ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΑΓΚΑΔΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
«Ο στόλος μας δημιουργήθηκε από τα φορτηγά πλοία μας, τα «σιτοκάραβά» μας, που γρήγορα έγιναν πολεμικά, αφού ήδη ήταν εξοπλισμένα με πολυάριθμα κανόνια και είχαν εμπειροπόλεμα πληρώματα, λόγω των συνεχών αγώνων τους κατά των πειρατών».
Όταν το 1453 έπεσε η Βασιλεύουσα, χάθηκαν από τις θάλασσες τα πολεμικά μας πλοία, αυτά που άλλοτε ήταν η δόξα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μόνο μικρά φορτηγά μας είχαν απομείνει, που διακινούσαν πρωτόγονο εμπόριο στα νησιά μας, καθώς και στις παράλιες περιοχές της Μικράς Ασίας.
Όμως με τον καιρό, λόγω των αναγκών του εμπορίου των Τούρκων, που ήταν άσχετοι με την θάλασσα και δεν διέθεταν εμπορικά πλοία, οι ναυτικοί μας με τις οικονομίες τους, άρχισαν να ναυπηγούν πιο μεγάλα σκάφη. Έτσι ξεκίνησε η αναγέννηση της Ναυτιλίας μας, που στηρίχθηκε κυρίως, στην έμφυτη αγάπη των Ελλήνων προς το υγρό στοιχείο.
Όταν τελείωσαν οι Ενετο-τουρκικοί πόλεμοι, που κράτησαν αιώνες και ήταν κυρίως ναυτικοί (άρχισαν το 1463 και τελείωσαν το 1718 με την Συνθήκη του Πασάρεβιτς) η Βενετία αποσύρθηκε από τις ανατολικές θάλασσες. Ήταν τότε που οι Ηπειρώτες πρώτοι στράφηκαν προς το ναυτεμπόριο. Και είναι περίεργο και όμως αληθινό, πως πρώτος ο Γιαννιώτης έμπορος Θεοδόσης Πάνου ναυπήγησε στις αρχές του 18ου αιώνα στις όχθες του ποταμού Λούρου δύο καΐκια των 30 τόννων, που ήταν ικανά να ταξιδέψουν στην ανοιχτή θάλασσα!!! Αυτή ήταν η αρχή της αναγεννήσεως και δημιουργίας του εμπορικού μας ναυτικού, στα χρόνια της σκλαβιάς του Γένους.
Τα καΐκια του Πάνου που ήταν εφοδιασμένα με ναυτικούς χάρτες της Βενετίας καθώς και πυξίδες, ταξίδευαν στην Ιταλία με αγγλική σημαία, μια και δεν είχαν τότε ελληνική.
Αμέσως μετά τον Πάνου αναστήθηκε με άλματα το ναυτικό μας. Μετά τα Γιάννινα, το Μεσολόγγι η Πάργα και η Πρέβεζα, με χρηματοδότες εμπόρους της Επτανήσου, δημιουργούν αξιόλογα φορτηγά που αποφέρουν μεγάλα κέρδη.
Ο ναύαρχος Αλεξανδρής αναφέρει πως ο Μεσολογγίτης πλοίαρχος Κ. Εμμανουήλ, έκανε σε ένα χρόνο, έξι κοντινά ταξίδια και θησαύρισε. Το 1745 στο Μεσολόγγι υπήρχαν 50 πλοία μας μερικά των 200 τόννων, που γρήγορα αυξήθηκαν σε 80 σκάφη. Και ήταν πολύ ευνοϊκές οι συνθήκες για την ανάπτυξη του ναυτικού μας τότε που, λόγω συγκυρίας δεν μας συναγωνίζονταν ξένοι, δεν υπήρχε φορολογία ούτε προξενικά δικαιώματα, μια και τα καράβια μας, χρησιμοποιούσαν «σημαίες ευκολίας» κατά βούληση Τουρκικές ή της Μονής Σινά, με την Παναγία, επειδή δεν τους πείραζαν οι Οθωμανοί, γιατί ο Μωάμεθ είχε ορίσει να σέβονται οι πιστοί του αυτό το μοναστήρι.
Τους Ηπειρώτες ακολούθησαν οι νησιώτες μας, που άρχισαν να ναυπηγούν μεγάλα και γρήγορα πλοία των 350 περίπου τόννων, τους πάρωνες – μπρίκια με δυο ψηλά κατάρτια και ιστιοφορία. Πρωταγωνιστές τώρα στην αναγέννηση της μεγάλης μας ναυτιλίας ήταν τα νησιά μας Ύδρα Σπέτσες και Ψαρά, Κάσσος, Άνδρος και Μύκονος. Έτσι οι σκλαβωμένοι νησιώτες μας ξαναγύρισαν στο στοιχείο τους την θάλασσα, εκεί που αισθάνονται ελεύθεροι.
Αυτή η τεράστια ανάπτυξη της Ναυτιλίας μας δεν ήταν ευκαιριακή, αλλά απόδειξη της ναυτικής μας παραδόσεως, δια μέσου των αιώνων, καθώς και της ναυτικότητος των Ελλήνων. Παρά τους περιορισμούς που είχε θέσει ο σουλτάνος για το μέγεθος των πλοίων μας καθώς και τον οπλισμό τους, οι Έλληνες, με τις δωροδοκίες τους, μια και είχαν τώρα πλούτο, πέτυχαν να ναυπηγούν μεγάλα και γρήγορα σκάφη.
Όμως οι ναυτικοί μας έπρεπε να μορφωθούν γιατί τα καράβια μας, που τώρα ήταν μεγάλα, η ιστιοφορία τους είχε βελτιωθεί και τα πλοία μας, έστω και αν δεν είχαν δική τους εθνική σημαία, διακινούσαν μεγάλο μέρος του διεθνούς ναυτικού εμπορίου και ιδιαιτέρως του τουρκικού, μια και ο κατακτητής δεν είχε εμπορική ναυτιλία.
Το 1573 ο Δημήτριος Τάγιος από την Πάργα, είχε εκτυπώσει στην Βενετία «πορτολάνο» στην δημοτική γλώσσα, που ήταν πολύτιμος οδηγός για τους ναυτικούς μας, μιας και οι γραμματικές τους γνώσεις ήταν ελάχιστες. Γι’ αυτό υπήρχε στα καράβια ο «γραμματικός» - ο υποπλοίαρχος που γνώριζε γράμματα. Ήταν ο μορφωμένος του πλοίου. Γνώριζε και αρκετά ιταλικά ώστε να συνεννοείται όταν τα φορτηγά μας βρίσκονταν σε ξένα λιμάνια. Ο γραμματικός είχε και μια άλλη αποστολή, διάβαζε τα γράμματα που έρχονταν στο πλήρωμα και βοηθούσε ν’ απαντηθούν.
Όλοι τότε γνώριζαν, πως οι ναυτικοί μας έπρεπε να μορφωθούν, γι’ αυτό, προ της Επαναστάσεως, έγινε μια άλλη επανάσταση στην ψυχή και το πνεύμα των Ελλήνων. Ήταν το ξύπνημα της Φυλής μας. Στα καράβια μας δίνουν ονόματα Ελληνικά, «Λεωνίδας», «Θεμιστοκλής» κ.λπ. και οι εφοπλιστές μας, όπως οι Τομπάζης και Τσαμαδός, πληρώνουν δασκάλους, για να δίνουν μαθήματα στα πληρώματά μας. Στην Ύδρα δημιουργήθηκε Ναυτική Σχολή, όπου δίδασκε εκτός των άλλων και ο Κιάππε, ιταλικής καταγωγής που, λόγω των υπηρεσιών του, απέκτησε τα ελληνικά δικαιώματα. Έτσι τα υδραιόπουλα, σπούδαζαν Ναυτιλία, Κοσμογραφία κ.λπ. και με μόρφωση πια, θα μπορούσαν να κυβερνήσουν τα πλοία μας.
Μετά την εξάντληση της Βενετίας, λόγω των μεγάλων δαπανών της για την συντήρηση τεράστιου στόλου, κατά την διάρκεια των πολυετών αγώνων της κατά των Οθωμανών, το ναυτικό μας είχε την ευκαιρία ν’ αναπτυχθεί. Αν και η Τουρκία είχε δημιουργήσει μεγάλο πολεμικό στόλο, που κυριαρχούσε σε περιοχές της Μεσογείου και ανάγκασε την Βενετία ν΄ αποσυρθεί από τις θάλασσες, δεν είχε εμπορικό ναυτικό. Έτσι είχε την ανάγκη των δικών μας πλοίων όχι μόνο για το εμπόριό της, ως ανεφέρθη, αλλά και σε επείγουσες περιπτώσεις, ως λ.χ. κατά την επανάσταση της Αιγύπτου, εναντίον του σουλτάνου καθώς και περιοχών, όπως της Μάνης.
Όμως η ναυτιλία μας τότε αντιμετώπιζε δύο μεγάλα προβλήματα. Της σημαίας, που θα την προστάτευε και των πειρατών και κουρσάρων που, επί αιώνες ήταν ο τρόμος των θαλασσών.
Το πρόβλημα της σημαίας λύθηκε το 1774 μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο που υπογράφηκε η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, με όρο να μπορούν να χρησιμοποιούν τα καράβια μας ρωσική σημαία. Έτσι εξασφαλίστηκε το μέλλον του ναυτικού μας. Τότε, από τα 400 πλοία μας σήκωσαν ρωσική σημαία τα 300. Έτσι με την προστασία της ξανάρχισε το ναυτεμπόριο και μέσω της Μαύρης Θάλασσας, που είχε σταματήσει από την εποχή του Βυζαντίου.
Μα και το θέμα της αντιμετωπίσεως των πειρατών λύθηκε γιατί, με την βοήθεια των Ελλήνων που υπηρετούσαν στην Πύλη και κατείχαν υψηλές θέσεις, καθώς και την εξαγορά επιφανών Τούρκων, ο σουλτάνος επέτρεψε τον εξοπλισμό των φορτηγών μας με κανόνια.
Οι μάχες που επί χρόνια έδιναν οι ναυτικοί μας κατά των πειρατών, που είχαν κυριαρχήσει στην Μεσόγειο και ιδίως στο Αιγαίο, με πυροβολικό, τρομπόνια και σπαθιά και γινόταν πραγματικές ναυμαχίες, ετοίμαζαν τους ναυτικούς μας για την επανάσταση.
Πρώτος κτυπήθηκε με τους Τούρκους ο κουρσάρος μας Λάμπρος Κατσώνης, ο κορυφαίος Έλληνας καταδρομέας, που συνεργάσθηκε με τον στόλο της Αικατερίνης της Ρωσίας, κατά τον δεύτερο Ρωσοτουρκικό πόλεμο 1787έως 1792.
Τότε, μετά τον πόλεμο αυτό, το Γένος μας αντιμετώπισε θανάσιμο κίνδυνο. Ο σουλτάνος Μουσταφάς Γ΄ άρχισε να σκορπίζει τον θάνατο στους Έλληνες, γιατί είχαν βοηθήσει τους Ρώσους. Ήταν τότε, που σώθηκαν οι “Ραγιάδες”, λόγω του μεγάλου διερμηνέως της Πύλης, Νικολάου Μαυρογένη, που είπε στον σουλτάνο:
-«Αν τους σκοτώσεις όλους αφέντη μου, ποιος θα σου πληρώνει το χαράτσι;».
Έτσι γλίτωσε το Γένος μας από τον χαμό.
Όμως, τότε λόγω της τουρκικής τρομοκρατίας, πολλοί Έλληνες ξενιτεύτηκαν και πλούτισαν. Αυτοί βοήθησαν στην αλματώδη ανάπτυξη της Ναυτιλίας μας, με δάνεια και ναυλώσεις, κυρίως οι Έλληνες της Οδησσού, που κυριαρχούσαν στο εμπόριο του σταριού και εφοδίαζαν την Ευρώπη.
Όμως εξαιρετικά βοήθησε τη Ναυτιλία μας η Γαλλική Επανάσταση καθώς στην συνέχεια και οι πόλεμοι του Ναπολέοντος, τότε που είχε γεμίσει χρυσάφι η Γαλλία από τις νίκες του Βοναπάρτη, λόγω των πολεμικών αποζημιώσεων που πλήρωναν τα νικημένα κράτη της Ευρώπης, ενώ οι Γάλοι πεινούσαν, επειδή ο Νέλσων είχε αποκλείσει την χώρα τους. Ήταν τα χρόνια που μόνο οι Έλληνες μπορούσαν να διασπάσουν τον αγγλικό αποκλεισμό και να εφοδιάσουν τη Γαλλία με πολύτιμα αγαθά, κυρίως στάρια της Ρωσίας.
Ήταν τόσο το χρυσάφι και ασήμι που φόρτωναν τα πλοία μας, μετά την εκφόρτωσή τους στη Ν. Γαλλία, ώστε υπήρχαν περιπτώσεις που οι πάρωνές μας, χωρητικότητος μέχρι 350 τόννων, πετούσαν το έρμα τους, την σαβούρα τους στην θάλασσα, για να φορτώσουν το πλοίο τους με νομίσματα χρυσά ή αργυρά. Με αυτούς τους θησαυρούς γέμιζαν “με τη σέσουλα” τις στέρνες τους οι ναυτικοί μας στα νησιά μας.
Ο Λάζαρος Κουντουριώτης, από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές της Ύδρας, είχε συγκεντρώσει δύο εκατομμύρια χρυσά φράγκα, που διέθεσε στον Αγώνα. Ήταν τότε που η «Θεία Πρόνοια είχε ετοιμάσει το Ναυτικό μας για την Επανάσταση».
Την προεπαναστατική εποχή είχαν ναυπηγηθεί, λόγω των τεραστίων κερδών της Ναυτιλίας μας τόσα πολλά νέα καράβια ώστε δεν χωρούσαν στα λιμάνια των νησιών μας, ενώ οι άλλοτε πάμπτωχοι νησιώτες μας ντύνονταν με ακριβά ρούχα, γι’ αυτό και οι προύχοντες τους συνιστούσαν «να προσέχουν ώστε να μη προκαλούν τους Τούρκους», που κάθε τόσο τους ζητούσαν πιο μεγάλο χαράτσι. Τότε οι νησιώτες μας, κυρίως της Ύδρας και των Σπετσών, έχτιζαν σπίτια με υπόδειγμα τα ευρωπαϊκά που τα έπιπλά τους τα αγόραζαν από την Βενετία.
Ο Πουκεβίλ, που είχε επισκεφθεί την Ύδρα και τις Σπέτσες κατά τους πολέμους του Ναπολέοντος, τα προεπαναστατικά χρόνια, έγραφε χαρακτηριστικά: «Οι Έλληνες ξεφορτώνουν τόννους χρυσάφι και ασήμι, καθώς και πολυτελέστατα υφάσματα για να σκεπάσουν τα σώματά τους, τα πριν καλυπτόμενα με ράκη».
Ένας ήταν ο κίνδυνος τότε, ο άπληστος σουλτάνος, που μαθαίνοντας πως πλούτιζαν οι ραγιάδες, ζητούσε όλο και περισσότερο χρυσάφι και ακόμη την στρατολογία των παιδιών τους, που μπορούσαν να εξαγοράσουν.
Έτσι οι νησιώτες μας, πλήρωναν περισσότερα για την ησυχία τους και την σωτηρία των παιδιών τους, ώστε να μη γίνουν «σεφερλήδες» -σκλάβοι τους.
Αλλά δεν ήταν μόνον ο σουλτάνος στην φορολογία, μα και ο Τούρκος ναύαρχος, στον οποίο ανήκε η “εκμετάλλευση” των νησιών μας.
Ήταν τότε που η φωνή της θάλασσας “σάλεψε” την ελληνική ψυχή και το ναυτικό μας κυριάρχησε στο θαλάσσιο ναυτικό εμπόριο. Ήταν η εποχή που οι νησιώτες μας κυρίως “έχτιζαν” μεγάλα και γρήγορα καράβια, με πανύψηλα κατάρτια και τεράστια ιστιοφορία, γι’ αυτό, όταν ταξίδευαν τα σκάφη αυτά στις γαλάζιες θάλασσες έμοιαζαν με κατάλευκα σύννεφα.
Για να αντιμετωπίσουν κάθε εχθρό, τους πειρατές ως και τα πολεμικά πλοία των Άγγλων, που είχαν αποκλείσει την Γαλλία, έκαναν ανορθόδοξα καράβια με πανύψηλα άλμπουρα και τεράστια ιστιοφορία, φλόκους, παπαφίγκους, κούντρους και κόντρα κούντρους (τα πιο ψηλά πανιά), που δύσκολα μπορούσαν να κυβερνηθούν από ξένους ναυτικούς. Όταν οι Άγγλοι συνέλαβαν πλοία μας, από αυτά που τροφοδοτούσαν τη Γαλλία, τους έκοψαν τα άλμπουρα για να τα κυβερνήσουν.
Άγγλος περιηγητής, που επισκέφθηκε την Ύδρα, προ της Επαναστάσεως, εντυπωσιάσθηκε βλέποντας πως τα φορτηγά μας είχαν βαρύτερο οπλισμό των αγγλικών πολεμικών ίσου εκτοπίσματος.
Έτσι από τη μια μέρα στην άλλη, κατά την έναρξη του Αγώνος, τα καράβια από εμπορικά έγιναν πολεμικά και με ετοιμοπόλεμα πληρώματα, ιδίως άξιους καπεταναίους και πυροβολητές.
Όμως ο στόλος μας, κατά την Επανάσταση είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Δεν ήταν Εθνικός αλλά …ιδιωτικός, μια και κάθε καράβι ανήκε στον πλοιοκτήτη του. Ήταν το βιος και η περιουσία του όπου στήριζε την ευτυχία της οικογενείας του, γι’ αυτό ο καραβοκύρης που ήταν συνήθως και καπετάνιος, δίσταζε να μετάσχει επισφαλούς ναυμαχίας, ως συνέβη στην ναυμαχία των Πατρών, τότε που ο Μιαούλης επετέθη στον πολυάριθμο τουρκικό στόλο.
Αλλά τέλος, νικώντας κάθε επιφύλαξη τους οι νησιώτες μας, τα έδωσαν όλα για τον Αγώνα. Ζωή, περιουσία και νιάτα.
Οι Υδραίοι πρόσφεραν 90 πολεμικά, μεταξύ τους και το καμάρι του στόλου μας τον «ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ» του Γιακουμή Τομπάζη, κυρίως γιατί ο Γιακουμής με τον αδελφό του Μανώλη Τομπάζη ήταν από τους πιο μορφωμένους του ναυτικού μας και είχαν οργανώσει το πυροβολικό των πλοίων μας.
Οι Σπετσιώτες πρόσφεραν 40 σκάφη, που μερικά από αυτά ήταν εξοπλισμένα με τα πιο μεγάλα κανόνια του στόλου μας των 18 λιβρών.
Τα Ψαρά έδωσαν 30 μπρίκια με δυο ψηλά κατάρτια και μεγάλη ιστιοφορία (με 4 φλόκους), για να βγαίνουν στον καιρό όρτσα καθώς και μίστικα, που με την πειρατική τους δράση λαφυραγωγούσαν τα τουρκικά πλοία και τις παραλιακές περιοχές της Μικράς Ασίας. Κυβερνήτης ενός ψαριανού πειρατικού μίστικου ήταν ο Κανάρης. Το σκάφος αυτό του μπουρλοτιέρη μας είχε πολλά κουπιά, ιστιοφορία καθώς και δύο κανόνια στην πλώρη του.
Πάρωνες, που ήταν το πιο συνηθισμένο πλοίο του Αγώνος, προσέφεραν και τα νησιά μας, Άνδρος, Μύκονος και Κάσσος.
Για να αντιμετωπισθούν τα έξοδα συντηρήσεως και εφοδιασμού των πλοίων καθώς και η αμοιβή των πληρωμάτων μας, η Κυβέρνησης που είχε σχηματισθεί, χρησιμοποίησε τα μεγάλα ποσά που πρόσφεραν οι εφοπλιστές μας. Όμως τα πολεμικά πλοία ήταν πολυδάπανα και οι εισφορές κάλυψαν τις ανάγκες του στόλου μας μόνο για ένα χρόνο Αγώνος. Μετά ο στόλος μας συντηρήθηκε από δάνεια που είχε πάρει η κυβέρνησής μας από το εξωτερικό και κυρίως από την Αγγλία, καθώς και από την φορολογία των νησιών μας, ενώ συγχρόνως «απέδιδον αι συλλαμβανόμεναι λείαι».
Υπήρξαν και άλλα προβλήματα, ως της συνοχής και κοινής δράσεως των καραβιών μας, γιατί ο στόλος κάθε νησιού μας είχε τον δικό του ναύαρχο. Όμως όλα ξεπεράστηκαν χάρη στον πατριωτισμό των ναυμάχων μας και την απόφασή τους να ζήσουν ελεύθεροι ή να πεθάνουν.
Είναι εκείνοι που τους οφείλουμε τόσα πολλά.
Ας είμαστε άξιοί τους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου