Στην υπόθεση της Ολυμπιονίκου Σοφίας Μπεκατώρου υπάρχει ένα γεγονός ακόμη πιο συγκλονιστικό από αυτήν καθαυτή την καταγγελία – αποκάλυψη για την σεξουαλική βία που υπέστη. Και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι μετά το τόλμημα της αποκάλυψης, το θύμα χρειάστηκε να δώσει εξηγήσεις γιατί «σιώπησε για πάνω από είκοσι χρόνια».
Πρόκειται για τον βιασμό μετά τον βιασμό. Εξηγεί γιατί τα θύματα του βιασμού δύσκολα καταγγέλλουν. Και αποδεικνύει ότι ακόμη και στις μέρες μας τα θύματα του βιασμού δεν έχουν ίσα δικαιώματα.
Και δεν πρόκειται για αντίληψη που επικρατεί μόνο μεταξύ των σεξιστών – οι οποίοι έτσι κι’ αλλιώς κυκλοφορούν ανάμεσά μας –
και των μισογύνηδων ή αυτών που πάντα ψάχνουν να βρουν κάτι σε βάρος του θύματος ή αυτών που αναζητούν το επόμενο θύμα τους στο περιβάλλον που «εξουσιάζουν».Δυστυχώς, παράλληλα με την παλαιά μισογυνική αντίληψη του τύπου «δεν μπορεί, κάπως θα τον προκάλεσε κι’ αυτή, θα κούνησε την ουρά της», τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί και μια «προοδευτική» χαλαρότητα ως προς τους δράστες διαφόρων εγκλημάτων. Με αποτέλεσμα να καταβάλλεται προσπάθεια να μειωθεί η απαξία μιας πράξης, προκειμένου να επιτευχθεί μια ψευδεπίγραφη υπεράσπιση άλλων «δικαιωμάτων».
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός. Ούτε καν δύο χρόνια. Από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε στη διαβούλευση, τον Μάρτιο του 2019, το νέο Ποινικό Κώδικα, όπως αυτός είχε διατυπωθεί από νομοπαρασκευαστική επιτροπή, που είχε συσταθεί το 2015.
Τότε, στο περίφημο άρθρο 336, κατά την διατύπωση του ορισμού του βιασμού, αυτός συνδεόταν με βάση την βία και όχι με την απουσία της συναίνεσης, όπως άλλωστε επιβάλλει και η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την βία κατά των γυναικών. Είχε κι’ άλλα πολλά εκείνο το νομοθέτημα, αλλά θα περιοριστώ στο συγκεκριμένο.
Θυμίζω ότι αυτός ο Ποινικός Κώδικας ψηφίστηκε άρον άρον και ενώ είχαν ανακοινωθεί οι εκλογές. Προκειμένου να συμβεί αυτό παρατάθηκαν κατά μία εβδομάδα οι εργασίες της Βουλής. Η συζήτηση άρχισε στις 3 Ιουνίου στην αρμόδια Επιτροπή και ο νέος Ποινικός Κώδικας ψηφίστηκε στις 6 Ιουνίου 2019.
Βάσει του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα, όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της, τιμωρείτο με κάθειρξη, ενώ αν η πράξη είχε γίνει από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού, επιβαλλόταν κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Δηλαδή, επρόκειτο για κακούργημα.
Στο νέο Ποινικό Κώδικα, είχε εισαχθεί η παράγραφος 5, σύμφωνα με την οποία, ο βιασμός που επιτυγχάνεται όχι με σωματική, αλλά με απειλή παράνομης πράξης, δηλαδή, με ψυχολογική βία, υποβιβαζόταν σε πλημμέλημα, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών έως πέντε ετών.
Με λίγα λόγια: Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή που ετοίμασε τον νέο Ποινικό Κώδικα που ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε στη Βουλή κρατούσε τον βιασμό ως κακούργημα μόνο στην περίπτωση που αυτός είχε συντελεστεί με την άσκηση σωματικής βίας και μετέτρεπε σε πλημμέλημα τον βιασμό που έρχεται ως αποτέλεσμα ψυχολογικής βίας και καταναγκασμού. Αφαιρούσε δηλαδή από τον ορισμό του βιασμού την έννοια της απουσίας της συναίνεσης. Οπότε η βιασθείσα θα έπρεπε να είναι σε θέση να προσκομίσει σημάδια βίας μόνο στο σώμα της και όχι στην ψυχή της.
Δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες υπέστη την σεξουαλική βία η Ολυμπιονίκης. Με τις αποκαλύψεις της, όμως, καθίσταται σαφές πως αν η συγκεκριμένη διάταξη παρέμενε, τότε θα έπεφταν στα μαλακά όλοι εκείνοι που ασκούν ψυχολογική βία χρησιμοποιώντας τη θέση και το αξίωμά τους.
Αφαίρεσαν την συναίνεση, αγνόησαν την Σύμβαση
Προκύπτει έτσι πως μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή – δηλαδή επιστήμονες εγνωσμένου κύρους και όχι ο οποιοσδήποτε ιδεοληπτικός μισογύνης – αποφάσισε πως μπορούσε να αποσυνδέσει τη συναίνεση από τον ορισμό του βιασμού και πως μπορούσε επίσης να αγνοήσει έναν νόμο του Κράτους, δηλαδή την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης. (4531/2018).
Και όχι μόνο αυτό: Ο ΣΥΡΙΖΑ που μετά βαΐων και κλάδων έφερε προς ψήφιση την συγκεκριμένη Σύμβαση (η οποία ψηφίστηκε με ευρύτατη πλειοψηφία), θεώρησε ότι μπορούσε να φέρει στη Βουλή νομοθέτημα που θα την αγνοούσε.
Στο άρθρο 36 της Σύμβασης (γνωστής ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), η οποία κατά το Σύνταγμα έχει υπερνομοθετική ισχύ, τα Μέρη υποχρεώνονται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την ποινικοποίηση μιας σειράς πράξεων που παραπέμπουν σε σεξουαλική βία μεταξύ των οποίων και οι μη συναινετικές πράξεις σεξουαλικού χαρακτήρα.
Προβλέπει επίσης ότι η συναίνεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των περιστάσεων.
Επομένως, στις περιπτώσεις που μας απασχολούν αυτές τις μέρες τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Και άρα, πολύ πιο σοβαρά.
Από τον Μάρτιο ως τον Ιούνιο του 2019, ιδρώσαμε για να αλλάξουμε την διάταξη.
Μπροστά στον σάλο, την τελευταία στιγμή, λίγο πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, στις 6 Ιουνίου 2019, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης κ. Καλογήρου, έφερε μια νομοτεχνική βελτίωση, επειδή, όπως ανέφερε, «το θέμα απασχόλησε ευρέως την κοινή γνώμη και δημιουργήθηκε ένα κοινωνικό αίτημα και μια εσφαλμένη εντύπωση ότι ο βιασμός γίνεται πλημμέλημα».
Όπως επίσης είχε πει, με την συναίνεση της επιτροπής, η νέα διάταξη (παράγραφος 5 του άρθρου 336) διατυπώθηκε ως εξής: «Όποιος επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη».
Και κατέληξε: «Τελειώσαμε και με αυτό και παρακαλώ να χαιρετιστεί ότι η νομοπαρασκευαστική επιτροπή αφουγκράστηκε και εργάστηκε να δώσει λύση».
Να τους λέγαμε και ευχαριστώ, δηλαδή!
«Χαμηλότερη ένταση» βίας και ποινών
Τον Νοέμβριο του 2019, μαζί με μια σειρά αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, αυστηροποιήθηκαν οι ποινές. Έτσι, ενώ για τον βιασμό προβλεπόταν κάθειρξη 5 έως 15 έτη, με τη νέα διάταξη που ισχύει σήμερα ο βιασμός τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών. Δηλαδή, έφυγαν από τη μέση τα πέντε χρόνια. Επίσης, εάν ο βιασμός έγινε από 2 ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού, αντί για 10 ως 15 έτη, η ποινή μεταβλήθηκε σε ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη 10 ως 15 χρόνια.
Σημειώστε επίσης ότι η «προεκλογική» συζήτηση για τον Ποινικό Κώδικα, καθώς και η ψηφοφορία, έγινε με την απουσία της Νέας Δημοκρατίας, ενώ το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ κατήγγειλαν και αποχώρησαν τόσο από την συζήτηση όσο και από την ψηφοφορία. Ο Π.Κ. υπερψηφίστηκε τότε (6 Ιουνίου 2019) μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ και το Ποτάμι.
Είχε στο μεταξύ γίνει η αλλαγή, αλλά μια μόλις ημέρα πριν, στις 5 Ιουνίου 2019, το υπουργείο, «με αφορμή τις αντιδράσεις», όπως αναφερόταν, διευκρίνιζε ότι για να θεωρηθεί κακούργημα η ψυχολογική βία, αυτή έπρεπε να έχει ασκηθεί κατά του θύματος, μέσω της έκφρασης απειλής σοβαρού και άμεσου κινδύνου για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα.
Ενώ, «όταν στο θύμα ασκείται ψυχολογική βία χαμηλότερης έντασης, όταν δηλαδή απειλείται με άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη και εξαναγκάζεται έτσι σε γενετήσια πράξη με τον δράστη, τότε επιβάλλεται ποινή από 3 έως 5 έτη».
Επέμεναν δηλαδή ότι πρέπει να γίνεται διαχωρισμός! Και είχαν εφεύρει και την «χαμηλότερη ένταση». Ενώ αυτή η «χαμηλότερη ένταση» είναι και η πιο συχνή, όπως προκύπτει και από τις αποκαλύψεις άλλων αθλητριών, που τόλμησαν κι’ αυτές να μιλήσουν μετά την Μπεκατώρου.
Και εδώ βρίσκεται το «ζουμί» αυτής της λογικής: Στην «άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη», που δεν περιλαμβάνει άσκηση σωματικής βίας, αλλά είναι εξίσου ύπουλη και με το ίδιο αποτέλεσμα.
Υπάρχουν, λοιπόν, σ’ αυτήν την χώρα λειτουργοί της νομικής επιστήμης και της πολιτικής που υποστηρίζουν πως… εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα υποχρεωθεί μια κοπέλα να υποστεί την κτηνωδία. Και αν αυτός είναι «χαμηλότερης έντασης» τότε και η τιμωρία είναι «χαμηλότερης έντασης».
Ωστόσο, μια τέτοια άποψη αποτελεί την χειρότερη μορφή νομιμοποίησης εκβιαστικών συμπεριφορών, οι οποίες διαιωνίζονται μέσα από αυτήν την χαλαρή αντιμετώπιση.
Συμπέρασμα: Ο ΣΥΡΙΖΑ, που πάντα αρέσκεται να παριστάνει τον τιμητή των άλλων, είχε δεχθεί να αφαιρεθεί από τον ορισμό του βιασμού η έννοια της συναίνεσης και υποχώρησε μόνο ενώπιον της γενικής κατακραυγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου