Μεταφέρουμε από το ΒΗΜΑgazino που δεν το λες και "ακραίο", «χουντικό",
"χριατιανοταλιμπάν" ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο προς απαξίωση των
καταγγελιών και της αλήθειας:
Ελλάδα και σαϊεντολογία
Η ιστορία της σαϊεντολογίας στην Ελλάδα ξεκινάει από τη χρονιά που ιδρύθηκε η οργάνωση στην Αμερική, το 1954. Σύμφωνα με έκθεση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, ο πρώτος έλληνας σαϊεντολόγος ήταν ένας φυσιοθεραπευτής ονόματι Χρόνης. Συνάντησε τον ιδρυτή της Εκκλησίας, Ρον Χάμπαρντ, στην Αμερική, ασπάστηκε τις ιδέες του και όταν γύρισε στην Ελλάδα άρχισε να τις διαδίδει σε σπίτια και ιδιωτικούς χώρους. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η σαϊεντολογία απέκτησε νομική υπόσταση. Χαρακτηριζόταν ως σωματείο φιλοσοφικών αναζητήσεων και από το 1983 λειτουργούσε ως Κέντρο Εφαρμοσμένης Φιλοσοφίας Ελλάδος (ΚΕΦΕ). Στις παρέες που γοητεύονταν από κινήματα new age δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Ξεκίνησε να συζητιέται και νέοι ως επί το πλείστον άνθρωποι άρχισαν να περνούν με φιλοπερίεργη διάθεση το κατώφλι του κτιρίου της οδού Πατησίων 200 όπου βρισκόταν τότε η έδρα του «σωματείου».
Το 1995, το ίδιο ακριβώς κατώφλι θα το δρασκέλιζαν αστυνομικοί. Ο τότε αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Ιωάννης Αγγελής, είχε διατάξει έρευνα στα γραφεία του ΚΕΦΕ. Είχε προηγηθεί η αυτοσχέδια έφοδος εξοργισμένων γονιών στον χώρο μαζί με συνεργείο τηλεοπτικού σταθμού. Ισχυρίζονταν ότι η σαϊεντολογία ασκούσε αρνητική επιρροή στα παιδιά τους και ότι τους αποσπούσε μεγάλα χρηματικά ποσά.
Το μεγάλο «φακέλωμα»
Επειτα από τρεις εφόδους της Αστυνομίας βρέθηκαν πολλά έγγραφα, ορισμένα από τα οποία ήταν κρυπτογραφημένα. Η αποκωδικοποίησή τους αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, ένα λεπτομερές «φακέλωμα» με ονόματα πολιτικών, δημοσιογράφων και δημόσιων προσώπων, που ήταν, υποτίθεται, «φιλικά» ή «εχθρικά» διακείμενα προς την οργάνωση. Στην κατηγορία των «φιλικών» προσώπων κατατάσσονταν ονόματα όπως αυτό του Δημήτρη Τρίμη και του Δημήτρη Ψαρρά, αλλά και μελών του τότε Συνασπισμού, όπως οι Αλέκος Αλαβάνος και Πέτρος Κουναλάκης. Ο καθένας είχε τον φάκελό του και μια σύντομη περιγραφή με τα «χαρακτηριστικά» του.
Στους «εχθρούς» βρίσκονταν στελέχη της δεξιάς παράταξης: ο Αντώνης Σαμαράς, ο Μιλτιάδης Εβερτ, αλλά και ο Δημήτρης Ρίζος, τότε εκδότης του «Ελεύθερου Τύπου». Η λίστα ουσιαστικά χωριζόταν σε δύο κατηγορίες: άτομα που ανήκαν στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς και άτομα που ανήκαν στη Δεξιά. Σημειωτέον, κανείς τους δεν υπήρξε ποτέ μέλος της οργάνωσης. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη εκείνη την εποχή, καθώς η Εκκλησία μαχόταν δυναμικά κατά κάθε αίρεσης.
Γιατί, όμως, να γίνει ένα «φακέλωμα»; Ο Δημήτρης Τρίμης, γενικός γραμματέας της ΕΣΗΕΑ σήμερα, εξηγεί: «Κάποια μέλη της Εκκλησίας της σαϊεντολογίας διάβαζαν εφημερίδες και σχημάτιζαν άποψη για πρόσωπα, την οποία στη συνέχεια σημείωναν σε ένα ημερολόγιο. Ηταν ανόητες εκθέσεις». Εχουν περάσει χρόνια, αλλά θα θυμηθεί ότι «η λίστα στοιχειοθετήθηκε από τα μέλη της οργάνωσης που είχαν την ευθύνη για την επικοινωνία με τα ΜΜΕ, πολιτικούς και άλλα δημόσια πρόσωπα. Είχαν έρθει σε εμάς, είχαν έρθει στον Φυντανίδη, στον Βότση (σ.σ.: και τα δικά τους ονόματα βρέθηκαν στη λίστα)». Δηλαδή, σε όσους υποστήριζαν το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και της θρησκευτικής έκφρασης προσπαθώντας να αποδείξουν ότι δεν υπήρχε λόγος να διώκονται οι θέσεις του Χάμπαρντ. Στην ουσία θα λέγαμε ότι οι σαϊεντολόγοι, ακολουθώντας εντολές από «τα κεντρικά», αναζητούσαν ένα πρόσωπο μαζικής επιρροής στην Ελλάδα, για να παίξει τον ρόλο του «Ελληνα Τομ Κρουζ», να μεταδώσει όσο καλύτερα γίνεται το μήνυμα σε υποψήφιους πελάτες-πιστούς. Δεν τα κατάφερε.
Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαρράς, το όνομα του οποίου επίσης βρέθηκε στη λίστα, θυμάται: «Αυτό που υποστηρίζαμε ήταν ότι ακόμη και αν είναι παρανοϊκά τα πιστεύω τους, έχουν δικαίωμα να πιστεύουν στη θρησκεία που έχουν επιλέξει. Πλέον δεν διώκονται οι θρησκευτικές αιρέσεις, αλλά πριν από 20 χρόνια, όταν τα γράφαμε αυτά, το ελληνικό κράτος δίωκε ανθρώπους, π.χ. τους μάρτυρες του Ιεχωβά, για τα πιστεύω τους». Ο Τρίμης και ο Ψαρράς, αλλά και η «Ελευθεροτυπία», είχαν έναν επιπλέον λόγο να θεωρηθούν «σύμμαχοι» από τους σαϊεντολόγους και «σατανικοί» από τους διώκτες της οργάνωσης. Μέσω του «Ιού» είχαν δημοσιεύσει εκτεταμένη αρθρογραφία κατά του πατέρα Αντώνη Αλεβιζόπουλου, υπεύθυνου του γραφείου κατά των αιρέσεων, ο οποίος βρισκόταν σε πόλεμο με τους σαϊεντολόγους. Ο Αλεβιζόπουλος είχε ασφαλώς και τον δικό του προσωπικό «φάκελο» στα αρχεία της οργάνωσης, όπως και ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ.
Υστερα από τις εφόδους του εισαγγελέα, το ΚΕΦΕ διαλύθηκε και από το 1997 και μετά μετατράπηκε σε Ελληνικό Κέντρο Διανοητικής και Σαϊεντολογίας. Η σαϊεντολογία χαρακτηρίστηκε από τον αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, Ιωάννη Αγγελή, ως μια «οργάνωση με ολοκληρωτικές δομές και τάσεις που στην ουσία περιφρονεί τον άνθρωπο». Δεν ήταν ο μόνος που τους κατήγγειλε. Ο δημοσιογράφος Αντώνης Μποσνακούδης, πρώην μέλος του ΚΕΦΕ το οποίο αποπέμφθηκε «λόγω δημοσιογραφικής ιδιότητας» κατά δήλωσή του, στο βιβλίο του «Μισθοφόροι της νέας τάξης» μιλάει για πράκτορες και σύνδεσή τους με ξένα κέντρα επιρροής.
Η δίκη του «φακελώματος»
Το 1999 έγινε η δίκη για το «φακέλωμα». Δεκαεπτά άτομα, μέλη της θρησκευτικής οργάνωσης, βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Η Αικατερίνη Διαμαντάρα, πρόεδρος της ελληνικής Εκκλησίας της σαϊεντολογίας, θεωρεί «άστοχο» να τοποθετηθεί έπειτα από τόσα χρόνια για την υπόθεση, ωστόσο, μιλώντας στο ΒΗmagazino, θα διευκρινίσει ότι η Εκκλησία της σαϊεντολογίας έχει καθαρά θρησκευτικό σκοπό και «δεν έχει κανένα σημείο αναφοράς που θα τη συνέδεε με κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών σε οποιαδήποτε χώρα και με οποιονδήποτε τρόπο».
Δικηγόροι υπεράσπισης ήταν ο πρώην υπουργός του ΠαΣοΚ, Ανδρέας Λοβέρδος, όπως και ο Γεώργιος Μαύρος (ο οποίος σκοτώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2004 στο δυστύχημα με το ελικόπτερο Σινούκ) και ο Αρης Χαραλαμπάκης. Ο κ. Λοβέρδος ήταν συνήγορος υπεράσπισης δύο εκ των 17 κατηγορούμενων σαϊεντολόγων και θα πει στο BHMagazino: «Εμείς ισχυριζόμασταν ατομικά ότι δεν είχαν γίνει οι “παρακολουθήσεις”, όπως έλεγε το δικαστήριο. Αντικρούσαμε τις κατηγορίες μία προς μία. Ισχυριστήκαμε ότι αυτά ήταν υπερβολές και πως δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα. Οι πελάτες μου ήταν δύο αξιοσέβαστοι επιχειρηματίες. Ολοι τους ανακηρύχθηκαν αθώοι». Επίσης, ο κ. Λοβέρδος θα πει ότι «δεν είχαν βρεθεί ντοκουμέντα» και ότι «ήταν τρομακτικά υπερβολική η μομφή. Μιλούσαν για προδοσίες. Μπορεί να ήταν ελκυστικά δημοσιογραφικά και τηλεοπτικά αυτά τα στοιχεία, αλλά στο δικαστήριο δεν είχαν αντίκρισμα. Επιχείρησαν να μεγεθύνουν την υπόθεση».
Ελλάδα και σαϊεντολογία
Η ιστορία της σαϊεντολογίας στην Ελλάδα ξεκινάει από τη χρονιά που ιδρύθηκε η οργάνωση στην Αμερική, το 1954. Σύμφωνα με έκθεση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, ο πρώτος έλληνας σαϊεντολόγος ήταν ένας φυσιοθεραπευτής ονόματι Χρόνης. Συνάντησε τον ιδρυτή της Εκκλησίας, Ρον Χάμπαρντ, στην Αμερική, ασπάστηκε τις ιδέες του και όταν γύρισε στην Ελλάδα άρχισε να τις διαδίδει σε σπίτια και ιδιωτικούς χώρους. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η σαϊεντολογία απέκτησε νομική υπόσταση. Χαρακτηριζόταν ως σωματείο φιλοσοφικών αναζητήσεων και από το 1983 λειτουργούσε ως Κέντρο Εφαρμοσμένης Φιλοσοφίας Ελλάδος (ΚΕΦΕ). Στις παρέες που γοητεύονταν από κινήματα new age δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Ξεκίνησε να συζητιέται και νέοι ως επί το πλείστον άνθρωποι άρχισαν να περνούν με φιλοπερίεργη διάθεση το κατώφλι του κτιρίου της οδού Πατησίων 200 όπου βρισκόταν τότε η έδρα του «σωματείου».
Το 1995, το ίδιο ακριβώς κατώφλι θα το δρασκέλιζαν αστυνομικοί. Ο τότε αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Ιωάννης Αγγελής, είχε διατάξει έρευνα στα γραφεία του ΚΕΦΕ. Είχε προηγηθεί η αυτοσχέδια έφοδος εξοργισμένων γονιών στον χώρο μαζί με συνεργείο τηλεοπτικού σταθμού. Ισχυρίζονταν ότι η σαϊεντολογία ασκούσε αρνητική επιρροή στα παιδιά τους και ότι τους αποσπούσε μεγάλα χρηματικά ποσά.
Το μεγάλο «φακέλωμα»
Επειτα από τρεις εφόδους της Αστυνομίας βρέθηκαν πολλά έγγραφα, ορισμένα από τα οποία ήταν κρυπτογραφημένα. Η αποκωδικοποίησή τους αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, ένα λεπτομερές «φακέλωμα» με ονόματα πολιτικών, δημοσιογράφων και δημόσιων προσώπων, που ήταν, υποτίθεται, «φιλικά» ή «εχθρικά» διακείμενα προς την οργάνωση. Στην κατηγορία των «φιλικών» προσώπων κατατάσσονταν ονόματα όπως αυτό του Δημήτρη Τρίμη και του Δημήτρη Ψαρρά, αλλά και μελών του τότε Συνασπισμού, όπως οι Αλέκος Αλαβάνος και Πέτρος Κουναλάκης. Ο καθένας είχε τον φάκελό του και μια σύντομη περιγραφή με τα «χαρακτηριστικά» του.
Στους «εχθρούς» βρίσκονταν στελέχη της δεξιάς παράταξης: ο Αντώνης Σαμαράς, ο Μιλτιάδης Εβερτ, αλλά και ο Δημήτρης Ρίζος, τότε εκδότης του «Ελεύθερου Τύπου». Η λίστα ουσιαστικά χωριζόταν σε δύο κατηγορίες: άτομα που ανήκαν στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς και άτομα που ανήκαν στη Δεξιά. Σημειωτέον, κανείς τους δεν υπήρξε ποτέ μέλος της οργάνωσης. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη εκείνη την εποχή, καθώς η Εκκλησία μαχόταν δυναμικά κατά κάθε αίρεσης.
Γιατί, όμως, να γίνει ένα «φακέλωμα»; Ο Δημήτρης Τρίμης, γενικός γραμματέας της ΕΣΗΕΑ σήμερα, εξηγεί: «Κάποια μέλη της Εκκλησίας της σαϊεντολογίας διάβαζαν εφημερίδες και σχημάτιζαν άποψη για πρόσωπα, την οποία στη συνέχεια σημείωναν σε ένα ημερολόγιο. Ηταν ανόητες εκθέσεις». Εχουν περάσει χρόνια, αλλά θα θυμηθεί ότι «η λίστα στοιχειοθετήθηκε από τα μέλη της οργάνωσης που είχαν την ευθύνη για την επικοινωνία με τα ΜΜΕ, πολιτικούς και άλλα δημόσια πρόσωπα. Είχαν έρθει σε εμάς, είχαν έρθει στον Φυντανίδη, στον Βότση (σ.σ.: και τα δικά τους ονόματα βρέθηκαν στη λίστα)». Δηλαδή, σε όσους υποστήριζαν το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και της θρησκευτικής έκφρασης προσπαθώντας να αποδείξουν ότι δεν υπήρχε λόγος να διώκονται οι θέσεις του Χάμπαρντ. Στην ουσία θα λέγαμε ότι οι σαϊεντολόγοι, ακολουθώντας εντολές από «τα κεντρικά», αναζητούσαν ένα πρόσωπο μαζικής επιρροής στην Ελλάδα, για να παίξει τον ρόλο του «Ελληνα Τομ Κρουζ», να μεταδώσει όσο καλύτερα γίνεται το μήνυμα σε υποψήφιους πελάτες-πιστούς. Δεν τα κατάφερε.
Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαρράς, το όνομα του οποίου επίσης βρέθηκε στη λίστα, θυμάται: «Αυτό που υποστηρίζαμε ήταν ότι ακόμη και αν είναι παρανοϊκά τα πιστεύω τους, έχουν δικαίωμα να πιστεύουν στη θρησκεία που έχουν επιλέξει. Πλέον δεν διώκονται οι θρησκευτικές αιρέσεις, αλλά πριν από 20 χρόνια, όταν τα γράφαμε αυτά, το ελληνικό κράτος δίωκε ανθρώπους, π.χ. τους μάρτυρες του Ιεχωβά, για τα πιστεύω τους». Ο Τρίμης και ο Ψαρράς, αλλά και η «Ελευθεροτυπία», είχαν έναν επιπλέον λόγο να θεωρηθούν «σύμμαχοι» από τους σαϊεντολόγους και «σατανικοί» από τους διώκτες της οργάνωσης. Μέσω του «Ιού» είχαν δημοσιεύσει εκτεταμένη αρθρογραφία κατά του πατέρα Αντώνη Αλεβιζόπουλου, υπεύθυνου του γραφείου κατά των αιρέσεων, ο οποίος βρισκόταν σε πόλεμο με τους σαϊεντολόγους. Ο Αλεβιζόπουλος είχε ασφαλώς και τον δικό του προσωπικό «φάκελο» στα αρχεία της οργάνωσης, όπως και ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ.
Υστερα από τις εφόδους του εισαγγελέα, το ΚΕΦΕ διαλύθηκε και από το 1997 και μετά μετατράπηκε σε Ελληνικό Κέντρο Διανοητικής και Σαϊεντολογίας. Η σαϊεντολογία χαρακτηρίστηκε από τον αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, Ιωάννη Αγγελή, ως μια «οργάνωση με ολοκληρωτικές δομές και τάσεις που στην ουσία περιφρονεί τον άνθρωπο». Δεν ήταν ο μόνος που τους κατήγγειλε. Ο δημοσιογράφος Αντώνης Μποσνακούδης, πρώην μέλος του ΚΕΦΕ το οποίο αποπέμφθηκε «λόγω δημοσιογραφικής ιδιότητας» κατά δήλωσή του, στο βιβλίο του «Μισθοφόροι της νέας τάξης» μιλάει για πράκτορες και σύνδεσή τους με ξένα κέντρα επιρροής.
Η δίκη του «φακελώματος»
Το 1999 έγινε η δίκη για το «φακέλωμα». Δεκαεπτά άτομα, μέλη της θρησκευτικής οργάνωσης, βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Η Αικατερίνη Διαμαντάρα, πρόεδρος της ελληνικής Εκκλησίας της σαϊεντολογίας, θεωρεί «άστοχο» να τοποθετηθεί έπειτα από τόσα χρόνια για την υπόθεση, ωστόσο, μιλώντας στο ΒΗmagazino, θα διευκρινίσει ότι η Εκκλησία της σαϊεντολογίας έχει καθαρά θρησκευτικό σκοπό και «δεν έχει κανένα σημείο αναφοράς που θα τη συνέδεε με κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών σε οποιαδήποτε χώρα και με οποιονδήποτε τρόπο».
Δικηγόροι υπεράσπισης ήταν ο πρώην υπουργός του ΠαΣοΚ, Ανδρέας Λοβέρδος, όπως και ο Γεώργιος Μαύρος (ο οποίος σκοτώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2004 στο δυστύχημα με το ελικόπτερο Σινούκ) και ο Αρης Χαραλαμπάκης. Ο κ. Λοβέρδος ήταν συνήγορος υπεράσπισης δύο εκ των 17 κατηγορούμενων σαϊεντολόγων και θα πει στο BHMagazino: «Εμείς ισχυριζόμασταν ατομικά ότι δεν είχαν γίνει οι “παρακολουθήσεις”, όπως έλεγε το δικαστήριο. Αντικρούσαμε τις κατηγορίες μία προς μία. Ισχυριστήκαμε ότι αυτά ήταν υπερβολές και πως δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα. Οι πελάτες μου ήταν δύο αξιοσέβαστοι επιχειρηματίες. Ολοι τους ανακηρύχθηκαν αθώοι». Επίσης, ο κ. Λοβέρδος θα πει ότι «δεν είχαν βρεθεί ντοκουμέντα» και ότι «ήταν τρομακτικά υπερβολική η μομφή. Μιλούσαν για προδοσίες. Μπορεί να ήταν ελκυστικά δημοσιογραφικά και τηλεοπτικά αυτά τα στοιχεία, αλλά στο δικαστήριο δεν είχαν αντίκρισμα. Επιχείρησαν να μεγεθύνουν την υπόθεση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου