Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
“λαθραίος <αρχ. λαθραίος (με παραγ. τέρμα -αίος)[ήδη στον Αισχύλο, 6ος/5ος αι. π.Χ.Αγαμ. 1230: άτης λαθραίου τεύξεται
κακή τύχη] <επιρρ. λάθρα/λάθρη “κρυφά”, το οποίο ανάγεται σε αμάρτυρο επίθ.*λάθ-ρος(μεπαραγ. τέρμα -ρος) <θ. λαθ- του αρχα. λανθάνω “υπάρχω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, διαφεύγω την προσοχή” (βλ.λ.), πβ. κ λάθ-ος, λήθ-η, λήσ-μων, α-ληθ-ής κ.α. Από το θ. λαθρ- του επιθ. λαθραίος σχηματίστηκαν τα συνθ. από λαθρ(ο)-,
ΣΥΝΘ. λαθρ(ο)-: λαθρ-αλιεία, λαθρ-αναγνώστης, λαθρ-ανασκαφή (λόγ. [1888]), λαθρ-εμπόριο (λόγ. [1809]), λαθρ-έμπορος (λόγ. [18307]), λαθρ-επιβάτης, λαθρό-βιος (λόγ. [1863]), λαθρο-γαμία “μοιχεία” (ελνστ.), λαθρο-θηρία (λόγ. [1871]), λαθρο-θήρας (λόγ. [1856]), λαθρο-μετανάστευση, λαθρο-μετανάστης,λαθρο-χειρία (λόγ. [1871]) κ.α.
Σελίς 754”
*ΜΕΤΑ ΝΑΣΤΗΣ = ΜΕΤΑ ΕΧΩ ΝΟΣΤΟ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ.*
ΑπάντησηΔιαγραφή