Μεταξάς Ιωάννης
(1871-1941). Στρατιωτικός και πολιτικός, ο πρωθυπουργός του «ΟΧΙ».
Φοίτησε στην σχολή Ευελπίδων, απ’ όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του
Μηχανικού το 1890, έχοντας αριστεύσει. Πολέμησε στον πόλεμο του 1897. Η
άριστη κατάρτισή του τον οδήγησε στο επιτελείο του Αρχηγού Στρατού.
Του Παντελή Καρύκα
Το 1899 επιλέχθηκε να φοιτήσει στη Γερμανική Πολεμική Ακαδημία, από την οποία εξήλθε αριστούχος (1903). Το 1904 τοποθετήθηκε πάλι στο Γενικό Επιτελείο και βοήθησε στον καταρτισμό του νέου οργανισμού στρατού. Το 1909 τοποθετήθηκε στρατιωτικός σύμβουλος του Ελ. Βενιζέλου. Στις παραμονές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου στάλθηκε στην Σόφια για την επίτευξη συμφωνίας με τη Βουλγαρία. Με την έκρηξη του πολέμου ο Μεταξάς, λοχαγός πλέον, τοποθετήθηκε και πάλι στο επιτελείο του αρχιστρατήγου, θωρούμενος, δικαίως, ένας από τους καλύτερα καταρτισμένους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού. Ο ίδιος συνέταξε και το σχέδιο επιχειρήσεων για την κατάληψη του Μπιζανίου.
Λίγο πριν την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Μεταξάς συνέταξε ένα σχέδιο αιφνιδιαστικής κατάληψης των Δαρδανελίων, εφόσον θεωρούνταν βέβαιο πως οι Τούρκοι θα ενεργούσαν επίθεση κατά της Ελλάδος εντός του 1914. Τους πρόλαβε ο πόλεμος. Το 1915 το σχέδιο λήφθηκε υπόψη των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ, αλλά δυστυχώς γι’ αυτούς δεν υιοθετήθηκε κατά την εκστρατεία τους στα Δαρδανέλια (1915-16) με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
Ακολούθησε ο Εθνικός Διχασμός μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, στον οποίο ο Μεταξάς στήριξε το βασιλιά, υποστηρίζοντας την -καταρχήν- λογική άποψη ότι οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ θα έπρεπε πρώτα να δεσμευτούν για εδαφικές παραχωρήσεις στην Ελλάδα, πριν αυτή εξέλθει στον πόλεμο στο πλευρό τους. Η επικράτηση του Βενιζέλου και η έξωση του βασιλιά οδήγησαν τον Μεταξά στην εξορία. Δραπέτευσε, όμως, από την Κορσική και κατέφυγε στην Ιταλία. Έτσι γλίτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα, αφού το 1920 οι βενιζελικοί τον είχαν καταδικάσει ερήμην σε θάνατο.
Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, αλλά δεν αναμίχθηκε στην πολιτική. Αρθρογραφούσε μόνο, στηλιτεύοντας τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων στη Μ. Ασία. Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η στάση του απέναντι στις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα το 1921. Το 1922, τις παραμονές της καταστροφής, του προτάθηκε να αναλάβει την αρχιστρατηγία στη Μ. Ασία, αλλά αρνήθηκε επιμένοντας στην ικανοποίηση στρατιωτικών όρων που δεν έγιναν δεκτοί από τους τότε κυβερνώντες.
Το 1923 αναμίχθηκε στο κίνημα Λεοναρδόπουλου και καταδικάσθηκε για δεύτερη φορά σε θάνατο. Είχε, όμως, προλάβει να δραπετεύσει στο εξωτερικό. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1924 και ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων. Συμμετείχε σε διάφορες βραχύβιες κυβερνήσεις μεταξύ 1926-34 και ανέλαβε κατά καιρούς χαρτοφυλάκιο. Βοήθησε πολύ στην καταστολή του κινήματος του 1935 και στήριξε την επιστροφή της μοναρχίας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1936 του δόθηκε η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο Μεταξάς ζήτησε τότε και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο. Όταν όμως είδε ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι του δημιουργούσαν προσκόμματα, εισηγήθηκε στο βασιλιά Γεώργιο Β’ την αναστολή των εργασιών του Κοινοβουλίου στις 4 Αυγούστου 1936.
Τα επόμενα 4 χρόνια ο Μεταξάς κυβέρνησε δικτατορικά. Ωστόσο, η πολιτική του δεν ήταν σε καμία περίπτωση φασιστική, όπως αρέσκονται ορισμένοι να αναφέρουν. Πήρε φιλολαϊκά μέτρα και ίδρυσε το ΙΚΑ, εγκαινιάζοντας το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα. Εκεί, όμως, που προσέφερε περισσότερο ήταν στον τομέα της στρατιωτικής προπαρασκευής της χώρας. Είναι γεγονός, ότι το έπος του 1940 δεν θα υπήρχε, αν ο Μεταξάς δεν είχε την εξουσία στην Ελλάδα από το 1936.
Αγοράσθηκαν αεροσκάφη, πυροβόλα κάθε τύπου, ομαδικά και ατομικά όπλα πεζικού και στρατιωτικό υλικό κάθε τύπου. Επίσης, παραγγέλθηκαν ακόμα περισσότερα σύγχρονα αεροσκάφη και άρματα μάχης, τα οποία δυστυχώς δεν παραδόθηκαν λόγω του πολέμου που άρχισε. Επίσης, κατασκευάσθηκε η γραμμή έργων μονίμου οχυρωτικής στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (Γραμμή Μεταξά), η οποία είχε ως στόχο να καλύψει τη χώρα από βουλγαρική επίθεση. Χάρη στην προπαρασκευή του, η Ελλάδα κατάφερε στον πόλεμο του 1940-41 να παρατάξει το μεγαλύτερο στρατό στην ιστορία της – πάνω από 500.000 άνδρες.
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 δέχθηκε την επίσκεψη του Ιταλού πρέσβη στο σπίτι του και απέρριψε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Σε όλο το διάστημα του πολέμου, ως το θάνατό του στις 29 Ιανουαρίου 1941, εργάσθηκε με ζήλο για τη νίκη εμψυχώνοντας λαό και στρατό.
Η καλύτερη κρίση για τον ίδιο τον Μεταξά και το έργο του ανήκει στον πολιτικό του αντίπαλο, λογοτέχνη Γ. Θεοτοκά, ο οποίος την μέρα της κηδείας του Μεταξά έγραψε: «Η κηδεία επιβλητική. Πάρα πολύς κόσμος στους δρόμους. Είναι φανερό ότι ο λαός τον λυπήθηκε και ότι αυτή την στιγμή συλλογίζεται μόνο την καλή πλευρά του ανθρώπου και ξεχνά όλα τα άλλα. Κυρίως συλλογίζεται το ΟΧΙ και την απόκρουση της εισβολής. Το παρελθόν σβήνει, νομίζω οριστικά, και μένει η ένδοξη στιγμή της ζωής του, αυτή που του εξασφαλίζει την υστεροφημία.
»Η σχέση του λαού με τον Μεταξά δεν υπήρξε ποτέ ερωτική. Υπήρξε ψυχρή, λογική, υπολογιστική. Σήμερα ο λαός λυπάται με τον ίδιο τρόπο που λυπάται κανείς για τον θάνατο χρησιμότατου συνεταίρου. Αυτό το αίσθημα, συνδυασμένο με αντρική εκτίμηση και τελικά με σεβασμό. Τούτο είναι αναμφισβήτητο. Ο Μεταξάς που τόσο πολύ διαπληκτίστηκε και βρίστηκε και διασύρθηκε στην αγορά και που ως τα 65 του ήταν στα μάτια του λαού ένας αποτυχημένος, κατόρθωσε στο τέλος να μας επιβάλει τον σεβασμό.
»Έκανε αυτό που ήθελε. Κυβέρνησε την Ελλάδα, μπήκε στην ιστορία ως ο αρχηγός και σωτήρας του τόπου του και μας έκανε να παρακολουθήσουμε το λείψανό του με λύπη που τον χάσαμε και με σεβασμό προς τη δύναμη, την κρίση, την εξαιρετική του επιμονή, την γενναιότητά του».
Πηγή
Του Παντελή Καρύκα
Το 1899 επιλέχθηκε να φοιτήσει στη Γερμανική Πολεμική Ακαδημία, από την οποία εξήλθε αριστούχος (1903). Το 1904 τοποθετήθηκε πάλι στο Γενικό Επιτελείο και βοήθησε στον καταρτισμό του νέου οργανισμού στρατού. Το 1909 τοποθετήθηκε στρατιωτικός σύμβουλος του Ελ. Βενιζέλου. Στις παραμονές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου στάλθηκε στην Σόφια για την επίτευξη συμφωνίας με τη Βουλγαρία. Με την έκρηξη του πολέμου ο Μεταξάς, λοχαγός πλέον, τοποθετήθηκε και πάλι στο επιτελείο του αρχιστρατήγου, θωρούμενος, δικαίως, ένας από τους καλύτερα καταρτισμένους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού. Ο ίδιος συνέταξε και το σχέδιο επιχειρήσεων για την κατάληψη του Μπιζανίου.
Λίγο πριν την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Μεταξάς συνέταξε ένα σχέδιο αιφνιδιαστικής κατάληψης των Δαρδανελίων, εφόσον θεωρούνταν βέβαιο πως οι Τούρκοι θα ενεργούσαν επίθεση κατά της Ελλάδος εντός του 1914. Τους πρόλαβε ο πόλεμος. Το 1915 το σχέδιο λήφθηκε υπόψη των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ, αλλά δυστυχώς γι’ αυτούς δεν υιοθετήθηκε κατά την εκστρατεία τους στα Δαρδανέλια (1915-16) με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
Ακολούθησε ο Εθνικός Διχασμός μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, στον οποίο ο Μεταξάς στήριξε το βασιλιά, υποστηρίζοντας την -καταρχήν- λογική άποψη ότι οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ θα έπρεπε πρώτα να δεσμευτούν για εδαφικές παραχωρήσεις στην Ελλάδα, πριν αυτή εξέλθει στον πόλεμο στο πλευρό τους. Η επικράτηση του Βενιζέλου και η έξωση του βασιλιά οδήγησαν τον Μεταξά στην εξορία. Δραπέτευσε, όμως, από την Κορσική και κατέφυγε στην Ιταλία. Έτσι γλίτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα, αφού το 1920 οι βενιζελικοί τον είχαν καταδικάσει ερήμην σε θάνατο.
Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, αλλά δεν αναμίχθηκε στην πολιτική. Αρθρογραφούσε μόνο, στηλιτεύοντας τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων στη Μ. Ασία. Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η στάση του απέναντι στις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα το 1921. Το 1922, τις παραμονές της καταστροφής, του προτάθηκε να αναλάβει την αρχιστρατηγία στη Μ. Ασία, αλλά αρνήθηκε επιμένοντας στην ικανοποίηση στρατιωτικών όρων που δεν έγιναν δεκτοί από τους τότε κυβερνώντες.
Το 1923 αναμίχθηκε στο κίνημα Λεοναρδόπουλου και καταδικάσθηκε για δεύτερη φορά σε θάνατο. Είχε, όμως, προλάβει να δραπετεύσει στο εξωτερικό. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1924 και ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων. Συμμετείχε σε διάφορες βραχύβιες κυβερνήσεις μεταξύ 1926-34 και ανέλαβε κατά καιρούς χαρτοφυλάκιο. Βοήθησε πολύ στην καταστολή του κινήματος του 1935 και στήριξε την επιστροφή της μοναρχίας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1936 του δόθηκε η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο Μεταξάς ζήτησε τότε και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο. Όταν όμως είδε ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι του δημιουργούσαν προσκόμματα, εισηγήθηκε στο βασιλιά Γεώργιο Β’ την αναστολή των εργασιών του Κοινοβουλίου στις 4 Αυγούστου 1936.
Τα επόμενα 4 χρόνια ο Μεταξάς κυβέρνησε δικτατορικά. Ωστόσο, η πολιτική του δεν ήταν σε καμία περίπτωση φασιστική, όπως αρέσκονται ορισμένοι να αναφέρουν. Πήρε φιλολαϊκά μέτρα και ίδρυσε το ΙΚΑ, εγκαινιάζοντας το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα. Εκεί, όμως, που προσέφερε περισσότερο ήταν στον τομέα της στρατιωτικής προπαρασκευής της χώρας. Είναι γεγονός, ότι το έπος του 1940 δεν θα υπήρχε, αν ο Μεταξάς δεν είχε την εξουσία στην Ελλάδα από το 1936.
Αγοράσθηκαν αεροσκάφη, πυροβόλα κάθε τύπου, ομαδικά και ατομικά όπλα πεζικού και στρατιωτικό υλικό κάθε τύπου. Επίσης, παραγγέλθηκαν ακόμα περισσότερα σύγχρονα αεροσκάφη και άρματα μάχης, τα οποία δυστυχώς δεν παραδόθηκαν λόγω του πολέμου που άρχισε. Επίσης, κατασκευάσθηκε η γραμμή έργων μονίμου οχυρωτικής στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (Γραμμή Μεταξά), η οποία είχε ως στόχο να καλύψει τη χώρα από βουλγαρική επίθεση. Χάρη στην προπαρασκευή του, η Ελλάδα κατάφερε στον πόλεμο του 1940-41 να παρατάξει το μεγαλύτερο στρατό στην ιστορία της – πάνω από 500.000 άνδρες.
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 δέχθηκε την επίσκεψη του Ιταλού πρέσβη στο σπίτι του και απέρριψε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Σε όλο το διάστημα του πολέμου, ως το θάνατό του στις 29 Ιανουαρίου 1941, εργάσθηκε με ζήλο για τη νίκη εμψυχώνοντας λαό και στρατό.
Η καλύτερη κρίση για τον ίδιο τον Μεταξά και το έργο του ανήκει στον πολιτικό του αντίπαλο, λογοτέχνη Γ. Θεοτοκά, ο οποίος την μέρα της κηδείας του Μεταξά έγραψε: «Η κηδεία επιβλητική. Πάρα πολύς κόσμος στους δρόμους. Είναι φανερό ότι ο λαός τον λυπήθηκε και ότι αυτή την στιγμή συλλογίζεται μόνο την καλή πλευρά του ανθρώπου και ξεχνά όλα τα άλλα. Κυρίως συλλογίζεται το ΟΧΙ και την απόκρουση της εισβολής. Το παρελθόν σβήνει, νομίζω οριστικά, και μένει η ένδοξη στιγμή της ζωής του, αυτή που του εξασφαλίζει την υστεροφημία.
»Η σχέση του λαού με τον Μεταξά δεν υπήρξε ποτέ ερωτική. Υπήρξε ψυχρή, λογική, υπολογιστική. Σήμερα ο λαός λυπάται με τον ίδιο τρόπο που λυπάται κανείς για τον θάνατο χρησιμότατου συνεταίρου. Αυτό το αίσθημα, συνδυασμένο με αντρική εκτίμηση και τελικά με σεβασμό. Τούτο είναι αναμφισβήτητο. Ο Μεταξάς που τόσο πολύ διαπληκτίστηκε και βρίστηκε και διασύρθηκε στην αγορά και που ως τα 65 του ήταν στα μάτια του λαού ένας αποτυχημένος, κατόρθωσε στο τέλος να μας επιβάλει τον σεβασμό.
»Έκανε αυτό που ήθελε. Κυβέρνησε την Ελλάδα, μπήκε στην ιστορία ως ο αρχηγός και σωτήρας του τόπου του και μας έκανε να παρακολουθήσουμε το λείψανό του με λύπη που τον χάσαμε και με σεβασμό προς τη δύναμη, την κρίση, την εξαιρετική του επιμονή, την γενναιότητά του».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου