζούμι Σέτσου ή Σετσούκο (Koizumi Setsu ή Setsuko), θυγατέρα ενός πρώην σαμουράϊ της περιοχής, κατεστραμμένου πια λόγω της εισβολής των «δυτικών» και της συνακόλουθης διάλυσης όλων των παραδοσιακών κοινωνικών ιεραρχήσεων. Με την Σέτσου απέκτησε αργότερα τρεις υιούς, τους Κάζουο, Ιουάο και Κιγιόσι και μία θυγατέρα, την Σέτσουκο.
Στην Ιαπωνία ο Λευκαδιος Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας. Ο Χερν κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των Σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίσθηκε ως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση ενώ το βιβλίο του «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» διδάσκονταν σε όλα τα σχολεία της χώρας επί δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, 8 μουσεία υπάρχουν προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία ενώ το άγαλμα του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία έχουν στηθεί σε κάθε γωνία τις Ιαπωνίας από όπου πέρασε.
Ο Λευκάδιος δέχεται ουσιαστικά ότι, στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, η ελληνική και η ιαπωνική τέχνη συμπίπτουν σε μια κοινή αισθητική αντίληψη που είναι η άρνηση της εξατομίκευσης.
«Καλλιτέχνες ενός μοναδικού πολιτισμού –οι Ελληνες- μπόρεσαν να επιτελέσουν αυτό το θαύμα: ν’ αποσπάσουν το ιδανικό της ομορφιάς της φυλής τους απο τις δικές τους ψυχές και να σταθεροποιήσουν το ρευστό του περίγραμμα στο κόσμημα και την πέτρα…»
Πέθανε ξαφνικά τον Σεπτέμβριο του 1904 και μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν έπαψε να υπερηφανεύεται για την ελληνική καταγωγή του. Άφησε πίσω του ένα ογκώδες συγγραφικό έργο από βιβλία και πανεπιστημιακές παραδόσεις που περιλαμβάνονται στην ιαπωνική έκδοση των 27 τόμων του έργου του. Σ’ αυτό προβάλλει την Ιαπωνία με ιδανικό τρόπο, παρουσιάζοντας στη Δύση μιαν άγνωστη ως τότε χώρα, η οποία ακριβώς την εποχή εκείνη προσπαθούσε να πλησιάσει το πρότυπο ενός δυτικού κράτους. Στα βιβλία του περιλαμβάνει όχι μόνο περιγραφές τοπίων και ηθών, αλλά και μεταγραφές μύθων, μελετήματα γύρω από τα δύο κυριότερα θρησκευτικά ρεύματα της Ιαπωνίας (σιντοϊσμού καιβουδισμού), και ακόμη ιστορικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές αναλύσεις. Για τον Λευκάδιο Χερν, ως σήμερα έχουν εκδοθεί περισσότερες από 30 βιογραφίες και έχουν δημοσιευθεί δύο βιβλιογραφίες στις οποίες περιλαμβάνονται περισσότερα από 1.000 λήμματα άρθρων και βιβλίων που αναφέρουν το όνομά του.
Στη γεννέτειρά του τη Λευκάδα, η προτομή του Λευκάδιου Χέρν βρίσκεται από το 1985 στο πάρκο των ποιητών- δίπλα στον Α. Βαλαωρίτη και τον Α. Σικελιανό. Επίσης ο δρόμος στο σπίτι που γεννήθηκε στο κέντρο της πόλης έχει το όνομα του(στα Ελληνικά και στα ιαπωνικά) ενώ οι Πολιτιστικές ανταλλαγές με το Σιντσουκο στο Τόκιο και την Λευκάδα συνεχίζονται.
Η ιστορία του Λευκάδιου Χέρν μοιάζει με παραμύθι και γι΄αυτο έχει γίνει σίριαλ το 1987 στην ελληνική τηλεόραση με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Τσακίρη. Μάλιστα στο βιογραφικό μυθιστόρημα «Ή Οδύσσεια του Λευκάδιου Χερν»,ο συγγραφέας Τζόναθαν Κόλτ τον αποκαλεί ‘περιπλανώμενο φάντασμα’. Ο Λευκάδος Χέρν γεννήθηκε στην Λευκάδα τον Ιούνιο του 1850. Μητέρα του ήταν η Ρόζα Κασιμάτη. μια 25χρονη κοπέλα από τα Κύθηρα. Πατέρας του, ο Ιρλανδός ταγματάρχης Τσαρλς Χερν, ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός στα κατεχόμενα τότε από τους Βρετανούς, Ιόνια νησιά.
Ο Χέρν μετακλήθηκε στο Δουβλίνο το 1852 κι΄ έφυγε μαζί με την γυναίκα του και το δίχρονο αγόρι του. Σε ηλικία 4 χρόνων ο μικρός Λευκάδιος βρέθηκε χωρίς γονείς αφού ο πατέρας του πήγε να υπηρετήσει στις Ινδίες και η μητέρα του επέστρεψε στην Ελλάδα αφήνοντας τον υπό την κηδεμονία της θείας του. Λίγο μετά την συμπλήρωση των 16 χρονών του και έχοντας ήδη διαμορφώσει μία πανθεϊστική κοσμοαντίληψη (βλ. Kenneth Rexroth, 1987, «World Outside the Window: Selected Essays of Kenneth Rexroth»), αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και μετά από 3 χρόνια, μη αντέχοντας την υπερβολική κλειστότητα και θρησκοληψία των Ιρλανδών, καθώς και την κακία της συντηρητικής κοινωνίας τους εξαιτίας της αναπηρίας και δυσμορφίας του (το κατεστραμμένο μάτι του είχε ασπρίσει και το άλλο ήταν κόκκινο από την υπερκόπωση), έφυγε σε ηλικία μόλις 19 ετών για τις Η.Π.Α. και εγκαταστάθηκε στο Τσιντσινάτι (Cincinnati) της πολιτείας του Οχάϊο.
Μετά από μία μικρή περίοδο απόλυτης οικονομικής εξαθλίωσης, γνώρισε τελικά τον Άγγλο εκδότη και ριζοσπάστη ουτοπιστή κοινοτιστή Χένρυ Γουώτκιν (Henry Watkin, 1824- 1910), ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία, όπου διακρίθηκε επί πολλά χρόνια (με τις εφημερίδες «Cincinnati Daily Enquirer», 1872 – 1875, «Cincinnati Commercial», 1875 – 1877, «Times Democrat» της Νέας Ορλεάνης, 1877 – 1890). Το 1875 προκάλεσε τα ρατσιστικά ήθη της εποχής με τον γάμο του με την μιγάδα Αλήθεια Φόλεϋ (Alethea «Mattie» Foley), ο οποίος θεωρήθηκε «σκάνδαλο παλλακείας» (αφού ο τότε νόμος δεν αναγνώριζε γάμους λευκών με μη λευκούς) και του κόστισε την απόλυσή του από την ημερήσια εφημερίδα «Cincinnati Daily Enquirer», η οποία όμως του άνοιξε τον δρόμο για εργασία στην ανταγωνιστική «Cincinnati Commercial».
Ωστόσο, επειδή η κάπνα και η έντονη βιομηχανική ατμοσφαιρική ρύπανση του Τσιντσινάτι ενοχλούσαν το υπερευαίσθητο λόγω κόπωσης δεξί μάτι του, αποφάσισε το 1877 να φύγει για την Νέα Ορλεάνη, όπου για 12 περίπου χρόνια (μέχρι το 1889 – 1890) συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Times Democrat», στο κοινό της οποίας καταξιώθηκε λόγω του προσωπικού του γλαφυρού τρόπου, ο οποίος, περνώντας ταχύτατα από την Ιστορία των Κρεολών στην ιδιαίτερη κουζίνα της περιοχής και από τα λαϊκά ήθη και έθιμα στο Βουντού, αναδείκνυε την πολιτεία ως περιοχή ιδιόρρυθμων ηθών και άκρατου ηδονισμού. Το 1887 ταξίδεψε στις Δυτικές Ινδίες για λογαριασμό του περιοδικού «Harper’s Magazine», όπου και συνέγραψε το «Two Years in the French West Indies» και το μυθιστόρημα «Youma» με θέμα μία ανταρσία σκλάβων (και τα δύο εκδόθηκαν το 1890).
Με την ιδιότητα του δημοσιογράφου έφθασε το 1889 στην Γιοκοχάμα (Yokohama), σταλμένος από το αμερικανικό περιοδικό «Harper’s Magazine». Λίγο πριν φύγει για την Ιαπωνία, έγραψε στο περιοδικό ότι εκείνο που σκόπευε ήταν να παρουσιάσει στους αναγνώστες την πραγματική εικόνα της ζωής στην Ιαπωνία «όχι σαν ένα απλός παρατηρητής, αλλά ως κάποιος που μπορεί να συμμετέχει στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων και που επιπρόσθετα μπορεί να σκέπτεται με τις δικές τους σκέψεις». Λίγο καιρό μετά την άφιξή του όμως, έσπασε το συμβόλαιό του με το περιοδικό και εγκαταστάθηκε στο Ματσούε (Matsue) της βορειοδυτικής Ιαπωνίας που τότε δεν είχε ακόμα διαβρωθεί από τα ήθη των «δυτικών», διδάσκοντας αγγλικά.
Κατά την εκεί παραμονή του, σχετίστηκε στενά με τους ανθρώπους, ανέπτυξε αδελφική φιλία με τον καθηγητή Νισίντα Σεντάρο (Nishida Sentaro) και μόλις τον 15ο μήνα από τότε που έφθασε στην χώρα νυμφεύθηκε την Κοϊζούμι Σέτσου ή Σετσούκο (Koizumi Setsu ή Setsuko), θυγατέρα ενός πρώην σαμουράϊ της περιοχής, κατεστραμμένου πια λόγω της εισβολής των «δυτικών» και της συνακόλουθης διάλυσης όλων των παραδοσιακών κοινωνικών ιεραρχήσεων. Με την Σέτσου απέκτησε αργότερα τρεις υιούς, τους Κάζουο, Ιουάο και Κιγιόσι και μία θυγατέρα, την Σέτσουκο.
Στην Ιαπωνία ο Λευκαδιος Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας. Ο Χερν κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των Σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίσθηκε ως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση ενώ το βιβλίο του «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» διδάσκονταν σε όλα τα σχολεία της χώρας επί δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, 8 μουσεία υπάρχουν προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία ενώ το άγαλμα του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία έχουν στηθεί σε κάθε γωνία τις Ιαπωνίας από όπου πέρασε.
Ο Λευκάδιος δέχεται ουσιαστικά ότι, στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, η ελληνική και η ιαπωνική τέχνη συμπίπτουν σε μια κοινή αισθητική αντίληψη που είναι η άρνηση της εξατομίκευσης.
«Καλλιτέχνες ενός μοναδικού πολιτισμού –οι Ελληνες- μπόρεσαν να επιτελέσουν αυτό το θαύμα: ν’ αποσπάσουν το ιδανικό της ομορφιάς της φυλής τους απο τις δικές τους ψυχές και να σταθεροποιήσουν το ρευστό του περίγραμμα στο κόσμημα και την πέτρα…»
Πέθανε ξαφνικά τον Σεπτέμβριο του 1904 και μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν έπαψε να υπερηφανεύεται για την ελληνική καταγωγή του. Άφησε πίσω του ένα ογκώδες συγγραφικό έργο από βιβλία και πανεπιστημιακές παραδόσεις που περιλαμβάνονται στην ιαπωνική έκδοση των 27 τόμων του έργου του. Σ’ αυτό προβάλλει την Ιαπωνία με ιδανικό τρόπο, παρουσιάζοντας στη Δύση μιαν άγνωστη ως τότε χώρα, η οποία ακριβώς την εποχή εκείνη προσπαθούσε να πλησιάσει το πρότυπο ενός δυτικού κράτους. Στα βιβλία του περιλαμβάνει όχι μόνο περιγραφές τοπίων και ηθών, αλλά και μεταγραφές μύθων, μελετήματα γύρω από τα δύο κυριότερα θρησκευτικά ρεύματα της Ιαπωνίας (σιντοϊσμού καιβουδισμού), και ακόμη ιστορικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές αναλύσεις. Για τον Λευκάδιο Χερν, ως σήμερα έχουν εκδοθεί περισσότερες από 30 βιογραφίες και έχουν δημοσιευθεί δύο βιβλιογραφίες στις οποίες περιλαμβάνονται περισσότερα από 1.000 λήμματα άρθρων και βιβλίων που αναφέρουν το όνομά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου