Ο Κόρδακας είναι ένας Αρχαίος Ελληνικός προκλητικός, άσεμνος χορός, της αρχαίαςκωμωδίας.[1]
Είναι η παλαιότερη μορφή του τσιφτετελιού και θεωρούνταν χιουμοριστικός ως χυδαίος. Ο Αθήναιος τον βάζει μαζί με την υπορχηματική όρχηση, προσθέτοντας ότι και οι δύο είναι "παιγνιώδεις" (ΙΔ' 630Ε, 28), ενώ λέει: "Ο μεν κόρδαξ παρ' Έλλησι φορτικός", δηλαδή "Ο κόρδακας είναι στους Έλληνες, χυδαίος". Ο Πολυδεύκης (IV, 99) τον χαρακτηρίζει κωμικό λέγοντας: "Είδη δε ορχημάτων, εμμέλεια τραγική, κόρδακες κωμικοί, σικιννίς σατυρική", ενώ η Σούδα γράφει: "κορδακίζειν· αισχρώς ορχείται. Κόρδαξ γαρ είδος ορχήσεως κωμικής". Η εκτέλεση του κόρδακα λεγόταν κορδακισμός και κορδάκισμα και χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του άσεμνου χορού, ενώ ο χορευτής του κόρδακα ονομάζονταν κορδακιστής.
.Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και την περίοδο των Βυζαντινών χρόνων, παρ’ ότι η στάση της Ορθόδοξης –όπως και της Καθολικής – Εκκλησίας υπήρξε εχθρική απέναντι στους χορευτές, κάποιοι από τους αρχαίους ρυθμούς επιβίωσαν και ενσωματώθηκαν από τα λαϊκά κυρίως στρώματα στις καθημερινές τους εκδηλώσεις.
Έτσι οι χοροί αυτής της περιόδου εξακολουθούν να παραμένουν «κύκλιοι» με στοιχεία που παραπέμπουν άμεσα στην σημερινή παραδοσιακή χορευτική πρακτική. Ο «συρτός» των Βυζαντινών για παράδειγμα, χορευόταν από πολλούς χορευτές, με λαβή από τις παλάμες ή με μαντίλια ενδιάμεσα και με τον καιρό εξελίχτηκε σε μικτό χορό.Επιβίωσαν ακόμα την εποχή εκείνη ο «Πυρρίχιος» και «Κόρδακας», ένας αρχαίος άσεμνος χορός που εκτελούταν από υποκριτές του θεάτρου.
Άλλοι προσπαθούν να τεκμηριώσουν την καταγωγή του στην Κεντρική Ασία. H ετυμολογία του πιθανότατα προέρχεται από τό ότι παιζόταν κάποτε σέ διπλή (τσιφτέ) χορδή (τέλι). Δηλαδή, οι παλιοί Έλληνες Μικρασιάτες και γενικά Ανατολίτες μουσικοί, τοποθετούσαν τις 2 ψηλότερες χορδές του βιολιού κοντά-κοντά και τις χόρδιζαν στην ίδια νότα με διαφορά οκτάβας (συνήθως ρε΄-ρε΄΄) ώστε η μελωδία να παίζεται με οκτάβες και να ηχεί ενισχυμένη («Tsifte-Teli»). Η Βυζαντινή μουσική στην κλίμακα του χορού, είναι φανερή. Τον χορεύουν ζευγάρια. Στους ρεμπέτικους χορούς, μόνο στο «τσιφτετέλι» χαμογελούν περισσότερο. Όταν χορεύεται από γυναίκα "σόλο", αυτό γίνεται πάνω σε τραπέζι γεμάτο πιάτα (για να μην μπορεί να κάνει βηματισμούς, αλλά μόνο να σείει το στήθος, τη μέση και τους γλουτούς...) ενώ η παρέα συνοδεύει με ρυθμικά παλαμάκια. Όταν η ρυθμική αγωγή του χορού είναι σε 4/4, το συνοδευτικό ρυθμικό σχήμα εμφανίζεται συνήθως ως: 1/8-2/16+2/8+2/8+1/4.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι και οι νέες Ελληνίδες συνεχίζουν επάξια την πανάρχαια παράδοση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου