Μπορεί τα σουβλάκια να αποτελούν σύμβολο της νεοελληνικής κουλτούρας, όμως τα ευρήματα των ανασκαφών στη Σαντορίνη αποκαλύπτουν πως η λαχταριστή αυτή παράδοση, αποτελούσε συνήθεια των κατοίκων τη Θήρας στην Εποχή του Χαλκού. Μάλιστα, οι αρχαίοι Θηραίοι φαίνεται πως απολάμβαναν μια σειρά από γκουρμέ γεύματα, όπως κυδώνια, αχινούς, πορφύρα, σαλιγκάρια, αλλά και...μπίρα....
Τη γαστρονομική κουλτούρα του αρχαίου κυκλαδικού πολιτισμού της Θήρας παρουσίασε ο διευθυντής των Ανασκαφών Θήρας, κ. Χρίστος Ντούμας, στην προχθεσινή ομιλία του με θέμα «Από την ανάγκη στην απόλαυση. Οι διατροφικές συνήθειες στο Ακρωτήρι της Εποχής του Χαλκού», που έλαβε χώρα στο Μέγαρο Μουσικής.
Όπως σημειώνει, τα βασικά αγαθά που έβρισκε κανείς σε μια θηραϊκή κουζίνα πριν την ιστορική έκρηξη του ηφαιστείου, ήταν το κριθάρι, το λαθούρι, τα μπιζέλια, οι φακές και η φάβα, «που η γη της Θήρας παρείχε στους κατοίκους της και τα οποία συχνά αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης των αγγειογράφων».
Παράλληλα, οι Θηραίοι μάζευαν σύκα, αμύγδαλα, και προφανώς θαλασσινά: «Κυδώνια, αχινοί, χτένια, πεταλίδες και τρίτωνες είναι από τα πιο συχνά όστρεα, ενώ φαίνεται πως και η πορφύρα, εκτός από την παραγωγή χρώματος, καταναλωνόταν και ως τροφή», όπως εξήγησε ο κ. Ντούμας.
Από το αρχαίο σαντορινιό τραπέζι δεν έλειπε και το κρέας, με «τα αιγοπρόβατα να κατέχουν την πρώτη θέση σε ποσοστό 80% περίπου. Ακολουθούν τα χοιρινά σε ποσοστό 19%, ενώ ελάχιστα είναι τα οστά βοοειδών και ζώων κυνηγιού», όπως σημειώνει ο κ. Ντούμας. Το μέσο εκτέλεσης της εκάστοτε συνταγής, ήταν κατά κύριο λόγο η χύτρα, αλλά και ο κλειστός φούρνος.
Όπως αποκαλύπτουν ορισμένα ευρήματα των ανασκαφών, όπως επιτραπέζια σκεύη, σκεύη μαγειρέματος (ταψιά, γουδιά, τηγάνια, σουρωτήρια, κλπ), αλλά και αγγεία με σχετικές παραστάσεις, στη Θήρα λειτουργούσαν και...σουβλατζίδικα.
Επίσης, όπως τονίζει ο διευθυντής των ανασκαφών, «οι Θηραίοι μπορεί να είχαν εισαγάγει από την Αίγυπτο και την τεχνική να παρασκευάζουν μπίρα από κριθάρι, αφού αυτό, όπως είδαμε, αποτελούσε ένα από τα βασικά αγροτικά προϊόντα της τοπική παραγωγής».
Από την Κρήτη κυρίως, οι κάτοικοι της Αρχαίας Σαντορίνης έφερναν μια σειρά από «εξωτικά αγαθά», όπως ελιές, σαλιγκάρια, κοχλίες, χοχλιούς, αρωματικά φυτά και βότανα (ρίγανη, ζαφορά, θυμάρι, χαμομήλι, φασκόμηλο, αψιθιά, κ.ά.), αλλά και τα προϊόντα της αμπέλου και της ροδιάς, που μάλλον είχαν μεγάλη επιτυχία, αφού «μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο οίνος άρχισε να ευφραίνει "καρδίαν Θηραίων" τουλάχιστον από της 2ης χιλιετίας π.Χ.», όπως υπογραμμίζει ο αρχαιολόγος.
Ο κ. Ντούμας καταλήγει πως ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στη Σαντορίνη, γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ., μάλλον είχε έφεση στις μικρές γαστρονομικές απολαύσεις της ζωής:
«Αυτό, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, το είχε πετύχει η θηραϊκή κοινωνία της Εποχής του Χαλκού. Μετατρέποντας όμως την κάλυψη της ανάγκης σε απόλαυση, δεν φαίνεται να ξεπέρασε τα όρια, δεν πέρασε στη χλιδή. Απλώς, απολαμβάνοντας τη ζωή φρόντιζε και τις άλλες, τις μη υλικές ανάγκες, όπως δείχνει η διαδεδομένη καλλιέργεια της τέχνης».
Τη γαστρονομική κουλτούρα του αρχαίου κυκλαδικού πολιτισμού της Θήρας παρουσίασε ο διευθυντής των Ανασκαφών Θήρας, κ. Χρίστος Ντούμας, στην προχθεσινή ομιλία του με θέμα «Από την ανάγκη στην απόλαυση. Οι διατροφικές συνήθειες στο Ακρωτήρι της Εποχής του Χαλκού», που έλαβε χώρα στο Μέγαρο Μουσικής.
Όπως σημειώνει, τα βασικά αγαθά που έβρισκε κανείς σε μια θηραϊκή κουζίνα πριν την ιστορική έκρηξη του ηφαιστείου, ήταν το κριθάρι, το λαθούρι, τα μπιζέλια, οι φακές και η φάβα, «που η γη της Θήρας παρείχε στους κατοίκους της και τα οποία συχνά αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης των αγγειογράφων».
Παράλληλα, οι Θηραίοι μάζευαν σύκα, αμύγδαλα, και προφανώς θαλασσινά: «Κυδώνια, αχινοί, χτένια, πεταλίδες και τρίτωνες είναι από τα πιο συχνά όστρεα, ενώ φαίνεται πως και η πορφύρα, εκτός από την παραγωγή χρώματος, καταναλωνόταν και ως τροφή», όπως εξήγησε ο κ. Ντούμας.
Από το αρχαίο σαντορινιό τραπέζι δεν έλειπε και το κρέας, με «τα αιγοπρόβατα να κατέχουν την πρώτη θέση σε ποσοστό 80% περίπου. Ακολουθούν τα χοιρινά σε ποσοστό 19%, ενώ ελάχιστα είναι τα οστά βοοειδών και ζώων κυνηγιού», όπως σημειώνει ο κ. Ντούμας. Το μέσο εκτέλεσης της εκάστοτε συνταγής, ήταν κατά κύριο λόγο η χύτρα, αλλά και ο κλειστός φούρνος.
Όπως αποκαλύπτουν ορισμένα ευρήματα των ανασκαφών, όπως επιτραπέζια σκεύη, σκεύη μαγειρέματος (ταψιά, γουδιά, τηγάνια, σουρωτήρια, κλπ), αλλά και αγγεία με σχετικές παραστάσεις, στη Θήρα λειτουργούσαν και...σουβλατζίδικα.
Επίσης, όπως τονίζει ο διευθυντής των ανασκαφών, «οι Θηραίοι μπορεί να είχαν εισαγάγει από την Αίγυπτο και την τεχνική να παρασκευάζουν μπίρα από κριθάρι, αφού αυτό, όπως είδαμε, αποτελούσε ένα από τα βασικά αγροτικά προϊόντα της τοπική παραγωγής».
Από την Κρήτη κυρίως, οι κάτοικοι της Αρχαίας Σαντορίνης έφερναν μια σειρά από «εξωτικά αγαθά», όπως ελιές, σαλιγκάρια, κοχλίες, χοχλιούς, αρωματικά φυτά και βότανα (ρίγανη, ζαφορά, θυμάρι, χαμομήλι, φασκόμηλο, αψιθιά, κ.ά.), αλλά και τα προϊόντα της αμπέλου και της ροδιάς, που μάλλον είχαν μεγάλη επιτυχία, αφού «μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο οίνος άρχισε να ευφραίνει "καρδίαν Θηραίων" τουλάχιστον από της 2ης χιλιετίας π.Χ.», όπως υπογραμμίζει ο αρχαιολόγος.
Ο κ. Ντούμας καταλήγει πως ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στη Σαντορίνη, γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ., μάλλον είχε έφεση στις μικρές γαστρονομικές απολαύσεις της ζωής:
«Αυτό, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, το είχε πετύχει η θηραϊκή κοινωνία της Εποχής του Χαλκού. Μετατρέποντας όμως την κάλυψη της ανάγκης σε απόλαυση, δεν φαίνεται να ξεπέρασε τα όρια, δεν πέρασε στη χλιδή. Απλώς, απολαμβάνοντας τη ζωή φρόντιζε και τις άλλες, τις μη υλικές ανάγκες, όπως δείχνει η διαδεδομένη καλλιέργεια της τέχνης».