... Στον Φενεό της Κορινθίας, στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, το 1943-44 λειτουργούσε ένα από τα πλέον απαίσια κρεματόρια του ΕΑΜ/ΚΚΕ στην Πελοπόννησο, με θύματα αθώους δημοκρατικούς πολίτες. Πολύ κοντά, σε βαθμό φρίκης, ήταν και εκείνο στο χωριό Στιμάγκα της Κορινθίας. Από τα δυο αυτά στρατόπεδα πέρασαν χιλιάδες κρατούμενοι, και οι εκτελεσμένοι υπολογίζονται σε εκατοντάδες, ίσως και πάνω από χίλιοι.
Ο τρόπος εκτέλεσης των θυμάτων στον Άη Γιώργη ήταν απλός, αλλά εξαιρετικά φρικτός και απάνθρωπος. Στους μελλοθάνατους κρατουμένους, οι φρουροί ανεκοίνωναν ότι θα μετακινούνταν σε άλλον τόπο κράτησης. Εν συνεχεία, τους οδηγούσαν ξυπόλυτους και δεμένους, συνήθως ανά δυο, στην Τρύπα του Φενεού στην περιοχή Κακοβούνι, 5-6 χιλιόμετρα μακριά από το μοναστήρι.
Σε μικρή απόσταση από την Τρύπα τους διέταζαν όλους να καθίσουν κάτω. Από εκεί, έπαιρναν δυο-δυο για εκτέλεση. Αν τα ρούχα που φορούσαν ήταν σε καλή κατάσταση, και οι εκτελεστές τους ήθελαν να τα κρατήσουν, τους τα έβγαζαν πριν την εκτέλεση για να μη γεμίσουν αίματα. Στη συνέχεια, ένας από τους εκτελεστές κτυπούσε το θύμα στο πίσω μέρος της κεφαλής του μ' έναν κωδωνοκρούστη. Στις πιο πολλές περιπτώσεις το κτύπημα άφηνε το θύμα αναίσθητο. Τότε το αποτελείωναν με το μαχαίρι πριν το πετάξουν στο βάραθρο. Υπάρχουν όμως πολλές μαρτυρίες βοσκών της περιοχής, ότι κάποιους τους είχαν ρίξει στο βάραθρο ζωντανούς, γιατί τους άκουγαν μετά να καλούν σε βοήθεια! Αυτό προφανώς συνέβαινε διότι οι εκτελεστές κτυπούσαν τα θύματα με μαχαίρι, και απλώς τα τραυμάτιζαν. Δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ όπλα για να μην κάνουν θόρυβο ή και για οικονομία στις σφαίρες.
Υπεύθυνος για τα στρατόπεδα του Φενεού και της Στιμάγκας, και για τη μεγάλη τρομοκρατία στην Αργολίδα, την Κορινθία, και τη βόρεια Αρκαδία, ήταν ο απεσταλμένος του Πελοποννησιακού Γραφείου του ΕΑΜ/ΚΚΕ, Βαγγέλης Ζέγκος. Στην Αργολιδο-Κορινθία, δρούσε με το ψευδώνυμο «Στάθης» και στην Αρκαδία ως «Τριαντάφυλλος». Είχε οργανώσει τα φοβερώτερα αποσπάσματα της ΟΠΛΑ στην Πελοπόννησο. Γύριζε στα ορεινά χωριά των τριών νομών και ζητούσε να συλλάβει και να εκτελέσει, για εκφοβισμό των υπολοίπων, ένα συγκεκριμένο ποσοστό κατοίκων, συνήθως γύρω στο 5-10%! Τον έτρεμαν όλοι, ακόμη και τα στελέχη του ΕΑΜ. Συχνά εγκατέλειπαν και αυτοί τα χωριά τους, όταν μάθαιναν ότι πλησίαζε ο Ζέγκος.
Ο ΕΛΑΣ είχε συγκεντρώσει πολύ μεγάλες δυνάμεις ανταρτών στον Ταύγετο για την επίθεση στα ΤΑ της Μεσσηνίας... Ο Κλάρας είχε στείλει σαφές μήνυμα ότι εκτός από τον αφανισμό των ταγματασφαλιτών -για τους οποίους είχε διατάξει να εκτελούνται επί τόπου, χωρίς συζήτηση- ήθελε να τιμωρήσει παραδειγματικά και τους δημοκρατικούς κατοίκους της Καλαμάτας, που δεν είχαν προσχωρήσει στο ΕΑΜ. Γι' αυτό, εκτός από τα κομματικά στελέχη του ΕΑΜ/ΚΚΕ Μεσσηνίας, και ο ίδιος προσωπικά καλούσε κόσμο από τα χωριά της νοτιοδυτικής Αρκαδίας και της βορειοδυτικής Λακωνίας να ακολουθήσουν τον ΕΛΑΣ για να κάνουν πλιάτσικο στην Καλαμάτα... Το ίδιο κάλεσμα έκαναν στις οργανώσεις του νομού και οι ηγέτες του ΕΑΜ/ΚΚΕ Μεσσηνίας, που είχαν συγκεντρωθεί έξω από την πόλη για την επίθεση· ήταν όλοι τους εκεί, με επικεφαλής τους: Τάσο Κουλαμπά, Μάριο Καμπούρη, Γεώργιο Δάλλα, Στέλιο Διακουμογιαννόπουλο, κ.λπ. Εκτός από τους ηγέτες της Μεσσηνίας, έξω από την Καλαμάτα, ήταν και ηγέτες του ΕΑΜ/ΚΚΕ Πελοποννήσου. Ήταν εκεί ο σκληρός και πανίσχυρος γραμματέας του ΕΑΜ Πελοποννήσου, Αχιλλέας Μπλάνας και ο ψυχρός κι απόμακρος κομμουνιστής Νίκος Μπελογιάννης, ειδικός απεσταλμένος στην Πελοπόννησο του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ, Γιώργου Σιάντου. Ο Ακρίτας και ο Ωρίων ήταν κοντά στους αντάρτες του ΕΛΑΣ στην επίθεση. Ο δεύτερος, ως καπετάνιος της 9ης ταξιαρχίας, ήταν ο πραγματικός ηγέτης της. Το κάλεσμα προς τα μέλη του ΕΑΜ/ΚΚΕ και τους οπαδούς τους στη Μεσσηνία, όριζε να κατέβουν στην Καλαμάτα οπλισμένοι με ό,τι όπλο η φονικό εργαλείο είχαν. Τουλάχιστον 2.000 ανταποκρίθηκαν, κραδαίνοντας μαχαίρια, κλαδευτήρια, τσεκούρια, τραχάδες (κόσσες), σφυριά, κι ό,τι άλλο φονικό εργαλείο μπορεί κανείς να φαντασθεί. Κάποιοι είχαν εμφανισθεί και με παλιά σπαθιά, από την εποχή της Επανάστασης...
Η Καλαμάτα έπεσε στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ, της ΟΠΛΑ, και του πλήθους από τις επαρχίες που μπήκαν στην πόλη για πλιάτσικο και αυτοδικίες κατά της «αντίδρασης». Η ζωή και η περιουσία των δημοκρατικών πολιτών της Καλαμάτας έγινε πολύ φθηνή. Αρκούσε να υποδείξει κάποιος σ' έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ ότι ένας πολίτης ήταν «ντυμένος», ή ότι είχε συγγενή του «ντυμένο» για να τον εκτελέσει επί τόπου, ή στην καλύτερη περίπτωση να τον συλλάβει και να τον κλείσει στα πρόχειρα στρατόπεδα. Πολλοί πολίτες της Καλαμάτας, συχνά ολόκληρες οικογένειες, συνελήφθησαν και κλείστηκαν στα πρόχειρα στρατόπεδα, ή είδαν μέλη τους να εκτελούνται, χωρίς να έχουν καμμιά σχέση με τα ΤΑ.
Οι μεγαλύτερες επί τόπου σφαγές αμάχων, έγιναν στις δυτικές συνοικίες της πόλης, εκεί όπου μπήκε ο πιο φανατικός όχλος, από τις επαρχίες Μεσσήνης και Πυλίας. Προς τα εκεί είχαν καταφύγει και πολλοί κάτοικοι της Καλαμάτας, μακριά από το πεδίο της μάχης, αφού ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε από την πλευρά του Ταϋγέτου, από ανατολικά και νοτιοανατολικά. Στη συνοικία Ράχες την 10η Σεπτεμβρίου, επομένη της μάχης, σφαγιάστηκαν δεκάδες πολιτών. Σ' αυτούς ήταν και πολλοί επώνυμοι, που δεν είχαν προλάβει να φύγουν για τον Μελιγαλά.
Αυτή η κατάσταση στην Καλαμάτα άλλαξε το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου 1944, όταν η ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ διέταξε να σταματήσουν οι αυτοδικίες, τα λυντσαρίσματα, και οι εκτελέσεις στους δρόμους. Όλοι οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν και κλείστηκαν στους στρατώνες του 9ου Συντάγματος Πεζικού. Εκεί, έγινε διαλογή από ντόπια στελέχη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ, που αποφάσιζαν για ζωή και θάνατο. Μαρτυρίες ομιλούν για εκτελέσεις μέσα στους θαλάμους (συνήθως σφαγή με μαχαίρι) με τους άλλους κρατουμένους να βλέπουν και να τρέμουν.
Όπως έγινε αργότερα στον Μελιγαλά και στους Γαργαλιάνους, εκείνοι που υπέφεραν θύματα δυσανάλογα των αριθμών τους, ήταν οι δημοκρατικοί πολίτες που είχαν καταφΰγει στην Καλαμάτα από τα χωριά και τις άλλες πόλεις της Μεσσηνίας για να γλυτώσουν την τρομοκρατία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ. Όταν τους έβλεπαν οι συμπατριώτες τους από τις οργανώσεις της Αριστεράς, που τώρα είχαν μπει «νικητές» στην Καλαμάτα, σήμαινε σίγουρη σύλληψη και συχνά θάνατος. Η φυγή από τα χωριά τους, τους τοποθετούσε αυτόματα στους «προδότες» του «αγώνα» και στην «αντίδραση».
Την 17η Σεπτεμβρίου, ημέρα Κυριακή το απόγευμα, έφεραν μ' ένα φορτηγό από τον Μελιγαλά, δεμένους και φρικτά βασανισμένους, τον νομάρχη Περρωτή και 17 ακόμη αιχμαλώτους. Στην κεντρική πλατεία, τους περίμενε οργανωμένος όχλος «αγανακτισμένων πολιτών» που τους λυντσάρισε, κτυπώντας τους με κάθε είδους φονικό εργαλείο, εκτός από σφαίρες, προφανώς για να υποφέρουν περισσότερο. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που τους συνόδευαν, δεν προσπάθησαν να εμποδίσουν τον όχλο, γεγονός που αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι το λυντσάρισμα ήταν οργανωμένη παράσταση. Τα πτώματα μερικών από τα 18 θύματα τα κρέμασαν στον φανοστάτη της πλατείας Αγίου Γεωργίου, και τα άφησαν εκεί ως την επόμενη ημέρα. Τα πτώματα των 18 θυμάτων μεταφέρθηκαν μετά στη συνοικία Αβραμού και έμειναν έκθετα για μέρες σε κοινή θέα των περαστικών, πριν τα ρίξουν όλα μαζί σ' έναν λάκκο. Σε συγγενείς των θυμάτων που πήγαν και ζήτησαν τα πτώματά τους για ενταφιασμό, δεν τους επετράπει ούτε καν να τα πλησιάσουν.
Το σύνολο των εκτελεσθέντων στην Καλαμάτα, μετά τη μάχη, δεν έγινε ποτέ γνωστό με αδιαφιλονίκητα στοιχεία (π.χ. βεβαιωμένες καταστάσεις ονομάτων). Ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ 570 και 1180. Σ' αυτούς περιλαμβάνονται και οι 250 περίπου ταγματασφαλίτες και χωροφυλακές που φονεύθηκαν στη μάχη, ή αμέσως μετά μέχρι το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου που γίνονταν αυτοδικίες.
Όταν ο Κλάρας έμπαινε στους Γαργαλιάνους, από τη συνοικία του Άγιου Σπυρίδωνα, είδε κάποιους αντάρτες του να στήνουν στον τοίχο αιχμαλώτους, έτοιμοι να τούς εκτελέσουν. Σταμάτησε το άλογό του, και τους φώναξε: «Συναγωνιστές, οικονομία στις σφαίρες. Μαχαίρι!».
... (Μαρτυρία Ρένας Κατσίβελα)
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του Άρη Βελουχιώτη στο σπίτι μας, συνέβη και ένα φοβερό γεγονός με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Η κρεββατοκάμαρα των γονέων μου, που χρησιμοποιούσε ο Άρης, είναι απέναντι στο κεντρικό πάρκο της πόλεως (Γαργαλιάνοι), που τότε ήταν ακάλυπτος χώρος, στον οποίον γινόταν κάθε χρόνο το μεγάλο εμπορικό πανηγύρι. Βλέπει επίσης στον κεντρικό δρόμο της πόλεως που συνδέει την πλατεία με το Γυμνάσιο. Φαίνεται ότι ο Άρης ήταν στο παράθυρο και τράβηξαν την προσοχή του οι παρακλήσεις και τα κλάματα ενός νεαρού παιδιού κάτω στο δρόμο. Ένας αντάρτης το οδηγούσε με την βία στο Γυμνάσιο, το οποίο ο ΕΛΑΣ χρησιμοποιούσε ως κρατητήριο.
Διέταξε τον αντάρτη να ανεβάσει το παιδί επάνω στο σπίτι μας, και ο Άρης πήγε και τους συνάντησε στο μέσο της εσωτερικής σκάλας. Ρώτησε τον αντάρτη γιατί είχε συλλάβει το παιδί και εκείνος του είπε ότι ήταν ταγματασφαλίτης. Το παιδί παρακαλούσε ακόμη να το αφήσουν, και έλεγε ότι δεν είχε κάνει τίποτε. Όταν είδε την μεγαλύτερη αδελφή μου, Αδαμαντία, που πήγαινε εκείνη την στιγμή να κατέβει την σκάλα, άρχισε να την παρακαλεί και εκείνη να τον βοηθήσει: «Δεσποινίς, πέστε τους ότι είμαι καλό παιδί! Πέστε τους ότι είμαι καλό παιδί! Πέστε τους ότι δεν έχω κάνει τίποτε!».
Ο Άρης άρπαξε το κεφάλι του παιδιού από τα μαλλιά, το στήριξε στο γόνατό του, και του έκοψε τον λαιμό. Στην συνεχεία to πέταξε κάτω στην σκάλα και με κλωτσιές το έβγαλε στο πεζοδρόμιο. Όταν βγήκε κι αυτός στο πεζοδρόμιο, πάτησε με τις μπότες του το κεφάλι του παιδιού. Το όνομα του νεαρού παιδιού ήταν Πολύβιος-Διομήδης Αναστόπουλος...
... (Μαρτυρία Χαραλαμπίας Δεληγιάννη)
Στην πλατεία των Γαργαλιάνων είναι και το σπίτι του Κοκκώνη. Αυτός είχε ένα μοναχοπαίδι και του το σφάξανε. Στο μπαλκόνι αυτού του σπιτιού ανέβηκε ο Σημίτης* μετά τη μάχη και μίλησε στον κόσμο για τη «λευτεριά». Μιλούσε για τη λευτεριά, την ώρα που η πλατεία και ο δρόμος εκεί, ήταν γεμάτοι αίμα.
[* (σ.σ.) Πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού, Κώστα Σημίτη.]
Την 27η Σεπτεμβρίου 1944, χιλιάδες Πυλίων και κατοίκων της περιοχής, συγκεντρώθηκαν από το ΕΑΜ/ΚΚΕ στην κεντρική πλατεία για να «γιορτάσουν» την 3η επέτειο του ΕΑΜ, αλλά και τη νίκη κατά της «αντίδρασης» που είχε συντελεστεί στη Μεσσηνία. Πρώτα τελέσθηκε δοξολογία, και μετά εκφωνήθηκαν λόγοι από στελέχη του ΕΑΜ/ΚΚΕ. Μίλησαν, ο εθνοσύμβουλος ΕΑΜ Πυλίας Βασίλης Κανελλόπουλος, ο Τάσος Κουλαμπάς, και ο Στέλιος Διακουμογιαννόπουλος (ο επονομαζόμενος Κουλός).
Όλες οι ομιλίες ήταν εμπρηστικές, γεμάτες μίσος και φανατισμό, αλλά εκείνος ο οποίος κατηγορήθηκε ακόμη και από τους ομοϊδεάτες του ότι προξένησε τη μεγαλύτερη έξαψη ήταν ο τελευταίος.
«Οι προδότες, τα σκουλήκια της αντίδρασης, θα τιμωρηθούν χωρίς οίκτο από τον λαό!», φώναζε ο Διακουμογιαννόπουλος.
Το γεγονός είναι ότι οι ομιλίες αυτές άναψαν τα αίματα των φανατικών κομμουνιστών και οι πρώτες φωνές που ζητούσαν εκδίκηση ακούστηκαν από το πλήθος: «Θάνατος! Θάνατος στους προδότες!».
Το κτήριο που κρατούνταν οι 21 κρατούμενοι που είχαν απομείνει, ήταν απέναντι από την άκρη της πλατείας.
Όσο διαρκούσε ακόμη η ομιλία του Διακουμογιαννόπουλου, μια ομάδα από το πλήθος, με επικεφαλής τον Χρήστο Σταθόπουλο, κινήθηκε προς το κτήριο με τους φυλακισμένους.* Μερικοί μπήκαν στο κτήριο και ανέβηκαν στο δεύτερο πάτωμα που ήταν τα 21 άτομα, ενώ οι υπόλοιποι που παρέμειναν έξω συνέχιζαν να θορυβούν. Αυτοί που μπήκαν μέσα, λύντσαραν τους 21 κρατουμένους. Ο όχλος έξω από το κτήριο ζητούσε αποδείξεις για τον θάνατό τους. Δεν τους αρκούσαν οι φρικιαστικές κραυγές που ακούγονταν από τα θύματα που κατακρεουργούνταν. Για απόδειξη λοιπόν, οι εκτελεστές πέταξαν απ' το παράθυρο και το μπαλκόνι, 3 από τα νεκρά σώματα στο δρόμο: Των γιατρών Ιωάννη Θεριού και Γεωργίου Λαμπρακόπουλου, και του συμβολαιογράφου Αδάμ Στασινόπουλου.
Οι δολοφόνοι εν συνεχεία κατέβηκαν από το κτίριο. Καθάρισαν τα μαχαίρια τους και τα χέρια τους από τα αίματα σε παραπλήσια βρύση, σε θέα όλων των συγκεντρωμένων, και βέβαια των κομμουνιστών ηγετών της συγκέντρωσης. Τα πτώματα των θυμάτων, που εν τω μεταξύ είχαν ξεγυμνωθεί, φορτώθηκαν σε κάρα και ρίχτηκαν σ' έναν λάκκο στο Κάστρο.
[* (σ.σ.) Για την ακρίβεια, ο ίδιος ο Διακουμογιαννόπουλος υπέδειξε στον αφηνιασμένο όχλο που ζητούσε την κεφαλή τους επί πίνακι, που βρίσκονταν κλεισμένοι οι κρατούμενοι.].
Την 16η Νοεμβρίου 1955, η εφημερίδα «ΣΗΜΑΙΑ» της Καλαμάτας, δημοσίευσε έναν φρικιαστικό διάλογο με τίτλο «ΜΗ ΜΕ ΛΕΡΩΣΕΙΣ». Η εφημερίδα ανέφερε ότι ο διάλογος είχε γίνει στον χώρο της εκτέλεσης, στη Βέργα, μεταξύ του μελλοθάνατου γιατρού Αντώνη Πυλιώτη και του εκτελεστού του από τους Γαργαλιάνους. Ήταν αυτός που τον είχε συλλάβει στους Γαργαλιάνους, και του είχε πάρει αμέσως τα παπούτσια του.
Ο γιατρός υπενθύμισε στον εκτελεστή του τις υπηρεσίες που είχε επανειλημμένα προσφέρει στην οικογένειά του αφιλοκερδώς, και του ζήτησε να του χαρίσει τη ζωή. Σε απάντηση, εκείνος τον ειρωνεύτηκε, λέγοντας ότι θα του κάνει τη χάρη να τον σφάξει τελευταίο. Τότε, ο μελλοθάνατος του ζήτησε τουλάχιστον να μην χρησιμοποιήσει το μαχαίρι, αλλά να τον πυροβολήσει.
Σ' αυτή την παράκληση του μελλοθάνατου γιατρού, ο εκτελεστής τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπέφερε, διότι το μαχαίρι του ήταν...γλυκό σαν μέλι. Όταν δε ήρθε η ώρα της σφαγής του, τον διέταξε να αλλάξει τη θέση του σώματος του για να «μην τον λερώσει» με το αίμα του!
... («Ματωμένες μνήμες» - Ιωάννης Μπουγάς) ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου