Αν και πέρασαν τέσσερις δεκαετίες και ο "κυρίαρχος" λαός έχει τώρα ν' αντιμετωπίσει την πείνα, την ανεργία και τη Νέα Κατοχή, θεωρώ ιστορικά χρήσιμο να παραθέσω εδώ ετούτη τη μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη, που αφορά την "αντίσταση" των "φιλάθλων" κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Τα όσα αφηγήθηκε ο αγωνιστής Μίκης τα είχα γράψει και ο ίδιος εδώ και δύο δεκαετίες, αναδεικνύοντας τη μεγάλη απάτη της αντίστασης, γράφοντας και τα εξής: "Όταν με τον Ηλία Ηλιού ήμασταν κρατούμενοι στο νοσοκομείο "Άγιος Παύλος", που ήταν δίπλα από τις φυλακές Αβέρωφ και απέναντι από το γήπεδο του "Παναθηναϊκού", παρακολουθήσαμε από το παράθυρο τα διαδραματιζόμενα στις ποδοσφαιρικές συναντήσεις. Ήταν στα τέλη του 1968 και αρχές 1969. Ενώ εμείς ήμασταν κρατούμενοι, αρνούμενοι να συμβιβαστούμε με το στρατιωτικό καθεστώς, οι ποδοσφαιρόφιλοι κατά χιλιάδες συνέρρεαν στο γήπεδο να απολαύσουν την κλωτσοπατινάδα ωσάν να μην συμβαίνει απολύτως τίποτα στη χώρα. Σχολιάζαμε αυτό το άθλιο φαινόμενο με τον Ηλιού πικραμένοι και απογοητευμένοι για τη στάση αυτή του λαού. Ενός λαού που δεν ντράπηκε να υποστηρίξει το μέγα ψεύδος ότι έκανε καθολική αντίσταση.
Αυτά έγραφα τότε χωρίς να ξέρω ότι την ίδια διαπίστωση έκανε και ο Μίκης, όπως καταγράφεται στην γνωστή του αφήγηση στο δημοσιογράφο Γ. Μαλούχο, λέγοντας και τα εξής στο "Άξιος Εστί" (Το άκουσα σε επανάληψη από το "Σκάι", την Παρασκευή της 17/12/2010, στην πρωινή ζώνη).
Να, λοιπόν τι αφηγήθηκε ο Μίκης με οργή: "Με πόση οργή βλέπαμε με τον Πεπονή από τα κάγκελα των φυλακών Αβέρωφ, που ήταν απέναντι από το γήπεδο, όταν περνούσαν παρέες παρέες να μπουν στο γήπεδο για να παρακολουθήσουν το ποδόσφαιρο. Βγαίναμε επίτηδες στα κάγκελα να μας δουν, να μας ρίξουν μια ματιά, να πάρουμε κουράγιο, όμως οι άνθρωποι αυτοί απέφευγαν και να μας κοιτάξουν. Αν τυχόν μας έριχναν μια ματιά, και μένα με γνώριζαν καλά, έστρεφαν αλλού το κεφάλι τους και συνέχιζαν αδιάφοροι να σχολιάζουν τα ποδοσφαιρικά.
Κάθε Τετάρτη ήταν για μας ένα μαρτύριο αυτή η συμπεριφορά και σκεφτόμουν για τι να εγκαταλείψω εγώ τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τους ηλικιωμένους γονείς για την ελευθερία τους".
Ναι, αυτή ήταν η "αντίσταση" της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού!
Ήταν τότε που η Αριστερά –και όλοι εμείς που την στηρίζαμε- κατηγορούσε τη Χούντα ότι "με τη μπάλα αποβλακώνει το λαό και τον αποπροσανατολίζει ώστε να μην αισθάνεται την ανάγκη της αντίστασης".
Όμως, με τη μεταπολίτευση, το πολιτικό σύστημα της σήψης και της παρακμής αποβλάκωσε στον κύβο τον "κυρίαρχο" λαό, στον οποίο έδωσε άρτον, μπάλα και θεάματα, αν και τώρα δεν υπάρχει άρτος (Για τις ολέθριες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες του ποδοσφαίρου βλ. π.χ. τα άρθρα μου: "Ο φανατισμός στο ποδόσφαιρο εκμαυλίζει τους πολίτες", στα "Πολιτικά Θέματα" (Π.Θ.) της 16/3/2001) – "Δύο 'χρυσά' πόδια ως εθνικό κεφάλαιο" (Π.Θ.) της 2/2/2003 και "Ποδόσφαιρο: Ο προθάλαμος της φασιστικοποίησης" (Π.Θ.) της 16/5/2003).
Πέρα απ' όλα αυτά –και άλλα πολλά- είναι περιττό να υπογραμμίσω την κάθε λογής διαφθορά και βία που εκκολάπτεται στους λεγόμενους αθλητικούς χώρους τους οποίους ευλογούν με την παρουσία τους κάθε λογής πολιτικοί, εκκλησιαστικοί παράγοντες, και αυτό ακόμη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Παρίσταται στις βραβεύσεις των… ηρώων ποδοσφαιριστών, κατεδαφίζοντας έτσι τις πνευματικές και ηθικές αξίες συντελώντας στην οικοδόμηση αντικοινωνικών προτύπων στους κόλπους της νεολαίας.
Αθήνα, 21 Ιανουαρίου 2011
Ο πολίτης Π. Λ. Παπαγαρυφάλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου