Ο κατοχικός πρωθυπουργός Γεώργιος Τσολάκογλου, με την υπογραφή του
οποίου παραχωρήθηκε το προνόμιο ηλεκτρικής ενέργειας στην οικογένεια
Παπακωνσταντίνου το 1948...
Επί επτά συναπτές δεκαετίες γίνεται πολύς και εκτενής λόγος για το ζήτημα των κατοχικών δανείων. Έχει αναλωθεί πολύ μελάνι και πολύς θυμός γύρω απ' αυτό. Έχουν λεχθεί πολλά και ποικίλα, άλλοτε εγγύτερα προς την πραγματικότητα και άλλοτε χωρίς να έχουν καμιά επαφή μ' αυτήν. Το ζήτημα είναι απολύτως υπαρκτό και εκείνο που είναι μοιραίο να προκαλεί πολυγνωμίες είναι το ύψος των δανείων.
Πρόκειται για χρηματικές προκαταβολές που εξαναγκάστηκε το ελληνικό κατοχικό κράτος να δίνει στους κατακτητές, ακριβώς ως δάνεια που επρόκειτο να εξοφληθούν μετά το τέλος του πολέμου. Η αξίωση αυτή δεν είναι ούτε επανορθώσεις ούτε αποζημιώσεις για θύματα και πάσης φύσεως απώλειες ή ζημίες. Καθαρά πρόκειται για νομική μορφή δανείου που όφειλε να επιστραφεί από τη μεταπολεμική γερμανική κυβέρνηση, ως νόμιμη διάδοχο του χιτλερικού καθεστώτος, το οποίο είχε δεσμευθεί να το πράξει. Αυτά ως προς τη Γερμανία, διότι ως προς την Ιταλία το θέμα έχει άλλη διάσταση.
Ο παλαιός πολιτικός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου (1919-2000), υιός του δαιμόνιου επιχειρηματία Γεωργίου Μ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος το 1941 απέκτησε από τον Τσολάκογλου το προνόμιο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Πτολεμαΐδα. Ο ίδιος υπηρέτησε ως διερμηνέας των Γερμανών στην Κοζάνη.
Ας μην σταθούμε στο πώς και στο γιατί εξαναγκάστηκαν οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις να πληρώσουν με το ταπεινό νόμισμα της δραχμής τα όσα ζητήθηκαν απ' αυτές, με αποτέλεσμα η χώρα να βυθιστεί στην οικονομική καταστροφή και την πείνα. Η Ελλάδα ήταν κατεχόμενη χώρα με την εθνική κυριαρχία της να έχει βαρύτατα πληγεί. Ο λαός της τελούσε υπό καθεστώς πρωτοφανούς βίας από τις δυνάμεις κατοχής.
Ο Γερμανός φρούραρχος Πτολεμαΐδας φον Λάνγκε, αξιωματικός των Ες Ες.
Καλώς ή κακώς επί των ημερών μιας κατοχικής κυβέρνησης δημιουργήθηκε ένα είδος δανειακής σύμβασης, η οποία όριζε ότι το ποσόν που είχαν αρπάξει οι κατακτητές θα επιστρεφόταν όταν θα τελείωνε ο πόλεμος. Αλλά οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν επέδειξαν το ανάλογο ενδιαφέρον για να διεκδικήσουν την οφειλή. Η βασική δικαιολογία, που προβαλλόταν κάθε φορά που ένας ευσυνείδητος αρμόδιος Έλληνας έθετε το θέμα, ήταν ότι η εξόφληση των κατοχικών δανείων θα γινόταν οψέποτε θα υπογραφόταν η τελική συνθήκη ειρήνης. Η Γερμανία είχε διχοτομηθεί σε Δυτική και Ανατολική και η προϋπόθεση για την υπογραφή τέτοιας συνθήκης ειρήνης ήταν η επανένωσή της.
Το 1990, ως γνωστόν, ενοποιήθηκε η Γερμανία. Αλλά το ελληνικό κράτος ούτε τότε, ούτε αργότερα το έπραξε. Ως θέμα θα μπορούσε αυτό κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο ενός ειδικού δικαστηρίου. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι υπάρχουν ευθύνες για το πολιτικό σύστημα. Μόνο που στη χώρα μας αυτό το σύστημα είναι αρκετά περίπλοκο με ποικίλες διακλαδώσεις.
Ας ανοίξουμε μια παρένθεση και ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Σε μία μικρή πολιτεία της Δυτικής Μακεδονίας ανέλαβε κάποτε τη λειτουργία του τοπικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ένας δραστήριος επιχειρηματίας. Επρόκειτο για παραχώρηση προνομίου, που δόθηκε αρχικά για διάστημα μιας πενταετίας με δυνατότητα παρατάσεων. Στις 16 Οκτωβρίου 1941 ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο τότε κατοχικός πρωθυπουργός, παραχώρησε αυτό το μονοπωλιακό προνόμιο στον εν λόγω επιχειρηματία, αφού εκείνος κατά τους προηγούμενους μήνες είχε δραστηριοποιηθεί για να επιτύχει την άδεια. Ο κόπος του δεν είχε πάει χαμένος, ούτε η αγωνία του να ολοκληρώσει τη δουλειά έμεινε χωρίς αμοιβή.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ένα τοπικό εργοστάσιο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας είναι μια κερδοφόρα επιχείρηση χωρίς κανένα ρίσκο λόγω του μονοπωλιακού χαρακτήρα της. Ο επιχειρηματίας λογικά θα έπρεπε να είναι ευγνώμων προς τον Τσολάκογλου για μια τόσο σημαντική παραχώρηση, αλλά δεν μπορεί να πιστοποιηθεί αν διατηρούσε μια ιδιαίτερη σχέση, ούτε καν μια απλή γνωριμία μαζί του. Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι ούτε οι πιο φανατικοί εχθροί του στρατηγού, που συνέδεσε το όνομά του με τη συνθηκολόγηση και την κατοχική κυβέρνηση, δεν έχουν διατυπώσει καν υποψίες σε βάρος του για χρηματισμούς ή σκάνδαλα.
Πάντως ο ένας γιος του επιχειρηματία, γερμανομαθής ων, προσελήφθη από τις τοπικές γερμανικές αρχές κατοχής ως διερμηνέας τους. Γρήγορα στην κοινωνία της περιοχής έγινε γνωστός ως «μποτάκιας», διότι είχε τη συνήθεια να χρησιμοποιεί καθημερινά στρατιωτικές μπότες μέσα από το παντελόνι του.
Η ηλεκτρική επιχείρηση στη μικρή μακεδονική πόλη δεν έπαυσε να λειτουργεί ούτε όταν εγκατέλειψε την εξουσία ο Τσολάκογλου, ούτε όταν αποχώρησαν από την Ελλάδα οι Γερμανοί. Συνέχισε να λειτουργεί για πολλά ακόμα χρόνια, μέχρι τη μεταπολεμική ίδρυση της ΔΕΗ, η οποία επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Και επειδή συνέπεσε στην ίδια ακριβώς αυτή πόλη η ΔΕΗ να δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, το 1958 εξαγοράστηκαν οι εγκαταστάσεις από τους κληρονόμους του επιχειρηματία, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αποβιώσει.
Ο τότε πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής κατά την επίσκεψή του στην Πτολεμαΐδα το 1958, την εποχή που η ΔΕΗ εξαγόρασε το εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας που είχε αποκτήσει η οικογένεια Παπακωνσταντίνου το 1941.
Κατά σύμπτωση από τη χρονιά εκείνη ο γιος του επιχειρηματία άρχισε να πολιτεύεται, αποδεσμευμένος πλέον από τη διοίκηση των οικογενειακών επιχειρήσεων και τις ανάλογες φροντίδες. Από το 1958 είχε ενταχθεί στον κεντρώο χώρο, τον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, ο οποίος είχε μεγαλύτερες πιθανότητες πολιτικής ανέλιξης. Ωστόσο εκείνη την πρώτη φορά της εισόδου του στην εθνική πολιτική δεν κατόρθωσε να εκλεγεί, γεγονός που θα το επιτύχει από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Νοέμβριο 1954, στην πραγματικότητα είχε πάρει το πρώτο βάπτισμα της πολιτικής, διεκδικώντας το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου Θεσσαλονίκης, όπου ήρθε δεύτερος επιλαχών. Συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο του κατοχικού υπουργού Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, ο οποίος – ύστερα από μια παρατεταμένη φυγοδικία στο εξωτερικό και αφού είχε με νόμο παραγραφεί η εις θάνατον ποινή του – εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη για να διεκδικήσει τη δημαρχία. Ένας από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του ήταν ο νεαρός τότε υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος.
Ο υιός του επιχειρηματία της μικρής δυτικομακεδονικής πόλης ήταν τότε δικηγόρος εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Μετά το τέλος του πολέμου, η οικογενειακή άνεση του επέτρεψε να πραγματοποιήσει λαμπρές μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Το 1954 είχε συμπληρώσει τα 35 χρόνια του και βγάζοντας λόγο προς τους εκλογείς σε μια συνοικία της συμπρωτεύουσας, εξέφρασε τον θαυμασμό του προς τον ανεξάρτητο υποψήφιο Γκοτζαμάνη. Του έπλεξε το εγκώμιο, χαρακτηρίζοντάς τον ανεπιφύλακτα ως «τη μεγαλύτερη ζώσα πολιτική φυσιογνωμία» της Ελλάδος, ενώ σημειωτέον ζούσαν τότε ακόμη ο στρατάρχης Παπάγος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Στέφανος Στεφανόπουλος και πολλοί άλλοι, και ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν είχε αναδειχθεί σε ηγετική μορφή.
Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής[1]: «Ανέφερεν εν συνεχεία τας μεγάλας εθνικάς υπηρεσίας του υποψηφίου Δημάρχου και επανέλαβεν, ότι είναι τιμή διά την πόλιν, η οποία θα τον έχη ως πρώτον πολίτην της». Ήταν ο μόνος από τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους που εκφράστηκε τόσο μεγαλόπρεπα για τον πρώην κατοχικό υπουργό, αν και την εποχή εκείνη όλες σχεδόν οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, όπως και όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα πραγματοποίησαν σφοδρές επιθέσεις σε βάρος του υποψήφιου δημάρχου.
Ο Γκοτζαμάνης ήταν οπωσδήποτε το μεγάλο ίνδαλμά του. Και προφανώς θεωρούσε ότι οι μεγάλες εθνικές υπηρεσίες του συνδέονταν άμεσα με τα κατοχικά δάνεια, αν και καμιά συμφωνία με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς δεν έφερε ελληνική υπογραφή. Επρόκειτο για αποφάσεις των κυβερνήσεων του Άξονα που επιβλήθηκαν απλώς με το δίκαιο του ισχυροτέρου.
Η προσωπική αυτή ιστορία των μελών αυτής της εύπορης επαρχιακής οικογένειας, που με μια υπογραφή του στρατηγού Τσολάκογλου απέκτησαν μεγάλη περιουσία, συνεχίστηκε. Ο γιος του αείμνηστου πλέον επιχειρηματία συνέχισε την πολιτική δραστηριότητά του με μεταστροφή στον προοδευτικό χώρο και το 1961 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτης. Ο μικρότερος αδελφός του είχε προσληφθεί ως διευθυντικό στέλεχος της ΔΕΗ, η οποία είχε εξαγοράσει το οικογενειακό εργοστάσιο, και την ίδια χρονιά, το 1961, απέκτησε ένα αγόρι.
Και ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός προωθήθηκε, επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές 1963 και 1964 και έγινε μέλος της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, ο μικρότερος αδελφός – αν και δεν πολιτευόταν ο ίδιος – υπήρξε θύμα της χούντας, που στο μεταξύ είχε επικρατήσει, και απολύθηκε από τη θέση του στο πρώην οικογενειακό εργοστάσιο.
Μεσολάβησαν άλλες εξελίξεις, ο προοδευτικός πολιτικός προσχώρησε το 1979 στη Νέα Δημοκρατία και αργότερα, επί Μητσοτάκη, έγινε πάλι υπουργός. Ο αδελφός του πέθανε σχετικά νέος και ο υιός του τελευταίου, αφού σπούδασε οικονομικές επιστήμες και εργάστηκε στον ΟΟΣΑ, επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με την πολιτική.
Ανάμεσα στις πολλές συμπτώσεις, που υπάρχουν σ' αυτή τη μικρή οικογενειακή ιστορία, υπάρχουν και δύο ακόμη: Ο θείος ήταν υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, όταν η Ελλάδα – με την τυπική σύναψη συνθήκης ειρήνης μόλις ενοποιήθηκε η Γερμανία – θα μπορούσε, ως όφειλε, να διεκδικήσει τα κατοχικά δάνεια. Αλλά για λόγους που δεν έχουν αναφερθεί, αδιαφόρησε να το πράξει. Ο ανιψιός, ως υπουργός Οικονομικών στα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του εγγονού Γ. Παπανδρέου, το 2009-11, δεν ενδιαφέρθηκε ούτε τότε να αξιώσει τα ίδια κατοχικά δάνεια, τα οποία θα μπορούσαν να ανατρέψουν την πορεία προς την οικονομική καταστροφή και τη σύγχρονη χρεοκοπία. Αντ' αυτού, με βιαστικά βήματα και ανεπανάληπτη προθυμία παρέδωσε με την υπογραφή του την εθνική κυριαρχία.
Πρόκειται για την οικογένεια Παπακωνσταντίνου, της οποίας ο γενάρχης Γεώργιος Μ. Παπακωνσταντίνου είχε λάβει το μονοπώλιο της ηλεκτρικής παραγωγής και διανομής στην Πτολεμαΐδα τον Οκτώβριο του 1941 με υπογραφή του Τσολάκογλου[2]. Ο υιός γνώριζε πολύ καλά όλη την υπόθεση ως διατελέσας στενός συνεργάτης και ανεπιφύλακτος θαυμαστής του Γκοτζαμάνη, ενώ ο εγγονός – και αν υποτεθεί ότι ήταν αδαής για το θέμα, εφόσον δεν θα είχε ακούσει τίποτα στο οικογενειακό περιβάλλον του – όφειλε στα δύο χρόνια του ως υπουργός Οικονομικών να είναι ενημερωμένος. Σύμφωνα με γερμανικές εκτιμήσεις, η ελληνική απαίτηση από τη Γερμανία ανέρχεται σε εκατό περίπου δισεκατομμύρια ευρώ[3].
Τελικά η εθνική αξίωση για τα κατοχικά δάνεια κάποτε θα προβληθεί, ίσως όταν υπάρξουν πατριωτικότερες συνειδήσεις... Ή μήπως η ιστορία επαναλαμβάνεται;
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα «Η ελληνική οικονομία επί Κατοχής και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια». Ο Δ. Κούκουνας είναι ιστορικός συγγραφέας, ειδικευμένος στα κατοχικά θέματα.
http://aera2012.blogspot.com/2012/04/1941.html
makeleio.g
Επί επτά συναπτές δεκαετίες γίνεται πολύς και εκτενής λόγος για το ζήτημα των κατοχικών δανείων. Έχει αναλωθεί πολύ μελάνι και πολύς θυμός γύρω απ' αυτό. Έχουν λεχθεί πολλά και ποικίλα, άλλοτε εγγύτερα προς την πραγματικότητα και άλλοτε χωρίς να έχουν καμιά επαφή μ' αυτήν. Το ζήτημα είναι απολύτως υπαρκτό και εκείνο που είναι μοιραίο να προκαλεί πολυγνωμίες είναι το ύψος των δανείων.
Πρόκειται για χρηματικές προκαταβολές που εξαναγκάστηκε το ελληνικό κατοχικό κράτος να δίνει στους κατακτητές, ακριβώς ως δάνεια που επρόκειτο να εξοφληθούν μετά το τέλος του πολέμου. Η αξίωση αυτή δεν είναι ούτε επανορθώσεις ούτε αποζημιώσεις για θύματα και πάσης φύσεως απώλειες ή ζημίες. Καθαρά πρόκειται για νομική μορφή δανείου που όφειλε να επιστραφεί από τη μεταπολεμική γερμανική κυβέρνηση, ως νόμιμη διάδοχο του χιτλερικού καθεστώτος, το οποίο είχε δεσμευθεί να το πράξει. Αυτά ως προς τη Γερμανία, διότι ως προς την Ιταλία το θέμα έχει άλλη διάσταση.
Ο παλαιός πολιτικός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου (1919-2000), υιός του δαιμόνιου επιχειρηματία Γεωργίου Μ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος το 1941 απέκτησε από τον Τσολάκογλου το προνόμιο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Πτολεμαΐδα. Ο ίδιος υπηρέτησε ως διερμηνέας των Γερμανών στην Κοζάνη.
Ας μην σταθούμε στο πώς και στο γιατί εξαναγκάστηκαν οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις να πληρώσουν με το ταπεινό νόμισμα της δραχμής τα όσα ζητήθηκαν απ' αυτές, με αποτέλεσμα η χώρα να βυθιστεί στην οικονομική καταστροφή και την πείνα. Η Ελλάδα ήταν κατεχόμενη χώρα με την εθνική κυριαρχία της να έχει βαρύτατα πληγεί. Ο λαός της τελούσε υπό καθεστώς πρωτοφανούς βίας από τις δυνάμεις κατοχής.
Ο Γερμανός φρούραρχος Πτολεμαΐδας φον Λάνγκε, αξιωματικός των Ες Ες.
Καλώς ή κακώς επί των ημερών μιας κατοχικής κυβέρνησης δημιουργήθηκε ένα είδος δανειακής σύμβασης, η οποία όριζε ότι το ποσόν που είχαν αρπάξει οι κατακτητές θα επιστρεφόταν όταν θα τελείωνε ο πόλεμος. Αλλά οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν επέδειξαν το ανάλογο ενδιαφέρον για να διεκδικήσουν την οφειλή. Η βασική δικαιολογία, που προβαλλόταν κάθε φορά που ένας ευσυνείδητος αρμόδιος Έλληνας έθετε το θέμα, ήταν ότι η εξόφληση των κατοχικών δανείων θα γινόταν οψέποτε θα υπογραφόταν η τελική συνθήκη ειρήνης. Η Γερμανία είχε διχοτομηθεί σε Δυτική και Ανατολική και η προϋπόθεση για την υπογραφή τέτοιας συνθήκης ειρήνης ήταν η επανένωσή της.
Το 1990, ως γνωστόν, ενοποιήθηκε η Γερμανία. Αλλά το ελληνικό κράτος ούτε τότε, ούτε αργότερα το έπραξε. Ως θέμα θα μπορούσε αυτό κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο ενός ειδικού δικαστηρίου. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι υπάρχουν ευθύνες για το πολιτικό σύστημα. Μόνο που στη χώρα μας αυτό το σύστημα είναι αρκετά περίπλοκο με ποικίλες διακλαδώσεις.
Ας ανοίξουμε μια παρένθεση και ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Σε μία μικρή πολιτεία της Δυτικής Μακεδονίας ανέλαβε κάποτε τη λειτουργία του τοπικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ένας δραστήριος επιχειρηματίας. Επρόκειτο για παραχώρηση προνομίου, που δόθηκε αρχικά για διάστημα μιας πενταετίας με δυνατότητα παρατάσεων. Στις 16 Οκτωβρίου 1941 ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο τότε κατοχικός πρωθυπουργός, παραχώρησε αυτό το μονοπωλιακό προνόμιο στον εν λόγω επιχειρηματία, αφού εκείνος κατά τους προηγούμενους μήνες είχε δραστηριοποιηθεί για να επιτύχει την άδεια. Ο κόπος του δεν είχε πάει χαμένος, ούτε η αγωνία του να ολοκληρώσει τη δουλειά έμεινε χωρίς αμοιβή.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ένα τοπικό εργοστάσιο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας είναι μια κερδοφόρα επιχείρηση χωρίς κανένα ρίσκο λόγω του μονοπωλιακού χαρακτήρα της. Ο επιχειρηματίας λογικά θα έπρεπε να είναι ευγνώμων προς τον Τσολάκογλου για μια τόσο σημαντική παραχώρηση, αλλά δεν μπορεί να πιστοποιηθεί αν διατηρούσε μια ιδιαίτερη σχέση, ούτε καν μια απλή γνωριμία μαζί του. Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι ούτε οι πιο φανατικοί εχθροί του στρατηγού, που συνέδεσε το όνομά του με τη συνθηκολόγηση και την κατοχική κυβέρνηση, δεν έχουν διατυπώσει καν υποψίες σε βάρος του για χρηματισμούς ή σκάνδαλα.
Πάντως ο ένας γιος του επιχειρηματία, γερμανομαθής ων, προσελήφθη από τις τοπικές γερμανικές αρχές κατοχής ως διερμηνέας τους. Γρήγορα στην κοινωνία της περιοχής έγινε γνωστός ως «μποτάκιας», διότι είχε τη συνήθεια να χρησιμοποιεί καθημερινά στρατιωτικές μπότες μέσα από το παντελόνι του.
Η ηλεκτρική επιχείρηση στη μικρή μακεδονική πόλη δεν έπαυσε να λειτουργεί ούτε όταν εγκατέλειψε την εξουσία ο Τσολάκογλου, ούτε όταν αποχώρησαν από την Ελλάδα οι Γερμανοί. Συνέχισε να λειτουργεί για πολλά ακόμα χρόνια, μέχρι τη μεταπολεμική ίδρυση της ΔΕΗ, η οποία επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Και επειδή συνέπεσε στην ίδια ακριβώς αυτή πόλη η ΔΕΗ να δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, το 1958 εξαγοράστηκαν οι εγκαταστάσεις από τους κληρονόμους του επιχειρηματία, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αποβιώσει.
Ο τότε πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής κατά την επίσκεψή του στην Πτολεμαΐδα το 1958, την εποχή που η ΔΕΗ εξαγόρασε το εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας που είχε αποκτήσει η οικογένεια Παπακωνσταντίνου το 1941.
Κατά σύμπτωση από τη χρονιά εκείνη ο γιος του επιχειρηματία άρχισε να πολιτεύεται, αποδεσμευμένος πλέον από τη διοίκηση των οικογενειακών επιχειρήσεων και τις ανάλογες φροντίδες. Από το 1958 είχε ενταχθεί στον κεντρώο χώρο, τον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, ο οποίος είχε μεγαλύτερες πιθανότητες πολιτικής ανέλιξης. Ωστόσο εκείνη την πρώτη φορά της εισόδου του στην εθνική πολιτική δεν κατόρθωσε να εκλεγεί, γεγονός που θα το επιτύχει από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Νοέμβριο 1954, στην πραγματικότητα είχε πάρει το πρώτο βάπτισμα της πολιτικής, διεκδικώντας το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου Θεσσαλονίκης, όπου ήρθε δεύτερος επιλαχών. Συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο του κατοχικού υπουργού Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, ο οποίος – ύστερα από μια παρατεταμένη φυγοδικία στο εξωτερικό και αφού είχε με νόμο παραγραφεί η εις θάνατον ποινή του – εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη για να διεκδικήσει τη δημαρχία. Ένας από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του ήταν ο νεαρός τότε υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος.
Ο υιός του επιχειρηματία της μικρής δυτικομακεδονικής πόλης ήταν τότε δικηγόρος εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Μετά το τέλος του πολέμου, η οικογενειακή άνεση του επέτρεψε να πραγματοποιήσει λαμπρές μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Το 1954 είχε συμπληρώσει τα 35 χρόνια του και βγάζοντας λόγο προς τους εκλογείς σε μια συνοικία της συμπρωτεύουσας, εξέφρασε τον θαυμασμό του προς τον ανεξάρτητο υποψήφιο Γκοτζαμάνη. Του έπλεξε το εγκώμιο, χαρακτηρίζοντάς τον ανεπιφύλακτα ως «τη μεγαλύτερη ζώσα πολιτική φυσιογνωμία» της Ελλάδος, ενώ σημειωτέον ζούσαν τότε ακόμη ο στρατάρχης Παπάγος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Στέφανος Στεφανόπουλος και πολλοί άλλοι, και ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν είχε αναδειχθεί σε ηγετική μορφή.
Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής[1]: «Ανέφερεν εν συνεχεία τας μεγάλας εθνικάς υπηρεσίας του υποψηφίου Δημάρχου και επανέλαβεν, ότι είναι τιμή διά την πόλιν, η οποία θα τον έχη ως πρώτον πολίτην της». Ήταν ο μόνος από τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους που εκφράστηκε τόσο μεγαλόπρεπα για τον πρώην κατοχικό υπουργό, αν και την εποχή εκείνη όλες σχεδόν οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, όπως και όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα πραγματοποίησαν σφοδρές επιθέσεις σε βάρος του υποψήφιου δημάρχου.
Ο Γκοτζαμάνης ήταν οπωσδήποτε το μεγάλο ίνδαλμά του. Και προφανώς θεωρούσε ότι οι μεγάλες εθνικές υπηρεσίες του συνδέονταν άμεσα με τα κατοχικά δάνεια, αν και καμιά συμφωνία με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς δεν έφερε ελληνική υπογραφή. Επρόκειτο για αποφάσεις των κυβερνήσεων του Άξονα που επιβλήθηκαν απλώς με το δίκαιο του ισχυροτέρου.
Η προσωπική αυτή ιστορία των μελών αυτής της εύπορης επαρχιακής οικογένειας, που με μια υπογραφή του στρατηγού Τσολάκογλου απέκτησαν μεγάλη περιουσία, συνεχίστηκε. Ο γιος του αείμνηστου πλέον επιχειρηματία συνέχισε την πολιτική δραστηριότητά του με μεταστροφή στον προοδευτικό χώρο και το 1961 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτης. Ο μικρότερος αδελφός του είχε προσληφθεί ως διευθυντικό στέλεχος της ΔΕΗ, η οποία είχε εξαγοράσει το οικογενειακό εργοστάσιο, και την ίδια χρονιά, το 1961, απέκτησε ένα αγόρι.
Και ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός προωθήθηκε, επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές 1963 και 1964 και έγινε μέλος της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, ο μικρότερος αδελφός – αν και δεν πολιτευόταν ο ίδιος – υπήρξε θύμα της χούντας, που στο μεταξύ είχε επικρατήσει, και απολύθηκε από τη θέση του στο πρώην οικογενειακό εργοστάσιο.
Μεσολάβησαν άλλες εξελίξεις, ο προοδευτικός πολιτικός προσχώρησε το 1979 στη Νέα Δημοκρατία και αργότερα, επί Μητσοτάκη, έγινε πάλι υπουργός. Ο αδελφός του πέθανε σχετικά νέος και ο υιός του τελευταίου, αφού σπούδασε οικονομικές επιστήμες και εργάστηκε στον ΟΟΣΑ, επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με την πολιτική.
Ανάμεσα στις πολλές συμπτώσεις, που υπάρχουν σ' αυτή τη μικρή οικογενειακή ιστορία, υπάρχουν και δύο ακόμη: Ο θείος ήταν υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, όταν η Ελλάδα – με την τυπική σύναψη συνθήκης ειρήνης μόλις ενοποιήθηκε η Γερμανία – θα μπορούσε, ως όφειλε, να διεκδικήσει τα κατοχικά δάνεια. Αλλά για λόγους που δεν έχουν αναφερθεί, αδιαφόρησε να το πράξει. Ο ανιψιός, ως υπουργός Οικονομικών στα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του εγγονού Γ. Παπανδρέου, το 2009-11, δεν ενδιαφέρθηκε ούτε τότε να αξιώσει τα ίδια κατοχικά δάνεια, τα οποία θα μπορούσαν να ανατρέψουν την πορεία προς την οικονομική καταστροφή και τη σύγχρονη χρεοκοπία. Αντ' αυτού, με βιαστικά βήματα και ανεπανάληπτη προθυμία παρέδωσε με την υπογραφή του την εθνική κυριαρχία.
Πρόκειται για την οικογένεια Παπακωνσταντίνου, της οποίας ο γενάρχης Γεώργιος Μ. Παπακωνσταντίνου είχε λάβει το μονοπώλιο της ηλεκτρικής παραγωγής και διανομής στην Πτολεμαΐδα τον Οκτώβριο του 1941 με υπογραφή του Τσολάκογλου[2]. Ο υιός γνώριζε πολύ καλά όλη την υπόθεση ως διατελέσας στενός συνεργάτης και ανεπιφύλακτος θαυμαστής του Γκοτζαμάνη, ενώ ο εγγονός – και αν υποτεθεί ότι ήταν αδαής για το θέμα, εφόσον δεν θα είχε ακούσει τίποτα στο οικογενειακό περιβάλλον του – όφειλε στα δύο χρόνια του ως υπουργός Οικονομικών να είναι ενημερωμένος. Σύμφωνα με γερμανικές εκτιμήσεις, η ελληνική απαίτηση από τη Γερμανία ανέρχεται σε εκατό περίπου δισεκατομμύρια ευρώ[3].
Τελικά η εθνική αξίωση για τα κατοχικά δάνεια κάποτε θα προβληθεί, ίσως όταν υπάρξουν πατριωτικότερες συνειδήσεις... Ή μήπως η ιστορία επαναλαμβάνεται;
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα «Η ελληνική οικονομία επί Κατοχής και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια». Ο Δ. Κούκουνας είναι ιστορικός συγγραφέας, ειδικευμένος στα κατοχικά θέματα.
http://aera2012.blogspot.com/2012/04/1941.html
makeleio.g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου