Η ανάγκη της πληροφόρησης από μεγάλες αποστάσεις και
μάλιστα στρατιωτικών ειδήσεων οδήγησε από αρχαιότατες εποχές τους
Έλληνες στη χρήση «φρυκτωριών».
Φρυκτός σημαίνει δαυλός ή πυρσός φλεγόμενος, που οι φρυκτωροί άναβαν σε υψηλούς διαδοχικούς σταθμούς και μετέδιδαν ειδήσεις. Έτσι αναφέρει ο Αισχύλος (Αγαμ. 29 και 282) έφθασε η είδηση της πτώσης της Τροίας στην Κλυταιμνήστρα στο ανάκτορο των Μυκηνών.
Στα Βυζαντινά χρόνια οι φρυκτωρίες ονομάζονταν «καμινοβίγλια» το
πρώτο συνθετικό της λέξης προέρχεται από την Ελληνική λέξη καμίνι,
επειδή άνοιγαν λάκκο όπως ανοίγουν στα καμίνια, όπου τοποθετούσαν οι
λεγόμενοι καμινάρηδες ή καμινάδες εύφλεκτη ξυλεία, ξερά χόρτα και
θάμνους (αφάνες, καλάμια κ.λ.π.) για ζωηρή φωτιά την νύκτα, ή βρεγμένα
σανά και κοπριά βοοειδών (σβουνιές) για έντονο καπνό την ημέρα.
Το δεύτερο συνθετικό παράγεται από την λατινική λέξη vigil και
vigilia που σημαίνει φυλακή, παρατηρητήριο, φρουρά. Έτσι η βίγλα=
παρατηρητήριο, το ρήμα βιγλάρω και βιγλίζω= παρατηρώ, εποπτεύω από της
βίγλας και το ουσιαστικό βιγλάτωρ η βιγλάτορας= ο φύλαξ, ο σκοπιωρός εξ
ου και βιγλατόρια.
Η «βίγλα» βρισκόταν σε δεσπόζουσα υψηλή θέση από την οποία είναι
ορατή μεγάλη έκταση εδάφους, οι θέσεις αυτές ονομάζονταν «άκριες» και
«ακριοτήρια», εξ ου και η ονομασία ακρίτες.
Σε ομαλό έδαφος, όπου περνούσαν δρόμοι αναπτύσσονταν οργανωμένες
στρατιωτικές βίγλες με «έσω βίγλα» «έξω βίγλα» οι λεγόμενες «στάσεις» με
μόνιμα χτιστά με ξερολίθι «στασίδια» για τους πολεμιστές ακρίτες
καβαλλαρέους τους «βιγλάτορες».
Το «εσωβίγλιον» με το «εξωβίγλιον» είχαν απόσταση «μη πλέον λίθου
βολής. («Περί παραδρομής πολέμου», λέγεται ότι τη συνέγραψε ο Νικηφόρος
Φωκάς).
Το προσωπικό των καμινοβιγλίων εκλεγόταν μεταξύ των εκλεκτότερων
ανδρών και μάλιστα με πρώτο μέτρο την ανδρείαν, ήσαν άρχοντες,
φεουδάρχες, τιμαριούχοι, ιδιοκτήτες γης. Οι βιγλάτορες είχαν συνήθως
τροφή 15 ημερών (σύγκλινα, παξιμάδια και τυρί τουλουμίσιο καθώς και
ασκούς (ασκία με νερό.).
Η βίγλα αποτελείτο από τον διοικητή της βίγλας «Δομέστικος των
τειχέων της βίγλας» τ’ όνομα είναι λατινικής προέλευσης και έγινε
Βυζαντινό αξίωμα («Δομέστικος των τειχέων Κωδιν 5,79, Δομέστικος της
Τραπέζης, Παχυμέρης Γ, 219 Α’) Απ’ αυτό προέρχεται και το μανιάτικο
επώνυμο στην Αλεπού του Κότρωνα της οικογένειας των Δεμεστιχιάνων.
Ο Δομέστικος δεν εγκατέλειπε την βίγλα ή την Τράπεζα, όπως
αναφέρουν οι Βυζαντινοί ιστορικοί «μαχόταν στα οικία». («Περί παραδρομής
πολέμου»).
Μπροστά από το τείχος της «έσω βίγλας» υπήρχε «ο λώζος» ειδική
φωλιά για τα σκυλιά που αλυχτούσαν και προειδοποιούσαν σε τυχόν ερχομό
των εχθρών, αυτά ήσαν μονίμως στον λώζο δεν μετακινούνταν παρά μονάχα
εντός στρατοπέδου.
Ο Δομέστικος με τους πεζούς πολεμιστές του, μάχονταν εναντίων των
επιτιθέμενων εχθρών, με ρίψεις ακοντίων βελών (σαγιτών) και λίθων με
τους λιθοβόλους ή καταπέλτες.
Υπήρχε και βοηθητικό προσωπικό οι καμινάδες, όπως προανέφερα, και
άλλοι, όπως οι «λιθοβόλοι» που χειρίζονταν τις πολεμικές μηχανές, όλοι
αυτοί στις ελεύθερες ώρες τους ασχολούνταν με την εξόρυξη κιόνων,
κιονόκρανων, θωρακίων ακόμη και ορθογωνίων ογκολίθων (πλέχτουρα) που
πουλούσαν για χτίσιμο ναών, πύργων, δημοσίων κτηρίων και τειχών των
κάστρων, ίσως να εξήγαγαν κιόλας.
Τα εναπομείναντα κομμάτια λίθων από τις λαξεύσεις τα μετέφεραν και
ενίσχυαν τα πίσω τείχη της βίγλας, που ήσαν όλα χτίσιμο ξερολιθιάς και
ήσαν έτοιμα να χρησιμοποιηθούν στους λιθοβόλους.
Η βίγλα είχε και υποδιοικητή τον «Δρουγγάριο της βίγλης των
καβαλλαρίων». Ο Δρουγγάριος της βίγλας όριζε σύμφωνα με τις διαταγές του
Δομέστικου τα «ημεροβίγλια» δηλ. τα στασίδια της ημέρας και όλα τα
φυλάκια (μπαστούνες) ακόμη και τις βίγλες της νύκτας.
Κατά το βραδάκι πήγαινε στο εξωβίγλιον και φώναζε: «Άρχοντες,
ετοιμασθήτε δειπνήσατε και δότε τροφήν τοις ίπποις». («Περί παραδρομής
πολέμου»).
Κατά την νύκτα ο δρουγγάριος της βίγλας «εκέρτευεν» δηλαδή
εκτελούσε έφοδο, για να βεβαιωθεί ότι είναι στις θέσεις τους, μια φορά
εάν ο εχθρός ήταν μακριά και δύο φορές η περισσότερες, εάν ο εχθρός ήταν
πλησίον.
Ο Δρουγγάριος με την εμπροσθοφυλακή τον λεγόμενο Δρούγγο ή Ρύγχος
(Επιφάν. Ι 416 Β «δρούγγος, μυκτήρ είτουν ρύγγχος καλείται») εξεστράτευε
με καβαλλάριους, βαρέως οπλισμένους σκουτάτους και ελαφρούς τοξότες
εναντίων των εχθρών, εγκαταλείποντας τα «στασίδια» μόνιμα παρατηρητήρια
της «έξω Βίγλας».
Οι Καβαλλάριοι οι λεγόμενοι «σκουτάτοι ή κατάφρακοι» ήσαν άρχοντες,
σαν αξιωματικοί με γη δική τους, φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα το
«λωρίκον», περικεφαλαία «κασίς», -εξ ου και το επώνυμο Κάσσης και
Κασσίμης του Ακροταίναρου - περικνημίδες, ασπίδα το λεγόμενο
«σκουτάριον», - εξ ου και το τοπωνύμιο Σκουτάρι της Μάνης – μακριά λόγχη
«το κοντάριον» και κοντό σπαθί «σπαθίον».
Οι έφιπποι αυτοί ακρίτες που πάντοτε ήσαν λιγοστοί σηκώνονταν από
τ’ ακοίμητα στασίδια των να κυνηγήσουν πολυαριθμότερους εχθρούς
ηρωποιήθηκαν, χιλιοτραγουδήθηκαν ως και η εκκλησία ακόμη σ’ ένα τέτοιο
στασίδι με περικεφάλαιον τοποθέτησε τον Χριστό, την Παναγία και τους
Άγιους στο χώρισμα του ιερού βήματος δεξιά κι αριστερά της Ωραίας Πύλης
και άλλων πυλών αντικαθιστώντας τα μαρμάρινα πρωτοχριστιανικά σκαλιστά
πανωθωράκια όπου υπήρχαν.
Οι ελαφροί τοξότες «οι καλοϊππάρατοι» ήσαν καβαλλάριοι οπλισμένοι
με «τοξάριον» φέροντας στην φαρέτρα τις «σαγίτες». Αυτοί είναι οι
περίφημοι «Χωνσάριοι» που εισχωρούσαν στις περιοχές του εχθρού και
μάζευαν πληροφορίες.
(Εκεί έχει την ρίζα του το τοπωνύμιο Χωσιάριον της Μάνης.) Είναι
αυτοί που αργότερα δίδαξαν στη δύση την τέχνη του πολέμου και
ονομάσθηκαν Ουσάροι στην Ρωσία κ.ά..
Αυτοί χρησιμοποιούσαν την μυϊκή μαζί με την πνευματική δύναμη,
είναι ο πόλεμος με κάθε λογής μέσον, όπως ενέδρα (χωσία) παραπλάνηση, με
την ενέδρα πετύχαιναν τον «κλασματισμό» του εχθρού δηλαδή τον
κατακερματισμό του, αυτός είναι ο σημερινός ανορθόδοξος πόλεμος, από
Λοκατζήδες, Πεζοναύτες κ.λ.π.
Στις εξορμήσεις τους οι Χωσάριοι, χρησιμοποιούσαν και τα ειδικά γυμνασμένα σκυλιά τους.
Μία πλήρης σε οργάνωση Βυζαντινή βίγλα που φτιάχτηκε ν’ αναχαιτίσει
τους Σλάβους Μηληγγούς, ανακάλυψα στην περιοχή Βιγλατόρια του Οιτύλου
και από το 1992 έχω καταθέσει φωτοαντίγραφο κάτοψης με κλίμακα στην Ε΄
Εφορία Βυζαντινών αρχαιοτήτων Σπάρτης.
Η βίγλα σώζεται σε πολλή καλή κατάσταση και παρ’ όλο που είναι
χτισμένη με ξερολίθι, γλίτωσε στο πέρασμα των αιώνων το μεγαλύτερο μέρος
της, από την μανία της επαναχρησιμοποίησης της πέτρας όπως συνέβη σε
άλλες βίγλες.
Κατά την γνώμη μου εκείνο που την διέσωσε, είναι ότι δεν κτίστηκε κανένα σπίτι εκεί κοντά ή ξεμόνι (συνοικισμός).
( Από τον Α΄ τόμο του βιβλίου «ΤΟ ΟΙΤΥΛΟ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ» του Μιχάλη Γρηγ. Μπατσινίλα, με φωτογραφίες του ιδίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου