Μπάμπης Κούτρας
Η ταυτόχρονη διατάραξη του κλίματος στις διμερείς σχέσεις με Αλβανία, Σκόπια και Τουρκία δεν πρέπει να αιφνιδιάζει κανέναν. Πρόκειται για μια προβλέψιμη εξέλιξη στον διαχρονικό κύκλο: κρίση - ύφεση - κρίση με τους γείτονες
Οι προκλήσεις Ερντογάν με τη Μονή της Χώρας και τα θαλάσσια πάρκα, πριν
από την σημερινή επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αγκυρα, η «πονηρή»
συγκέντρωση του Ράμα στην Αθήνα και η νίκη των εθνικιστών του VMRO στα
Σκόπια αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά ότι θα καθυστερήσουμε λίγο να
γίνουμε... Βέλγιο, όπως εξακολουθούν να ονειρεύονται ορισμένοι εδώ στην
Ελλάδα λόγω άγνοιας, αφέλειας ή μικροπολιτικής σκοπιμότητας. Αποτελεί
για όλους μια σκληρή αλλά και χρήσιμη προσγείωση στην πραγματικότητα.
Ούτε έξι χρόνια δεν πέρασαν από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και ξαφνικά μπαίνει σε φάση αμφισβήτησης η πιο βασική διάταξη που αφορά τη συνταγματική ονομασία της «Βόρειας Μακεδονίας». Η ορκωμοσία της νέας προέδρου της χώρας Γκορντάνα Σιλιάνιοφσκα-Ντάφκοβα και η υλοποίηση των προεκλογικών της δεσμεύεσεων πλήττει τον πυρήνα της συμφωνίας και οι συνέπειες είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Εκείνοι που προέβλεπαν ότι τα Σκόπια θα εξελίσσονταν σε περιφέρεια ισχυρής οικονομικής επιρροής από την Ελλάδα διαψεύστηκαν, ενώ ήδη καθυστερούν σημαντικά τα τεχνικά θέματα υλοποίησης της συμφωνίας. Αντίθετα όσοι από την πρώτη στιγμή εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για τη βιωσιμότητά της δικαιώνονται. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα βρεθούμε να παίζουμε εκ νέου το χαρτί του βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τα βασικά λάθη όσων προτείνουν εθνικούς συμβιβασμούς είναι ότι εξακολουθούν να βλέπουν τα εθνικά προβλήματα ως «στιγμιαία υπόθεση», αποκομμένα από την ιστορική τους κλιμάκωση και κυρίως να υποεκτιμούν τη μελλοντική τους εξέλιξη. Πέφτουν στην παγίδα της προσωρινής ύφεσης, παραβλέποντας πως οι πληγές που έκλεισαν σήμερα μπορούν αύριο να ξανανοίξουν πολύ εύκολα. Μόνο και μόνο η λαϊκίστικη υποδαύλιση των παθών και διεκδικήσεων από έναν πολιτικό αρχηγό για ψηφοθηρικούς λόγους είναι αρκετή. Η ομιλία του Αλβανού πρωθυπουργού στην Αθήνα, δήθεν για προεκλογικούς λόγους, ενώ οι κάλπες στην Αλβανία θα στηθούν σε ένα χρόνο, υπηρετεί ακριβώς αυτή τη σκοπιμότητα. Στην πραγματικότητα είναι η «απάντηση» στην υποψηφιότητα Φρέντυ Μπελέρη με τη Νέα Δημοκρατία για την Ευρωβουλή και κρύβει πίσω της την καταπάτηση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας και τις μυστικές συμφωνίες με την Τουρκία για στρατιωτική συνεργασία.
Τη συγκυρία ήρθε να συμπληρώσει ο τρόπος με τον οποίο ο Ταγίπ Ερντογάν επιχείρησε να υπονομεύσει μόνος του τη συνάντηση με τον Μητσοτάκη. Η μετατροπή της ιστορικής Μονής της Χώρας σε τζαμί ήρθε να προστεθεί στην αμφισβήτηση του δικαιώματος της Ελλάδας για την οριοθέτηση ενός μεγάλου θαλάσσιου πάρκου στην καρδιά του Αιγαίου. Πρόκειται για τη γνωστή τουρκική τακτική να προσθέτει προβλήματα και αξιώσεις στη διένεξή της με την Ελλάδα, με προφανή στόχο να εκμηδενίσει κάθε πιθανότητα προώθησης του διαλόγου και της εξεύρεσης λύσης στα υπαρκτά προβλήματα (υφαλοκρηπίδα και χάραξη θαλασσίων ζωνών).
Στα εύλογα ερωτήματα «γιατί συμμετέχει η Ελλάδα σ’ αυτό το παιχνίδι;» και γιατί... νομιμοποιεί με τη στάση της τις τουρκικές διεκδικήσεις, η απάντηση είναι προφανής. Εχει λόγους στρατηγικής να το κάνει. Αφενός για να κερδίζει χρόνο και αφετέρου για να κρατάει σε ήρεμα νερά την κατάσταση στο Αιγαίο. Ο χρόνος είναι απαραίτητος για να συνεχίζει η Ελλάδα την αμυντική της θωράκιση (ο μόνος ουσιαστικός αποτρεπτικός παράγοντας της τουρκικής προκλητικότητας), να προωθεί διπλωματικά τις θέσεις της σε Ευρώπη, ΗΠΑ, διεθνείς οργανισμούς, να ελέγχει τις μεταναστευτικές ροές, αλλά και τις προκλήσεις από την Τουρκία στον εναέριο χώρο, όπως συμβαίνει τους τελευταίους 15 μήνες.
Στα εθνικά θέματα πρέπει να παραμείνουμε ρεαλιστές. Δεν νομίζω να υπάρχει έστω και ένας στην κυβέρνηση που πιστεύει ότι μπορεί να φτάσουμε στην επίλυση των διαφορών με την Τουρκία. Ως χώρα πρέπει να κατανοήσουμε ότι θα εξακολουθήσουμε να ζούμε με γείτονες τον Ερντογάν, τον Ράμα και τους Σκοπιανούς. Δεν χρειαζόμαστε υποχωρήσεις από τις πάγιες εθνικές θέσεις, ούτε κατευναστική πολιτική, αλλά διαρκή ετοιμότητα για καλό και για κακό.
Ούτε έξι χρόνια δεν πέρασαν από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και ξαφνικά μπαίνει σε φάση αμφισβήτησης η πιο βασική διάταξη που αφορά τη συνταγματική ονομασία της «Βόρειας Μακεδονίας». Η ορκωμοσία της νέας προέδρου της χώρας Γκορντάνα Σιλιάνιοφσκα-Ντάφκοβα και η υλοποίηση των προεκλογικών της δεσμεύεσεων πλήττει τον πυρήνα της συμφωνίας και οι συνέπειες είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Εκείνοι που προέβλεπαν ότι τα Σκόπια θα εξελίσσονταν σε περιφέρεια ισχυρής οικονομικής επιρροής από την Ελλάδα διαψεύστηκαν, ενώ ήδη καθυστερούν σημαντικά τα τεχνικά θέματα υλοποίησης της συμφωνίας. Αντίθετα όσοι από την πρώτη στιγμή εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για τη βιωσιμότητά της δικαιώνονται. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα βρεθούμε να παίζουμε εκ νέου το χαρτί του βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τα βασικά λάθη όσων προτείνουν εθνικούς συμβιβασμούς είναι ότι εξακολουθούν να βλέπουν τα εθνικά προβλήματα ως «στιγμιαία υπόθεση», αποκομμένα από την ιστορική τους κλιμάκωση και κυρίως να υποεκτιμούν τη μελλοντική τους εξέλιξη. Πέφτουν στην παγίδα της προσωρινής ύφεσης, παραβλέποντας πως οι πληγές που έκλεισαν σήμερα μπορούν αύριο να ξανανοίξουν πολύ εύκολα. Μόνο και μόνο η λαϊκίστικη υποδαύλιση των παθών και διεκδικήσεων από έναν πολιτικό αρχηγό για ψηφοθηρικούς λόγους είναι αρκετή. Η ομιλία του Αλβανού πρωθυπουργού στην Αθήνα, δήθεν για προεκλογικούς λόγους, ενώ οι κάλπες στην Αλβανία θα στηθούν σε ένα χρόνο, υπηρετεί ακριβώς αυτή τη σκοπιμότητα. Στην πραγματικότητα είναι η «απάντηση» στην υποψηφιότητα Φρέντυ Μπελέρη με τη Νέα Δημοκρατία για την Ευρωβουλή και κρύβει πίσω της την καταπάτηση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας και τις μυστικές συμφωνίες με την Τουρκία για στρατιωτική συνεργασία.
Τη συγκυρία ήρθε να συμπληρώσει ο τρόπος με τον οποίο ο Ταγίπ Ερντογάν επιχείρησε να υπονομεύσει μόνος του τη συνάντηση με τον Μητσοτάκη. Η μετατροπή της ιστορικής Μονής της Χώρας σε τζαμί ήρθε να προστεθεί στην αμφισβήτηση του δικαιώματος της Ελλάδας για την οριοθέτηση ενός μεγάλου θαλάσσιου πάρκου στην καρδιά του Αιγαίου. Πρόκειται για τη γνωστή τουρκική τακτική να προσθέτει προβλήματα και αξιώσεις στη διένεξή της με την Ελλάδα, με προφανή στόχο να εκμηδενίσει κάθε πιθανότητα προώθησης του διαλόγου και της εξεύρεσης λύσης στα υπαρκτά προβλήματα (υφαλοκρηπίδα και χάραξη θαλασσίων ζωνών).
Στα εύλογα ερωτήματα «γιατί συμμετέχει η Ελλάδα σ’ αυτό το παιχνίδι;» και γιατί... νομιμοποιεί με τη στάση της τις τουρκικές διεκδικήσεις, η απάντηση είναι προφανής. Εχει λόγους στρατηγικής να το κάνει. Αφενός για να κερδίζει χρόνο και αφετέρου για να κρατάει σε ήρεμα νερά την κατάσταση στο Αιγαίο. Ο χρόνος είναι απαραίτητος για να συνεχίζει η Ελλάδα την αμυντική της θωράκιση (ο μόνος ουσιαστικός αποτρεπτικός παράγοντας της τουρκικής προκλητικότητας), να προωθεί διπλωματικά τις θέσεις της σε Ευρώπη, ΗΠΑ, διεθνείς οργανισμούς, να ελέγχει τις μεταναστευτικές ροές, αλλά και τις προκλήσεις από την Τουρκία στον εναέριο χώρο, όπως συμβαίνει τους τελευταίους 15 μήνες.
Στα εθνικά θέματα πρέπει να παραμείνουμε ρεαλιστές. Δεν νομίζω να υπάρχει έστω και ένας στην κυβέρνηση που πιστεύει ότι μπορεί να φτάσουμε στην επίλυση των διαφορών με την Τουρκία. Ως χώρα πρέπει να κατανοήσουμε ότι θα εξακολουθήσουμε να ζούμε με γείτονες τον Ερντογάν, τον Ράμα και τους Σκοπιανούς. Δεν χρειαζόμαστε υποχωρήσεις από τις πάγιες εθνικές θέσεις, ούτε κατευναστική πολιτική, αλλά διαρκή ετοιμότητα για καλό και για κακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου