Πρόκειται για ένα χάλκινο μικρό ταυροειδές ειδώλιο, που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου και τοποθετείται χρονικά στη Μυκηναϊκή περίοδο. Το ειδώλιο ανακαλύφθηκε το 1903 στην Αγία Τριάδα, κοντά στην πλατεία
των ιερών (Piazzale dei Sacelli).
Το 2010 η τότε διευθύντρια του Μουσείου, Αθανασία Κάντα, προχώρησε σε ευρεία εξέταση και ψηφιακή αποτύπωση παλαιών ευρημάτων με σκοπό τη μουσειολογική μελέτη για την επανέκθεση του Μουσείου και προχώρησε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ηλεκτρονικής Δομής και Λέιζερ του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας με στόχο την φωτογράφηση με πολυφασματική ανάλυση του μικρού ειδωλίου.
Το ειδώλιο έχει ύψος 4,6 εκατοστά και συνολικό μήκος σώματος 6,5 εκατοστά. Στη μέση του μετώπου του ταυροειδούς και σε μια κοιλότητα με διάμετρο μόλις 3,4 χιλιοστά παρατηρείται χρυσός δίσκος, που κάνει το ειδώλιο να ξεχωρίζει από άλλα παρόμοια που έχουν βρεθεί στην Κρήτη.
Στη χρυσή αυτή επιφάνεια του ειδωλίου, μεγέθους όσο μία φακή, παρατηρήθηκαν χαραγμένα δυο σύμβολα γραφής Γραμμικής Β“ από πιθανόν τέσσερα που υπήρχαν συνολικά. Ο λόγος που διακρίνονται μόλις τα δύο σύμβολα είναι ότι σε κάποια φάση υπήρξε μια προσπάθεια καθαρισμού της χρυσής επιφάνειας για να γυαλισθεί ο χρυσός δίσκος, προσπάθεια που είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των δυο σημείων.
Αυτό πιθανό να οφείλεται σε διαδικασίες συντήρησης στις πρώτες ημέρες της Κρητικής αρχαιολογίας.
Η λέξη που πιθανόν έχει γραφτεί είναι «τιμαήεις»(τι-μα-Fη-Fεις) και είναι πιθανόν σχετική με το αφιερωματικό ειδώλιο. Στον Όμηρο υπάρχει ο τύπος τιμήεις και τιμήεσσα δηλώνοντας τον αξιότιμο, τον σεβαστό ή το πολύτιμο «χρυσό δώρο».
Το ερώτημα που προέκυψε για τους ερευνητές είναι με ποια τεχνολογία μπορούσαν τον 14ο αιώνα π.Χ. να αποτυπώσουν σε επιφάνεια μεγέθους όσο μία φακή τέσσερα συλλαβικά σύμβολα της Γραμμικής Β’. Ο τρόπος γραφής στη μικρή χρυσή επιφάνεια τεσσάρων συλλαβικών συμβόλων δείχνει μεγάλη επιδεξιότητα. Αυτή η πραγματικά μικροσκοπική καταγραφή ακολουθεί την μικρογραφική παράδοση που είναι εμφανής στη σφραγιδογλυφία.
Σημειώνεται ότι παρόμοια τεχνολογία γραφής έχει παρατηρηθεί σε μια ασημένια περόνη από τον θολωτό τάφο 2 στο Φουρνί των Αρχανών, Μινωικής περιόδου, όπου τα ύψη των μικρότερων συλλαβογραμμάτων είναι 2,0 χιλιοστά. Στην περίπτωση, όμως, του ειδωλίου τα συλλαβογράμματα είναι ακόμη μικρότερα, μόλις 1,4 χιλιοστά. Το πλάτος τους είναι μόλις 0,2 χιλιοστά, ενώ το πάχος χάραξης των γραμμών των συλλαβογραμμάτων είναι περίπου 0,01-0,025 χιλιοστά.
Όπως επισημαίνει στο ΑΜΠΕ ο ερευνητής Αιγαιακών Γραφών, δρ. Μηνάς Τσικριτσής, «Mε την πολυφασματική ανάλυση φωτογράφησης μπορέσαμε να δούμε και το τρίτο συλλαβόγραμμα με αξία Fe. Tα προαναφερθέντα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ο χαράκτης των συμβόλων σίγουρα χρησιμοποίησε ισχυρό μεγεθυντικό φακό. Το δεύτερο ενδιαφέρον ερώτημα που δημιουργείται είναι τι είδους βελόνα χάραξης, ή σμίλης, χρησιμοποιήθηκε που θα μπορούσε να χαράξει σε πάχος γραμμής 0.01 του χιλιοστού».
Ενδιαφέρον αποτελεί και το γεγονός ότι η επιγραφή αυτή πρέπει να θεωρηθεί η πρώτη της Γραμμικής Β” που βρέθηκε σε χρυσό αφιέρωμα. Οι επιγραφές σε χαλκό, ασήμι και χρυσό είναι συνηθισμένες μόνο σε Γραμμική Α’. Παρά τα χιλιάδες κείμενα που έχουν λογιστικό, εμπορικό και διοικητικό χαρακτήρα στη Γραμμική Β’, δεν είχαν βρεθεί έως τώρα κείμενα σε αφιερώματα μεταλλικά.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ, Μαρία Κουζινοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου