Περπατώντας στις όχθες του ποταμού Ρίο δε λα Πλάτα, στην «καρδιά» του Μοντεβιδέο, βλέπεις παντού τριγύρω, πρόσωπα χαρούμενα. Πρόσωπα οικεία, που σε χαιρετούν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα «καλημέρα», στα ισπανικά, αλλά και -συχνά- στα … ελληνικά. Αυτή η τελευταία επισήμανση μπορεί να ηχεί παράξενα στα αυτιά του αναγνώστη, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή και κάθε άλλο παρά περίεργη, αφού στην πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, με το περίπου 1,5 εκατ. κατοίκους, ολοένα και περισσότεροι είναι αυτοί που μαθαίνουν και μιλούν ελληνικά.
Αυτούς τους ανθρώπους, με την ευγενική θωριά και την ελληνική «ψυχή» συνάντησε, στο πέρασμά της από την Ουρουγουάη, η Ελένη Γκίνου, καθηγήτρια γλώσσας και διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, η οποία ζει και «τρέφεται» με τέτοια ταξίδια ανά τον κόσμο, όπου συχνά συναντά μια … άλλη Ελλάδα.
Και τούς συνάντησε, όπως μας μεταφέρει, σ’ έναν χώρο, που θα μπορούσε να πει κάποιος πως πρόκειται για το «λίκνο» του ελληνικού πολιτισμού στη μακρινή αυτή χώρα: το ίδρυμα «Μαρία Τσάκος».
«Παιδί» του Χιώτη καπετάνιου Π. Τσάκου, ο οποίος βρέθηκε στο Μοντεβιδέο για επαγγελματικούς λόγους, αλλά «κουβαλώντας» πάντα στην ψυχή του τη μεγάλη του αγάπη για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, την ελληνική παράδοση και τον πολιτισμό, το Ίδρυμα έχει καταφέρει, από την ίδρυσή του, το 1978, έως σήμερα, να φέρει στην «αγκαλιά» του χιλιάδες Ουρουγουανούς.
Το Ίδρυμα φέρει το όνομα της μητέρας του καπετάν Τσάκου, «μιας απλής γυναίκας της Χίου, που αποπνέει, όμως, τη σοφία της ζωής», όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει η Ελένη Γκίνου.
Η έμφυτη, θα έλεγε κάποιος, αγάπη των Ουρουγουανών για την Ελλάδα και ο απέραντος θαυμασμός τους για την πολιτισμό της ήταν το «κλειδί» της εδραίωσης του Ιδρύματος και της πολύ μεγάλης επιτυχίας του έργου του.
Χαρακτηριστικό είναι πως, μόνο την περασμένη χρονιά, από τα θρανία του σχολείου εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας πέρασαν 450 μαθητές και, μάλιστα, η ζήτηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αλλά το σχολείο δεν μπορούσε να φιλοξενήσει άλλους.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον καπετάνιο Δημήτρη Λίνα, στενό συνεργάτη του Παναγιώτη Τσάκου και αντιπρόεδρο του Ιδρύματος, συνολικά πάνω από 5.000 άτομα διδάχθηκαν την ελληνική γλώσσα έως σήμερα.
«Σ’ όποιο μέρος της πόλης και να πας μπορείς θα βρεις ανθρώπους να μιλούν ελληνικά», είπε στο Εθνικό Πρακτορείο ο κ. Λίνας από το μακρινό Μοντεβιδέο και τη διαπίστωση αυτή επιβεβαίωσε και η κ. Γκίνου, η οποία είχε την ευτυχία, όπως λέει, να ζυμωθεί με τους μαθητές του Ιδρύματος, να συνομιλήσει μαζί τους, ακόμη και να τους διδάξει κάποιες λέξεις και στοιχεία της ελληνικής γλώσσας.
Οι μαθητές είναι από 15 έως και 85 χρονών, μαθητές, φοιτητές, γιατροί, δικηγόροι, άνθρωποι του πνεύματος, αλλά και απλές νοικοκυρές, που προσέρχονται στο Ίδρυμα για να μάθουν ελληνικά, «τη γλώσσα της καρδιάς τους».
«Αγαπούν πάρα πολύ την Ελλάδα. Όταν τούς έλεγα ότι είμαι Ελληνίδα, ήταν σαν να έβλεπαν κάποια κόρη του Ποσειδώνα ή της αρχαίας Αθηνάς. Τέτοια είναι η αγάπη τους, που σε κάνει να συνειδητοποιείς πως έχεις έναν πολιτισμό που είναι οικουμενικός, είναι διαχρονικός«, μας εξομολογείται η Ελένη Γκίνου, με μια χροιά έντονου ενθουσιασμού στη φωνή της και έκδηλη την αγάπη γι’ αυτούς τους ανθρώπους στο βλέμμα της.
«Θέλουν να μάθουν -συνεχίζει- από κάποιο μεράκι. Το βλέπεις στα μάτια τους. Με τι ζήλο, τι ζέση, τι πάθος μαθαίνουν τα ελληνικά. Τους ρώτησα γιατί θέλουν να μάθουν τα ελληνικά και μου απάντησαν: για την κουλτούρα, τον πολιτισμό. Είναι αυτό το δέος που έχουν απέναντι στο δικό μας τον πολιτισμό και η αγάπη για την πολύ πλούσια γλώσσα μας. Το κάνουν για μια εσωτερική μόρφωση. Ίσως επειδή πιστεύουν πως μαθαίνοντας αυτή τη γλώσσα, θα έρθουν σε στενότερη επαφή με την ελληνική κουλτούρα και τον πολιτισμό».
Μάλιστα, οι Ουρουγουανοί αυτοί λάτρεις του ελληνικού πνεύματος έχουν δώσει ερέθισμα ακόμη και σε Έλληνες τέταρτης γενιάς να ασχοληθούν με τη γλώσσα των προγόνων τους. Ωστόσο, το 90% και πλέον όσων συμμετέχουν στα μαθήματα της ελληνικής, τα οποία -σημειωτέον- παρέχονται δωρεάν, είναι Ουρουγουανοί.
Εκτός των μαθημάτων γλώσσας, το Ίδρυμα προσφέρει μαθήματα παραδοσιακών ελληνικών χορών, μουσικής και ελληνικής κουζίνας, ενώ κάθε Σάββατο η «φωνή» του εκπέμπει ραδιοφωνικά, μέσα από την εκπομπή «Ταξίδι στην Ιθάκη».
Ακούραστοι «εργάτες» του Ιδρύματος, ο Δημήτρης Λίνας και η σύζυγός του Καλλιόπη, μαζί με τη διευθύντρια του Ιδρύματος, Μαργαρίτα Λαριέρα, μια Ουρουγουανή, που όσο μεγάλωνε τόσο γιγαντωνόταν και η αγάπη της για την Ελλάδα, αλλά και τους υπόλοιπους δασκάλους και εργαζόμενους, δουλεύουν με κέφι και μεράκι για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και της πολύ πλούσιας γλώσσας μας.
Ο Δημήτρης Λίνας και η σύζυγός του πήγαν στην Ουρουγουάη πριν από 40 χρόνια, «για λίγο στην αρχή, για τη δουλειά», αλλά έφτασαν, σήμερα, όπως χαριτολογώντας μας λέει ο Χιώτης καπετάνιος, να είναι «μόνιμοι κάτοικοι επί προσωρινής βάσεως».
Κι όσο βρίσκονται εκεί, ένα πράγμα έχουν στο μυαλό τους: πώς να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το μεγάλο αυτό έργο του Ιδρύματος, που με τόση αγάπη και ευαισθησία, όπως μας λένε, δημιούργησε ο καπετάν Τσάκος.
Το Ίδρυμα συνεργάζεται στενά με τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μοντεβιδέο σε ό,τι αφορά την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και στόχος είναι, μέσα στα επόμενα χρόνια, να δημιουργηθεί έδρα ελληνικής γλώσσας εκεί. Σ’ αυτό αναμένεται να λειτουργήσει θετικά το γεγονός ότι, ήδη, το ελληνικό υπουργείο Παιδείας, ανταποκρινόμενο θετικά σε σχετικό αίτημα του Ιδρύματος, ενέκρινε τη διάθεση ενός καθηγητή της ελληνικής γλώσσας για το Ίδρυμα.
«Εκτιμούμε τη δέσμευση του υπουργείου. Είναι μεγάλη τιμή για εμάς. Σκοπός μας είναι να δημιουργήσουμε μια επίσημη έδρα στο Πανεπιστήμιο», εξηγεί ο κ. Λίνας, ο οποίος, όταν τον ρωτάμε πώς θα μπορούσε κάποιος να συμβάλλει στο μεγάλο αυτό έργο του Ιδρύματος, με τη σεμνότητα που τον διακρίνει, μας είπε: «απλά, να μας αγαπάτε και να μας στηρίζετε».
Αυτό που πάντα, ωστόσο, αποδεικνύεται χρήσιμο «εργαλείο», είναι τα βιβλία, όπως επισημαίνει η κ. Γκίνου, γι’ αυτό και οποιαδήποτε προσφορά, που θα μπορούσε να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη του Ιδρύματος, είναι ευπρόσδεκτη.
Το Ίδρυμα «Μαρία Τσάκος»
Το Ίδρυμα Τσάκος ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1978 και το 2002 μετονομάστηκε σε Ίδρυμα «Μαρία Τσάκου«.
Αρχικά, λειτούργησε στις αίθουσες του σχολείου «Erwy School» στο Μοντεβιδέο. Στο χώρο αυτό πραγματοποιήθηκαν μαθήματα ελληνικών όπως κι άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, από το 1978 έως το 1984. Από τα πρώτα χρόνια, πολύτιμη υπήρξε η συμβολή – εκτός των προαναφερόμενων – του Cpt. Walter Fernandez Illa, του δασκάλου κ. Βασίλη Χαχαβιά, της Lucila Romero, του διπλωμάτη κυρίου Alvaro Gallardo.
Το 1985, το Ίδρυμα εγκαταστάθηκε σ’ ένα ιστορικό κτίριο, αυτό που στεγάσθηκε η πρώτη Δημαρχιακή Βουλή επί Ισπανοκρατίας, στην οδό Trienta y Tres.
Το Ίδρυμα έχει αναγνωριστεί επίσημα από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Ουρουγουάης, ενώ από το 1992, μετά την υπογραφή σχετικής σύμβασης, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουρουγουάης γίνεται με τη συνεργασία των καθηγητών του Ιδρύματος.
Το 1999, το Ίδρυμα αναγνωρίσθηκε από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του Υπουργείου Παιδείας ως επίσημο Εξεταστικό Κέντρο Πιστοποίησης Ελληνομάθειας για τους σπουδαστές από την Ουρουγουάη, αλλά κι από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η παρουσία του Ιδρύματος στη ζωή και τα προβλήματα του απόδημου Ελληνισμού, σε συνεργασία με την Αρχιεπισκοπή Ν. Αμερικής, το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού κι άλλους φορείς.
Το 1999, με τη συμπλήρωση 20 ετών λειτουργίας του Ιδρύματος, ο Καπετάν Τσάκος τιμήθηκε από τη Νομαρχία Αθηνών με τον τίτλο του «Πρέσβη του Ελληνισμού», το 2002 τού απενεμήθη το «Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών» και το 2003 τιμήθηκε με το σταυρό του Αγίου Στεφάνου από την Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Την ίδια χρονιά, το Ίδρυμα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το πολιτιστικό και κοινωφελές του έργο. [ΑΠΕ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου