Ο Αχιλλέας, ο μυθικός αυτός πολεμιστής είχε τις ρίζες του στην περιοχή της αρχαίας Φαρσάλου. Η επικράτειά του εκτείνονταν σε πεδινές (Φθία), ορεινές (Τρηχίνη) και παράλιες περιοχές (Αλός - Αλμυρός). Σύμφωνα με σχετικό χωρίο της Ιλιάδας, οι περίφημοι Μυρμιδόνες, πολεμιστές της περιοχής της Φθίας...
έλαβαν μέρος στον πόλεμο της Τροίας με πενήντα πλοία και αρχηγό τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας είναι το κύριο πρόσωπο της Ιλιάδας, υπόδειγμα πολεμιστή και περήφανου ανθρώπου, αφού η μήνις του (οργή) και οι ηρωικοί του άθλοι προκάλεσαν το θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλλοντας μυριάδες νεκρούς στον Άδη. Η Ιλιάδα αρχίζει με τους πιο κάτω στίχους: »Τη μήνη, θεά, τραγούδα μας, του ξακουστού Αχιλλέα, ανάθεμά τη, που έφερε περιττές πίκρες στους Αχαιούς και έστειλε πλήθος αντρειωμένες ψυχές παλικαριών στον Άδη κάτω, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους και στα όρνια πανταχού - έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας - απ' τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους, του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.» Ο Αχιλλέας, ήταν γιος του Πηλέα και της Θέτιδας και περίφημος για την ανδρεία του, την ευγένεια και ευσέβειά του, καθώς και για τα φιλόστοργα και πιστής αφοσίωσης αισθήματά του. Όταν γεννήθηκε, η Θέτιδα, θέλοντας να τον καταστήσει αθάνατο, τον βάπτισε στις φλόγες της ιερής φωτιάς ή στα νερά του Στύγα ποταμού, κρατώντας τον από τη φτέρνα του. Έτσι, η Θέτιδα κατάφερε να τον κάνει άτρωτο και αθάνατο, εκτός από ένα και μόνο σημείο, το σημείο απ' όπου τον κρατούσε, την επονομαζόμενη «αχίλλειο πτέρνα». Βλέποντάς την όμως ο Πηλέας, νόμισε πως ήθελε να τον πνίξει έτσι και την έδιωξε πίσω στον πατέρα της, δίνοντάς τον Αχιλλέα να τον αναθρέψει ο Κένταυρος Χείρωνας, ο οποίος του δίδαξε ιατρική, μουσική, αλλά και την τέχνη του πολέμου και του κυνηγίου. Όταν άρχισε η τρωική εκστρατεία, γνωρίζοντας την προφητεία του μάντη Κάλχα, αναφορικά με την αναγκαιότητα της συμμετοχής του στην εκστρατεία, αν οι Έλληνες ήθελαν να κατακτήσουν την Τροία, τον έντυσε με γυναικεία ρούχα και τον παρέδωσε στο βασιλιά της Σκύρου, Λυκομήδη, για να τον κρύψει ανάμεσα στις κόρες του. Ο πολυμήχανος, όμως, βασιλιάς της Ιθάκης, Οδυσσέας, ντύθηκε πραματευτής και μπήκε στο παλάτι της Σκύρου, αφήνοντας στην άκρη της αυλής μια πανοπλία και μετά σήμανε στα όπλα για πόλεμο, αποκαλύπτοντας την ταυτότητα του Αχιλλέα, που ακούγοντας το σάλπισμα, πέταξε τα γυναικεία ρούχα και ανάλαβε τα όπλα. Έτσι ο Αχιλλέας ακολούθησε τον Οδυσσέα στην Τροία. Όταν ήταν να φύγει για την Τροία, ο πατέρας του ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κενταύρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει. Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο. Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, έκρινε ο Πηλέας σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του. Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, έκανε ο Πηλέας τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε. Ο Αχιλλέας ήταν αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμιδόνες ξακουστούς πολεμιστές της Φθίας. Κυριαρχεί με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούν το πόδι τους οι Αχαιοί στο ακρογιάλι της Τροίας. Λίγο μετά την απόβαση σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα, και αναγκάζει τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου λεηλατεί έντεκα πολιτείες γύρω από την Τροία και δώδεκα σε γειτονικά νησιά, λαμβάνοντας ως αιχμάλωτη τη Βρισηίδα και ο Αγαμέμνονας τη Χρυσηίδα. Όταν ο Αγαμέμνονας απώλεσε τη Χρυσηίδα και άρπαξε τη Βρισηίδα, ο Αχιλλέας, με πληγωμένη την περηφάνια του και εντονότατο το θυμό του, αποχώρησε από την εκστρατεία, αρνούμενος κάθε προτροπή να επανασυνταχθεί στο μέρος των Αχαιών. Η αρπαγή της Βρισηίδας. Ο Αχιλέας κάθεται στην σκηνή του θυμωμένος Μετά την αποχώρηση του Αχιλλέα, η κατάσταση γίνεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Αμέτρητο πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης γίνεται τώρα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η πρεσβεία που έρχεται στη σκηνή του Αχιλλέα, για να του προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, φεύγει άπρακτη. Αρχικά δηλώνει ο ήρωας πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση. Τελικά, όταν τα πράγματα χειροτερεύουν κόμη περισσότερο για τους Αχαιούς, δίνει την πανοπλία του στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο. Και πράγματι, ο Πάτροκλος κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους Τρώες, σκοτώθηκε ωστόσο από τον Έκτορα, ο οποίος πήρε τα όπλα του Αχιλλέα. Η Θέτιδα του έφερε τότε καινούρια όπλα φτιαγμένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, επέστρεψε στη μάχη, για να εκδικηθεί το χαμό του φίλου του. Έχοντας προστάτιδές του τη μητέρα του, αλλά και την ίδια τη θεά Αθηνά, προέλασε με μηδαμινή αντίσταση στην Τροία, όπου και μονομάχησε με τον Έκτορα, αρχηγό των Τρώων και αφού τον σκότωσε, έδεσε το νεκρό του σώμα πίσω από το άρμα του και το έσυρε γύρω από τα τείχη της Τροίας, μέχρι και το στρατόπεδο των Αχαιών, όπου και το έσυρε γύρω - γύρω από τον τάφο του Πάτροκλου. Το πτώμα του Έκτορα το κράτησε άταφο έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο. Η επιστροφή του Αχιλλέα στην μάχη ήταν καταστροφική για τους Τρώες. Τόσοι ήταν οι νεκροί που σκότωσε, που ο Άδης γέμισε ψυχές και ο Σκάμανδρος ποταμός γέμισε με τόσους πολλούς νεκρούς, μη μπορώντας πλέον να διοχετεύσει τα νερά του στη θάλασσα. Ο Αχιλλέας επέστρεψε στην Τροία, αφού έκανε εξιλαστήριες θυσίες στην Ελλάδα. Ο θεός Απόλλωνας, που γνώριζε το μόνο τρωτό σημείο του Αχιλλέα, βοήθησε τον όμορφο, αλλά δειλό, γιο του Πριάμου, Πάρη, να σαϊτέψει τον Αχιλλέα με φαρμακερό βέλος στην αχίλλειο πτέρνα, σκοτώνοντάς τον. Έτσι, ο περίφημος ήρωας σκοτώθηκε. Η Θέτιδα και οι υπόλοιπες Νηρηίδες τον θρηνούσαν για 17 ολόκληρες μέρες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σκύρο και πριν ξεκινήσει για τον πόλεμο στην Τροία, ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε τη Δηιδάμεια, κόρη του βασιλιά Λυκομήδη και σύναψε ερωτική σχέση μαζί της. Καρπός της σχέσης ήταν ο Νεοπτόλεμος, ο οποίος αφού μεγάλωσε, έλαβε μέρος κι αυτός στον τρωικό πόλεμο, μιας και, όταν σκοτώθηκε ο Αχιλλέας, έπρεπε να λάβει μέρος στον πόλεμο, για να νικηθεί η Τροία και να πληρωθεί η προφητεία. Έτσι εισήλθε στην πόλη μέσω του Δούρειου Ίππου, σκοτώνοντας τον Πρίαμο και τον Αστυάνακτα, γιο του Έκτορα και θυσιάζοντας την Πολυξένη στον τάφο του πατέρα του. Ο Νεοπτόλεμος νυμφεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, και κατέκτησε την Ήπειρο, γεννώντας πολλές κόρες, τις επονομαζόμενες Αιακίδες.
έλαβαν μέρος στον πόλεμο της Τροίας με πενήντα πλοία και αρχηγό τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας είναι το κύριο πρόσωπο της Ιλιάδας, υπόδειγμα πολεμιστή και περήφανου ανθρώπου, αφού η μήνις του (οργή) και οι ηρωικοί του άθλοι προκάλεσαν το θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλλοντας μυριάδες νεκρούς στον Άδη. Η Ιλιάδα αρχίζει με τους πιο κάτω στίχους: »Τη μήνη, θεά, τραγούδα μας, του ξακουστού Αχιλλέα, ανάθεμά τη, που έφερε περιττές πίκρες στους Αχαιούς και έστειλε πλήθος αντρειωμένες ψυχές παλικαριών στον Άδη κάτω, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους και στα όρνια πανταχού - έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας - απ' τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους, του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.» Ο Αχιλλέας, ήταν γιος του Πηλέα και της Θέτιδας και περίφημος για την ανδρεία του, την ευγένεια και ευσέβειά του, καθώς και για τα φιλόστοργα και πιστής αφοσίωσης αισθήματά του. Όταν γεννήθηκε, η Θέτιδα, θέλοντας να τον καταστήσει αθάνατο, τον βάπτισε στις φλόγες της ιερής φωτιάς ή στα νερά του Στύγα ποταμού, κρατώντας τον από τη φτέρνα του. Έτσι, η Θέτιδα κατάφερε να τον κάνει άτρωτο και αθάνατο, εκτός από ένα και μόνο σημείο, το σημείο απ' όπου τον κρατούσε, την επονομαζόμενη «αχίλλειο πτέρνα». Βλέποντάς την όμως ο Πηλέας, νόμισε πως ήθελε να τον πνίξει έτσι και την έδιωξε πίσω στον πατέρα της, δίνοντάς τον Αχιλλέα να τον αναθρέψει ο Κένταυρος Χείρωνας, ο οποίος του δίδαξε ιατρική, μουσική, αλλά και την τέχνη του πολέμου και του κυνηγίου. Όταν άρχισε η τρωική εκστρατεία, γνωρίζοντας την προφητεία του μάντη Κάλχα, αναφορικά με την αναγκαιότητα της συμμετοχής του στην εκστρατεία, αν οι Έλληνες ήθελαν να κατακτήσουν την Τροία, τον έντυσε με γυναικεία ρούχα και τον παρέδωσε στο βασιλιά της Σκύρου, Λυκομήδη, για να τον κρύψει ανάμεσα στις κόρες του. Ο πολυμήχανος, όμως, βασιλιάς της Ιθάκης, Οδυσσέας, ντύθηκε πραματευτής και μπήκε στο παλάτι της Σκύρου, αφήνοντας στην άκρη της αυλής μια πανοπλία και μετά σήμανε στα όπλα για πόλεμο, αποκαλύπτοντας την ταυτότητα του Αχιλλέα, που ακούγοντας το σάλπισμα, πέταξε τα γυναικεία ρούχα και ανάλαβε τα όπλα. Έτσι ο Αχιλλέας ακολούθησε τον Οδυσσέα στην Τροία. Όταν ήταν να φύγει για την Τροία, ο πατέρας του ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κενταύρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει. Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο. Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, έκρινε ο Πηλέας σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του. Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, έκανε ο Πηλέας τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε. Ο Αχιλλέας ήταν αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμιδόνες ξακουστούς πολεμιστές της Φθίας. Κυριαρχεί με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούν το πόδι τους οι Αχαιοί στο ακρογιάλι της Τροίας. Λίγο μετά την απόβαση σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα, και αναγκάζει τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου λεηλατεί έντεκα πολιτείες γύρω από την Τροία και δώδεκα σε γειτονικά νησιά, λαμβάνοντας ως αιχμάλωτη τη Βρισηίδα και ο Αγαμέμνονας τη Χρυσηίδα. Όταν ο Αγαμέμνονας απώλεσε τη Χρυσηίδα και άρπαξε τη Βρισηίδα, ο Αχιλλέας, με πληγωμένη την περηφάνια του και εντονότατο το θυμό του, αποχώρησε από την εκστρατεία, αρνούμενος κάθε προτροπή να επανασυνταχθεί στο μέρος των Αχαιών. Η αρπαγή της Βρισηίδας. Ο Αχιλέας κάθεται στην σκηνή του θυμωμένος Μετά την αποχώρηση του Αχιλλέα, η κατάσταση γίνεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Αμέτρητο πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης γίνεται τώρα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η πρεσβεία που έρχεται στη σκηνή του Αχιλλέα, για να του προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, φεύγει άπρακτη. Αρχικά δηλώνει ο ήρωας πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση. Τελικά, όταν τα πράγματα χειροτερεύουν κόμη περισσότερο για τους Αχαιούς, δίνει την πανοπλία του στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο. Και πράγματι, ο Πάτροκλος κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους Τρώες, σκοτώθηκε ωστόσο από τον Έκτορα, ο οποίος πήρε τα όπλα του Αχιλλέα. Η Θέτιδα του έφερε τότε καινούρια όπλα φτιαγμένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, επέστρεψε στη μάχη, για να εκδικηθεί το χαμό του φίλου του. Έχοντας προστάτιδές του τη μητέρα του, αλλά και την ίδια τη θεά Αθηνά, προέλασε με μηδαμινή αντίσταση στην Τροία, όπου και μονομάχησε με τον Έκτορα, αρχηγό των Τρώων και αφού τον σκότωσε, έδεσε το νεκρό του σώμα πίσω από το άρμα του και το έσυρε γύρω από τα τείχη της Τροίας, μέχρι και το στρατόπεδο των Αχαιών, όπου και το έσυρε γύρω - γύρω από τον τάφο του Πάτροκλου. Το πτώμα του Έκτορα το κράτησε άταφο έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο. Η επιστροφή του Αχιλλέα στην μάχη ήταν καταστροφική για τους Τρώες. Τόσοι ήταν οι νεκροί που σκότωσε, που ο Άδης γέμισε ψυχές και ο Σκάμανδρος ποταμός γέμισε με τόσους πολλούς νεκρούς, μη μπορώντας πλέον να διοχετεύσει τα νερά του στη θάλασσα. Ο Αχιλλέας επέστρεψε στην Τροία, αφού έκανε εξιλαστήριες θυσίες στην Ελλάδα. Ο θεός Απόλλωνας, που γνώριζε το μόνο τρωτό σημείο του Αχιλλέα, βοήθησε τον όμορφο, αλλά δειλό, γιο του Πριάμου, Πάρη, να σαϊτέψει τον Αχιλλέα με φαρμακερό βέλος στην αχίλλειο πτέρνα, σκοτώνοντάς τον. Έτσι, ο περίφημος ήρωας σκοτώθηκε. Η Θέτιδα και οι υπόλοιπες Νηρηίδες τον θρηνούσαν για 17 ολόκληρες μέρες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σκύρο και πριν ξεκινήσει για τον πόλεμο στην Τροία, ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε τη Δηιδάμεια, κόρη του βασιλιά Λυκομήδη και σύναψε ερωτική σχέση μαζί της. Καρπός της σχέσης ήταν ο Νεοπτόλεμος, ο οποίος αφού μεγάλωσε, έλαβε μέρος κι αυτός στον τρωικό πόλεμο, μιας και, όταν σκοτώθηκε ο Αχιλλέας, έπρεπε να λάβει μέρος στον πόλεμο, για να νικηθεί η Τροία και να πληρωθεί η προφητεία. Έτσι εισήλθε στην πόλη μέσω του Δούρειου Ίππου, σκοτώνοντας τον Πρίαμο και τον Αστυάνακτα, γιο του Έκτορα και θυσιάζοντας την Πολυξένη στον τάφο του πατέρα του. Ο Νεοπτόλεμος νυμφεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, και κατέκτησε την Ήπειρο, γεννώντας πολλές κόρες, τις επονομαζόμενες Αιακίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου