- Από τον Χρήστο Μπολώση
«Από την Πέμπτη λοιπόν το απόγευμα, ο συμμορίτες είναι απολύτως κύριοι της καταστάσεως στη Νάουσα. Αρχίζουν
αμέσως το πλιάτσικο. Μπαίνουν στο εργοστάσιο του Λαναρά. Τα αποθέματα που υπήρχαν εκεί μέσα, κουβέρτες κυρίως, ήσαν τεράστια. Μέχρι τα ταβάνια έφταναν τα δέματα. Οι συμμορίτες τα άνοιγαν, τα φόρτωναν στα μουλάρια και τάβγαζαν από την πόλι. Το ίδιο έγινε σε όλα ανεξαιρέτως τα υπόλοιπα εργοστάσια. Άλλα συνεργεία έσπαζαν τις πόρτες των καταστημάτων. Δεν άφησαν ούτε ένα. Μέχρι και στα κουρεία μπήκαν και τάγδυσαν από τους καθρέφτες μέχρι τα πινέλα κα τα μπουκαλάκια με τις μυρουδιές και το οινόπνευμα. Τη νύχτα της Πέμπτης προς την Παρασκευή βάζουν φωτιά στα εργοστάσια Λαναρά. Ρίχνουν τενεκέδες με πετρέλαιο κα βενζίνη κι΄ ύστερα βάζουν φωτιά. Όλοι οι γύρω λόφοι φωτίζονται. Ένας επιστάτης τολμά να ρωτήσει:- Γιατί το καίτε; Οι εργάτες που δουλεύουν εδώ είναι δικοί σας.
- Ναι απαντά ο μοντέρνος Νέρωνας, αλλά αν δεν το κάψουμε πώς θάρθουν κι’ αυτοί στο βουνό;
Τετράγωνο επιχείρημα για τους κομμουνιστάς. Αν δυστυχήσεις μας ακολουθείς. Αν έχεις δουλειά και ζεις εν έρχεσαι μαζί μας. Με τη σειρά λοιπόν τινάζουν όλα τα εργοστάσια. Και το εργοστάσιο της Ηλεκτρικές. Η πολιτεία βυθίζεται στο σκοτάδι. Ο κόσμος τάχει χαμένα. Ακούει εκρήξεις, βλέπει φλόγες, φοβάται πως από στιγμή σε στιγμή θ΄ αρχίσει και το διάλεγμα για τους ομήρους. Τα περισσότερα σπίτια της Νάουσας έχουν κρύπτες, έχουν βαθειά υπόγεια. Κάθε οικογενειάρχης κοιτάζει να σιγουρέψει τα παιδιά του. Κρύβουν ακόμη και στρατιώτες. Την αυγή αντηχούν τα χωνιά:
- Όλοι να μαζευτούν στις πλατείες γιατί θα βάλουμε φωτιά και θα κάψουμε τη Νάουσα.
Μαζεύονται στην πλατεία. Οι «καπετάνιοι» ζυγίζουν με το μάτι έναν έναν.
- Εσύ, εσύ, εσύ.
Κοιτάζουν όλοι με τρόμο το δάχτυλο που θα κανονίσει την τύχη τους. Δυό τρεις κοπέλες, απ’ αυτές που είχαν ξεχωρίσει να τις πάρουν, κάνουν ένα βήμα μπροστά. Κάτι βάλανε στο μυαλό τους, για να γλυτώσουν από την ομηρία.
- Καπετάνιε παρακαλούν, εμείς έχουμε μωρά στη κούνια. Τι μας θέλετε μαζί σας;
Τις κοιτάζει από την κορφή ως τα νύχια κι’ ύστερα πλησιάζει, χουφτώνει τα ρούχα, μπροστά στο στήθος και με νευρική κι’ απότομη κίνηση σκίζει το φουστάνι ως κάτω. Τα κορίτσια μένουν γυμνά ως τη μέση. Γίνονται παπαρούνες από ντροπή. Χουφτώνει το στήθος κάθε μιάς μπροστά στον μαρμαρωμένο κόσμο:
- Αλήθεια ποιος κρατούσε σκλαβωμένη τη Νάουσα και την ελευθέρωσε ο «ΔΣΕ»;
- Αφού δεν έχετε γάλα πώς έχετε μωρά;
Τις σπρώχνει με οργή στους άλλους ομήρους και γυρίζει στον βουβό κόσμο:
- Ακούτε δε ρε. Η Νάουσα είναι δική μας. Κι’ αν φύγουμε θα ξανάρθουμε.
Σκύβουν όλοι το κεφάλι. Τι μπορούσαν να κάνουν; Τι μπορούσαν να ειπούν; Και τα καραβάνια με τους ομήρους ξεκινάνε. Μπροστά οι αιχμάλωτοι φαντάροι. Πίσω οι αιχμάλωτοι χωροφύλακες, δεμένοι τέσσαρες – τέσσαρες. Στους δρόμους της πόλεως μένουνε τα πτώματα εδώ κι’ εκεί. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να τ΄ αγγίξει. Κάπου βογγάει κάποιος τραυματισμένος βαριά…».
Αυτή ήταν η ανταπόκριση του Βασ. Τσιμπιδάρου, από την μαρτυρική Νάουσα, πριν από 72 χρόνια. Εικόνες φρίκης που είναι αδύνατο να πιστέψεις ότι τις δημιούργησαν άνθρωποι. Κι’ όμως…
Η λύσσα των κομμουνιστοσυμμοριτών να καταλάβουν ένα μεγάλο αστικό κέντρο είχε βάση. Ήθελαν έτσι να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη κράτους, ώστε μετά να ομιλούν περί «Εμφυλίου», αφού είναι γνωστό σε κάθε πρωτοετή φοιτητή της Νομικής, ότι Εμφύλιο πόλεμο έχουμε όταν οι δύο αντιμαχόμενοι διαθέτουν Έδαφος, Κυριαρχία επ’ αυτού και επίσημη Αναγνώριση του κράτους αυτού. Οι κομμουνιστές δεν είχαν τίποτα απ’ αυτά. Εξ’ ου και οι απέλπιδες μεν, άκαρπες δε προσπάθειές τους να καταλάβουν τη Νάουσα ή την Φλώρινα ή την Κόνιτσα ή το Καρπενήσι, ή οποιοδήποτε αστικό κέντρο. Τώρα πώς το «Κατσαπλιάδικο» μετετράπη σε «Εμφύλιο», ίσως το συζητήσουμε μίαν ετέραν φοράν, που έλεγε και ο Χατζηχρήστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου