Ο
ισλαμιστής πρόεδρος της Τουρκίας είναι αποφασισμένος για
όλα, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του και να μονιμοποιηθεί σε
αυτήν;«Ήταν δώρο του Θεού», δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν
όταν βεβαιώθηκε ότι είχε πλέον υπό τον έλεγχό του την κατάσταση και ότι
θα μπορούσε, επιτέλους γι αυτόν, να προχωρήσει στις μαζικές εκκαθαρίσεις
που τόσο ήθελε στον στρατό και στην δικαιοσύνη. Με την φράση του αυτή,
όμως, ο ισλαμιστής Τούρκος πρόεδρος γεννά πολλά, μα πάρα πολλά
ερωτήματα...
που ήδη προβληματίζουν Αμερικανούς, Ευρωπαίους και Ρώσους. Το πρώτο ερώτημα είναι κατά πόσον το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίουεν τέλει ήταν ή όχι μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου του Ταγίπ Ερντογάν, οοποίος χρησιμοποίησε κάποιους αφελείς (που τώρα θα πληρώσουν τηννύφη). Σε κάποιους, δικαιολογημένα, αυτή η συνωμοτική εκδοχή φαντάζει παιδαριώδης. Αν όμως πάει κανείς σε βάθος, δεν είναι και τόσο… Εδώ καικαιρό, αρκετοί άμεσοι σύμβουλοι του Τούρκου προέδρου έβλεπαν με πολύκακό μάτι τα ανοίγματά του προς τον στρατό –και φοβόντουσαν ότι οπρόεδρος είχε καβαλήσει μία τίγρη η οποία, μετά από χρόνια σκληρήςμεταχείρισης, σε μία δεδομένη στιγμή θα ήταν πιο άγρια και πιο εκδικητική.Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν, μέσα από ένα καλά μελετημένο σύστημαπαραπληροφόρησης, το περιβάλλον Ερντογάν να δημιούργησε την εντύπωσηώριμων συνθηκών για την πραγματοποίηση ενός πραξικοπήματος –κάτι,εξάλλου, που από καιρό επλανάτο ως φήμη στον αέρα.Ένα πραξικόπημα που, όπως έδειξε η απ’ ευθείας μετάδοσή του, είχεοπερετικό χαρακτήρα, δραματικά αιματηρό βεβαίως, και τα οποίο κατέληξεστην απόλυτη κυριαρχία του ισλαμιστή Τούρκου προέδρου και την εξόντωσητων αντιπάλων του.Γιατί, όμως, ο Ταγίπ Ερντογάν να προκάλεσε ένα αληθοφανές πραξικόπημα εις βάρος του; Διότι, απλώς, εξυπηρετεί το μεγάλο οθωμανικόσχέδιό του, που είναι η πρωτοκαθεδρία του στον ισλαμικό κόσμο. Στο πλαίσιοαυτό, ουσιαστικά ο Τούρκος πρόεδρος ανησυχεί από την κατάρρευση τουΙσλαμικού Κράτους και γι αυτό θέλει να τού δώσει κάποιες ανάσες. Το ISISείναι βασικά εκβιαστικό και στρατηγικά οπλό στα σχέδιά του, παρά τα γνωστάτραγικά συμβάντα. Όπως επισημαίνουν σε αναλύσεις τους στο Φόρεϊν Αφφαίρς οιΠαντελής Σκλάβος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, και Αντ.Κλάψης, συντονιστής του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκής ΠολιτικήςΟικονομίας και Διακυβέρνησης, μετά την άνοδο στην εξουσία το 2002 τουΚόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είχευπάρξει μία σταδιακή αλλά σημαντική στροφή στον διεθνή προσανατολισμότης Άγκυρας:Ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του είχαν ταχθεί υπέρ της υιοθέτησηςμίας πιο ευέλικτης και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, οι γνωστέςαπόψεις και οι θεωρίες του Αχμέτ Νταβούτογλου, που σήμερα έχειπεριθωριοποιηθεί, έπαιξαν σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Στόχος αυτής της νέας εξωτερικής πολιτικής ήταν η ανάδειξη της Τουρκίας σεμείζονα δύναμη, όχι μόνον στο περιφερειακό επίπεδο της Μέσης Ανατολήςαλλά και στην ευρύτερη ευρασιατική –ή ακόμα και στην παγκόσμια– κλίμακα.Λόγω του ισλαμιστικού του υπόβαθρου, ο Ερντογάν ήθελε να δει την Τουρκίανα καθίσταται ηγέτιδα του μουσουλμανικού κόσμου. Οι δε επιτυχίες τηςκυβέρνησής του στον οικονομικό τομέα διευκόλυναν τα φιλόδοξα σχέδιά τουστην εξωτερική πολιτική.Με αυτά τα δεδομένα, ο φιλοδυτικός προσανατολισμός της τουρκικήςεξωτερικής πολιτικής έμοιαζε απόλυτα διασφαλισμένος. Όμως, η εντύπωσηαυτή βασιζόταν πάνω σε τρεις απατηλές υποθέσεις.Πρώτον, ο Ερντογάν εφάρμοζε μία οικονομική πολιτική η οποία, αφ’ενός, γινόταν αντιληπτή στην Δύση ως φιλελεύθερη και, αφ’ ετέρου,δημιουργούσε μία νέα δυτικόστροφη ελίτ. Ωστόσο, το “οικονομικό θαύμα” τουΤούρκου πρωθυπουργού τότε, είχε εγγενείς περιορισμούς, οι οποίοιαποτυπώνονται, για παράδειγμα, στις ισχυρές πιέσεις που δεχόταν η τουρκικήλίρα. Ταυτόχρονα, η δυτικόστροφη πλούσια ελίτ δεν αποτελούσε παρά έναελάχιστο κλάσμα του συνολικού πληθυσμού, ο οποίος στην μεγάλη τουπλειοψηφία δεν καρπώθηκε τα οικονομικά οφέλη. Το γεγονός αυτόαντανακλάται και στην εκλογική γεωγραφία. Οι πλουσιότερες και πιο κοσμικέςδυτικές τουρκικές επαρχίες στις ακτές του Αιγαίου δεν υποστηρίζουν το ΚόμμαΔικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Αντίθετα, το κόμμα του Ερντογάν επικρατεί μεμεγάλη διαφορά στο εσωτερικό της Ανατολίας, με εξαίρεση τις κουρδικέςεπαρχίες όπου πλειοψηφούν κουρδικοί κομματικοί σχηματισμοί (πιοπρόσφατα το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα HPD). Η εκλογική βάση τουΕρντογάν ήταν και παραμένει το πιο συντηρητικό και προσκολλημένο στοΙσλάμ κομμάτι του τουρκικού λαού.Δεύτερον, η επιτυχία του Ερντογάν έγινε ευμενώς δεκτή από την Δύσηως πρότυπο μίας μουσουλμανικού τύπου δημοκρατίας, η οποία ενδεχομένωςθα μπορούσε να εξαχθεί και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Όμως,στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν έχτιζε ένα προσωποπαγές ημιαυταρχικόκαθεστώς ποδηγετούμενης δημοκρατίας, όπου οι παραβιάσεις ανθρωπίνωνδικαιωμάτων, η απόπειρα χειραγώγησης των μέσων μαζικής ενημέρωσης, οπεριορισμός της ελευθερίας του λόγου, η προσπάθεια κατάπνιξης κάθεφωνής αμφισβήτησης και η βίαιη καταστολή αντικυβερνητικών εκδηλώσεωνείναι καθημερινά φαινόμενα.Τρίτον, από γεωπολιτική άποψη, κυριάρχησε το δόγμα Νταβούτογλουγια μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες της Τουρκίας. Με δεδομένα τηνισχυρή οικονομία της και το μουσουλμανικό προφίλ του Ερντογάν, η σημασίατης Άγκυρας ως συμμάχου της Δύσης στην Μέση Ανατολή ενισχυόταν.Ωστόσο, ο Ερντογάν επιδίωκε την δρομολόγηση μίας νεο-οθωμανικού τύπουεξωτερικής πολιτικής, η οποία θα ξαναέδινε στην Τουρκία ρόλο τοπικούηγεμόνα. Όπως ήταν φυσικό, η στάση αυτή οδήγησε σε σύγκρουση με άλλακράτη της περιοχής.Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο φιλοδυτικός προσανατολισμός τηςΤουρκίας άρχισε σταδιακά να γίνεται λιγότερο σταθερός. Η σημασία τωνισλαμικών καταβολών του Ερντογάν αποδείχθηκε καθοριστική στον τρόπο μετον οποίο αντιμετώπισε την Αραβική Άνοιξη. Η τουρκική κυβέρνησηυποστήριξε ανοιχτά τα ισλαμιστικά κινήματα, όπως εκείνο των ΑδελφώνΜουσουλμάνων στην Αίγυπτο. Ακόμα χειρότερα, η Τουρκία διατήρησε μία διακριτική στάση έναντι τηςδημιουργίας του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στην Συρία. Η Άγκυρα τοαντιμετώπισε με αρκετή συμπάθεια, όχι τόσο λόγω του θρησκευτικού τουυπόβαθρου όσο, κυρίως, ως αποτελεσματικό μέσο μείωσης της επιρροής τωνΚούρδων στις επαρχίες του Ιράκ και της Συρίας που γειτνιάζουν με τατουρκικά σύνορα. Κατά την αντίληψη της τουρκικής ηγεσίας το ΙσλαμικόΚράτος ήταν σαφώς προτιμότερο από την δημιουργία ενός οιονεί ανεξάρτητουκουρδικού κράτους είτε στο Ιράκ, είτε στην Συρία (είτε, ακόμα χειρότερα, καιστις δύο χώρες), διότι ένα τέτοιο κράτος ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα άνοιγε τηνόρεξη των Κούρδων της Τουρκίας.Ωστόσο, τα τουρκικά συμφέροντα έρχονταν συχνά σε πλήρη αντίθεσημε εκείνα της Δύσης. Αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης υπήρξε η υιοθέτησημίας αμφίσημης πολιτικής από την πλευρά της Άγκυρας. Έτσι, φαινομενικά ηΤουρκία συντάσσεται εν μέρει με την Δύση στον αγώνα εναντίον του ΙσλαμικούΚράτους, επιτρέποντας, για παράδειγμα, σε αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφηνα επιχειρούν εναντίον του από βάσεις που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος.Όμως, την ίδια στιγμή, η τουρκική αεροπορία βομβαρδίζει σχεδόναποκλειστικά θέσεις των Κούρδων μαχητών στην Συρία, μολονότι είναιγνωστό ότι οι Κούρδοι αποτελούν τους σημαντικότερους αντιπάλους τουΙσλαμικού Κράτους στην περιοχή. Με αυτό τον τρόπο η τουρκική κυβέρνηση στην πράξη υποσκάπτει τηνστρατηγική της Δύσης –και αυτό σε μία περίοδο όπου η στρατηγική αυτή έχειθετικά αποτελέσματα. Όμως, τα τελευταία συμβαίνει να μην συμβαδίζουν μετους νεο-οθωμανικούς οραματισμούς του ισλαμιστή Τούρκου προέδρου, οοποίος, παράλληλα, βυθίζεται σε μία χωρίς προηγούμενο διαφθορά. Τώρα, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Ερντογάν είναι κυρίαρχοςτου παιχνιδιού και θα μπορεί ευκολότερα να εκβιάζει την Δύση. Η Τουρκίαγίνεται έτσι καίριο πρόβλημα για την ειρήνη και την γεωπολιτική στην περιοχήμας και, πιθανότατα, θα οδηγήσει σε σοβαρές επαναθεωρήσεις
που ήδη προβληματίζουν Αμερικανούς, Ευρωπαίους και Ρώσους. Το πρώτο ερώτημα είναι κατά πόσον το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίουεν τέλει ήταν ή όχι μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου του Ταγίπ Ερντογάν, οοποίος χρησιμοποίησε κάποιους αφελείς (που τώρα θα πληρώσουν τηννύφη). Σε κάποιους, δικαιολογημένα, αυτή η συνωμοτική εκδοχή φαντάζει παιδαριώδης. Αν όμως πάει κανείς σε βάθος, δεν είναι και τόσο… Εδώ καικαιρό, αρκετοί άμεσοι σύμβουλοι του Τούρκου προέδρου έβλεπαν με πολύκακό μάτι τα ανοίγματά του προς τον στρατό –και φοβόντουσαν ότι οπρόεδρος είχε καβαλήσει μία τίγρη η οποία, μετά από χρόνια σκληρήςμεταχείρισης, σε μία δεδομένη στιγμή θα ήταν πιο άγρια και πιο εκδικητική.Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν, μέσα από ένα καλά μελετημένο σύστημαπαραπληροφόρησης, το περιβάλλον Ερντογάν να δημιούργησε την εντύπωσηώριμων συνθηκών για την πραγματοποίηση ενός πραξικοπήματος –κάτι,εξάλλου, που από καιρό επλανάτο ως φήμη στον αέρα.Ένα πραξικόπημα που, όπως έδειξε η απ’ ευθείας μετάδοσή του, είχεοπερετικό χαρακτήρα, δραματικά αιματηρό βεβαίως, και τα οποίο κατέληξεστην απόλυτη κυριαρχία του ισλαμιστή Τούρκου προέδρου και την εξόντωσητων αντιπάλων του.Γιατί, όμως, ο Ταγίπ Ερντογάν να προκάλεσε ένα αληθοφανές πραξικόπημα εις βάρος του; Διότι, απλώς, εξυπηρετεί το μεγάλο οθωμανικόσχέδιό του, που είναι η πρωτοκαθεδρία του στον ισλαμικό κόσμο. Στο πλαίσιοαυτό, ουσιαστικά ο Τούρκος πρόεδρος ανησυχεί από την κατάρρευση τουΙσλαμικού Κράτους και γι αυτό θέλει να τού δώσει κάποιες ανάσες. Το ISISείναι βασικά εκβιαστικό και στρατηγικά οπλό στα σχέδιά του, παρά τα γνωστάτραγικά συμβάντα. Όπως επισημαίνουν σε αναλύσεις τους στο Φόρεϊν Αφφαίρς οιΠαντελής Σκλάβος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, και Αντ.Κλάψης, συντονιστής του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκής ΠολιτικήςΟικονομίας και Διακυβέρνησης, μετά την άνοδο στην εξουσία το 2002 τουΚόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είχευπάρξει μία σταδιακή αλλά σημαντική στροφή στον διεθνή προσανατολισμότης Άγκυρας:Ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του είχαν ταχθεί υπέρ της υιοθέτησηςμίας πιο ευέλικτης και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, οι γνωστέςαπόψεις και οι θεωρίες του Αχμέτ Νταβούτογλου, που σήμερα έχειπεριθωριοποιηθεί, έπαιξαν σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Στόχος αυτής της νέας εξωτερικής πολιτικής ήταν η ανάδειξη της Τουρκίας σεμείζονα δύναμη, όχι μόνον στο περιφερειακό επίπεδο της Μέσης Ανατολήςαλλά και στην ευρύτερη ευρασιατική –ή ακόμα και στην παγκόσμια– κλίμακα.Λόγω του ισλαμιστικού του υπόβαθρου, ο Ερντογάν ήθελε να δει την Τουρκίανα καθίσταται ηγέτιδα του μουσουλμανικού κόσμου. Οι δε επιτυχίες τηςκυβέρνησής του στον οικονομικό τομέα διευκόλυναν τα φιλόδοξα σχέδιά τουστην εξωτερική πολιτική.Με αυτά τα δεδομένα, ο φιλοδυτικός προσανατολισμός της τουρκικήςεξωτερικής πολιτικής έμοιαζε απόλυτα διασφαλισμένος. Όμως, η εντύπωσηαυτή βασιζόταν πάνω σε τρεις απατηλές υποθέσεις.Πρώτον, ο Ερντογάν εφάρμοζε μία οικονομική πολιτική η οποία, αφ’ενός, γινόταν αντιληπτή στην Δύση ως φιλελεύθερη και, αφ’ ετέρου,δημιουργούσε μία νέα δυτικόστροφη ελίτ. Ωστόσο, το “οικονομικό θαύμα” τουΤούρκου πρωθυπουργού τότε, είχε εγγενείς περιορισμούς, οι οποίοιαποτυπώνονται, για παράδειγμα, στις ισχυρές πιέσεις που δεχόταν η τουρκικήλίρα. Ταυτόχρονα, η δυτικόστροφη πλούσια ελίτ δεν αποτελούσε παρά έναελάχιστο κλάσμα του συνολικού πληθυσμού, ο οποίος στην μεγάλη τουπλειοψηφία δεν καρπώθηκε τα οικονομικά οφέλη. Το γεγονός αυτόαντανακλάται και στην εκλογική γεωγραφία. Οι πλουσιότερες και πιο κοσμικέςδυτικές τουρκικές επαρχίες στις ακτές του Αιγαίου δεν υποστηρίζουν το ΚόμμαΔικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Αντίθετα, το κόμμα του Ερντογάν επικρατεί μεμεγάλη διαφορά στο εσωτερικό της Ανατολίας, με εξαίρεση τις κουρδικέςεπαρχίες όπου πλειοψηφούν κουρδικοί κομματικοί σχηματισμοί (πιοπρόσφατα το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα HPD). Η εκλογική βάση τουΕρντογάν ήταν και παραμένει το πιο συντηρητικό και προσκολλημένο στοΙσλάμ κομμάτι του τουρκικού λαού.Δεύτερον, η επιτυχία του Ερντογάν έγινε ευμενώς δεκτή από την Δύσηως πρότυπο μίας μουσουλμανικού τύπου δημοκρατίας, η οποία ενδεχομένωςθα μπορούσε να εξαχθεί και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Όμως,στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν έχτιζε ένα προσωποπαγές ημιαυταρχικόκαθεστώς ποδηγετούμενης δημοκρατίας, όπου οι παραβιάσεις ανθρωπίνωνδικαιωμάτων, η απόπειρα χειραγώγησης των μέσων μαζικής ενημέρωσης, οπεριορισμός της ελευθερίας του λόγου, η προσπάθεια κατάπνιξης κάθεφωνής αμφισβήτησης και η βίαιη καταστολή αντικυβερνητικών εκδηλώσεωνείναι καθημερινά φαινόμενα.Τρίτον, από γεωπολιτική άποψη, κυριάρχησε το δόγμα Νταβούτογλουγια μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες της Τουρκίας. Με δεδομένα τηνισχυρή οικονομία της και το μουσουλμανικό προφίλ του Ερντογάν, η σημασίατης Άγκυρας ως συμμάχου της Δύσης στην Μέση Ανατολή ενισχυόταν.Ωστόσο, ο Ερντογάν επιδίωκε την δρομολόγηση μίας νεο-οθωμανικού τύπουεξωτερικής πολιτικής, η οποία θα ξαναέδινε στην Τουρκία ρόλο τοπικούηγεμόνα. Όπως ήταν φυσικό, η στάση αυτή οδήγησε σε σύγκρουση με άλλακράτη της περιοχής.Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο φιλοδυτικός προσανατολισμός τηςΤουρκίας άρχισε σταδιακά να γίνεται λιγότερο σταθερός. Η σημασία τωνισλαμικών καταβολών του Ερντογάν αποδείχθηκε καθοριστική στον τρόπο μετον οποίο αντιμετώπισε την Αραβική Άνοιξη. Η τουρκική κυβέρνησηυποστήριξε ανοιχτά τα ισλαμιστικά κινήματα, όπως εκείνο των ΑδελφώνΜουσουλμάνων στην Αίγυπτο. Ακόμα χειρότερα, η Τουρκία διατήρησε μία διακριτική στάση έναντι τηςδημιουργίας του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στην Συρία. Η Άγκυρα τοαντιμετώπισε με αρκετή συμπάθεια, όχι τόσο λόγω του θρησκευτικού τουυπόβαθρου όσο, κυρίως, ως αποτελεσματικό μέσο μείωσης της επιρροής τωνΚούρδων στις επαρχίες του Ιράκ και της Συρίας που γειτνιάζουν με τατουρκικά σύνορα. Κατά την αντίληψη της τουρκικής ηγεσίας το ΙσλαμικόΚράτος ήταν σαφώς προτιμότερο από την δημιουργία ενός οιονεί ανεξάρτητουκουρδικού κράτους είτε στο Ιράκ, είτε στην Συρία (είτε, ακόμα χειρότερα, καιστις δύο χώρες), διότι ένα τέτοιο κράτος ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα άνοιγε τηνόρεξη των Κούρδων της Τουρκίας.Ωστόσο, τα τουρκικά συμφέροντα έρχονταν συχνά σε πλήρη αντίθεσημε εκείνα της Δύσης. Αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης υπήρξε η υιοθέτησημίας αμφίσημης πολιτικής από την πλευρά της Άγκυρας. Έτσι, φαινομενικά ηΤουρκία συντάσσεται εν μέρει με την Δύση στον αγώνα εναντίον του ΙσλαμικούΚράτους, επιτρέποντας, για παράδειγμα, σε αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφηνα επιχειρούν εναντίον του από βάσεις που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος.Όμως, την ίδια στιγμή, η τουρκική αεροπορία βομβαρδίζει σχεδόναποκλειστικά θέσεις των Κούρδων μαχητών στην Συρία, μολονότι είναιγνωστό ότι οι Κούρδοι αποτελούν τους σημαντικότερους αντιπάλους τουΙσλαμικού Κράτους στην περιοχή. Με αυτό τον τρόπο η τουρκική κυβέρνηση στην πράξη υποσκάπτει τηνστρατηγική της Δύσης –και αυτό σε μία περίοδο όπου η στρατηγική αυτή έχειθετικά αποτελέσματα. Όμως, τα τελευταία συμβαίνει να μην συμβαδίζουν μετους νεο-οθωμανικούς οραματισμούς του ισλαμιστή Τούρκου προέδρου, οοποίος, παράλληλα, βυθίζεται σε μία χωρίς προηγούμενο διαφθορά. Τώρα, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Ερντογάν είναι κυρίαρχοςτου παιχνιδιού και θα μπορεί ευκολότερα να εκβιάζει την Δύση. Η Τουρκίαγίνεται έτσι καίριο πρόβλημα για την ειρήνη και την γεωπολιτική στην περιοχήμας και, πιθανότατα, θα οδηγήσει σε σοβαρές επαναθεωρήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου