Xριστόδουλος:
«Κάποιοι προετοιμάζουν γενική έφοδο κατά της χώρας» (2005)
«Θα μας μετατρέψουν σκόπιμα σε φτωχούς» (2007)
«Θα μας κυβερνούν πλούσιοι τραπεζίτες» (2001)
«Αντισταθείτε στην εθνική αμνησία» (2002)
Όταν το 2005 ο Χριστόδουλος μιλούσε για «σχέδιο κατά της Ελλάδας», κάποιοι τον έβρισκαν υπερβολικό. Όταν, το 2006, είπε «να είστε έτοιμοι γιατί κάποιοι προετοιμάζουν γενική έφοδο κατά της χώρας», πολλοί δεν τον πήραν στα σοβαρά, υπνωτισμένοι από την εικονική πραγματικότητα της δήθεν «ισχυρής Ελλάδας». Όταν, το 2007, στο τελευταίο του μήνυμα, προέτρεπε για «αντίσταση και ανάκαμψη για ό,τι κινδυνεύει», είχε δει τις δύσκολες μέρες που έρχονταν και ήθελε να προειδοποιήσει.
Κάποιοι ετοιμάζουν γενική έφοδο κατά της χώρας (18/2/2005)
Τα αίτια της πρωτοφανούς εκστρατείας εναντίον της Εκκλησίας δεν είναι μόνον τα ανομήματά μας, υπαρκτά ή μη, είναι και άλλα πολλά. Όλα δείχνουν, και πολλοί πλέον το αποδέχονται, ότι οι επιθέσεις είναι συντονισμένες και μεθοδευμένες. Τα σκάνδαλα είναι, κατά βάσιν, το ισχυρό επικάλυμμα που απευθύνεται στον λαό για να τον διαθέσει δυσμενώς εναντίον μας και να προετοιμάσει τα πνεύματα για τη γενική έφοδο που, όπως φαίνεται, επακολουθεί. Μία από τις έντεχνες μεθοδεύσεις επηρεασμού —ιδίως της νεολαίας— είναι η πρόσκληση για συμμετοχή νέων ανθρώπων, και ειδικώς σπουδαστών, σε εκπομπές διασυρμού της Εκκλησίας. «Πόνεσε» και «πονάει» τις αντιεκκλησιαστικές δυνάμεις η αυξανόμενη εμπιστοσύνη της ελληνικής νεολαίας προς την Εκκλησία και αυτό θέλουν να το ανακόψουν με κάθε τρόπο, ακόμη καταστρέφοντας την εικόνα της Εκκλησίας μέσα στην ψυχή τους. Αλλά η νεολαία μας, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, έχει και κρίση και πίστη.
Τούτη την ώρα των σαρωτικών μεταλλαγών που η παγκοσμιοποίηση επιφέρει στους λαούς, ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας μας είναι απαραίτητος στην κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση. Η ευρωπαϊκή κουλτούρα και παράδοση έχει άμεση αναφορά στην ελληνορθόδοξη ιδιαιτερότητα μας. Αυτά τα δύο οφείλουμε να τα καλλιεργήσουμε αναπόσπαστα• δηλαδή, να μην επιτρέψουμε να γίνουμε πολτός μέσα στην Ευρώπη, χωρίς συνείδηση πολιτισμού, αλλά ασφαλώς ούτε και εθνοσοβινιστές. Τώρα είναι η ώρα για τη μεγάλη έξοδο της Εκκλησίας μας προς την Ευρώπη, με κοινό παρονομαστή τον χριστιανισμό απέναντι στους κινδύνους του τεχνοκρατισμού, των απρόσωπων δομών, του έντεχνου περιορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πνευματικής φτώχειας. Αυτό το εξάμβλωμα θέλουν να επιβάλουν στον τόπο μας όσοι μάχονται την Εκκλησία ή θέλουν να της αφαιρέσουν —ή, έστω, να της περιορίσουν— τη δυνατότητα αξιόπιστου λόγου. Όσο ο παπάς της Εκκλησίας μας θα συνεχίσει το λαμπρό έργο του, όσο ο λαός θα μας εμπιστεύεται, κανείς δεν θα τολμά να μας επιτεθεί. Όταν όμως θα είμαστε ηθικά ανίσχυροι, τότε θα δεχτούμε έφοδο επιθέσεων και αυτή την πραγματικότητα βιώνουμε αυτόν τον καιρό. Δεν επιθυμώ να επεκταθώ περισσότερο στο σημείο αυτό, διότι γνωρίζω ότι όχι μόνο εμείς αλλά και ο λαός έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται τα βαθύτερα αίτια της οργανωμένης αυτής πολεμικής του γενικευμένου δημόσιου διασυρμού, για την οποία όμως το έναυσμα το δώσαμε εμείς.
Αυτοί είναι οι πολιτικοί μας (1/2004)
Οι πολιτικοί μας αγνοούν τι είναι θεολογικά η Εκκλησία. Πολλοί από αυτούς την αντιμετωπίζουν σαν «αναγκαίον κακόν» ή «κακό μπελά» που τους απασχολεί, έχοντας με τους λειτουργούς της καθιερώσει ένα επικίνδυνο κατεστημένο, που μεταφράζεται ενίοτε σε αρνητικές ή θείες γι' αυτούς ψήφους. Μιλούν για το «ιερατείο» και εννοούν σκοταδισμό και Μεσαίωνα. Βλέπουν τον ιερό κλήρο σαν ένα παρία της κοινωνίας, που απομυζά το κρατικό χρήμα, το χρήμα του λαού. Δεν αναγνωρίζουν στην Εκκλησία καμιά αναγεννητική αποστολή, τη θεωρούν αρμόδια για τα βρέφη και τους γέροντες, τα δύο άκρα της ζωής.
Οι περισσότεροι από αυτούς «εκκλησιάζονται» κατά τις επίσημες δοξολογίες, δεν ζουν μυστηριακή ζωή, δεν λειτουργούνται, δεν κοινωνούν. Την Εκκλησία τη βλέπουν και σαν αντίπαλο τους μερικές φορές, ιδίως όταν, στο πρόσωπο κάποιου δυναμικού ιεράρχη, φαίνεται να επηρεάζει μάζες λαού.
Κι εμείς, από το άλλο μέρος, έχουμε συμβιβαστεί με την κατάσταση αυτή, επιδιώξαμε και εγγραφήκαμε στους τροφίμους του κρατικού προϋπολογισμού, εισπράττουμε κάθε μήνα τον μισθό μας και μένουμε ικανοποιημένοι. Ο κίνδυνος όμως του επαγγελματισμού καιροφυλακτεί και δεν καταλαβαίνουμε ότι όσο περισσότερο εξαρτόμαστε οικονομικά από το κράτος τόσο λιγότερη ελευθερία χειρισμών σε πελώρια θέματα έχουμε. Το αποτέλεσμα είναι να σιωπούμε όταν χρειάζεται να υψώσουμε κραυγή και να φορτωνόμαστε ξένες αμαρτίες. Και το ίδιο το κράτος, γνωρίζοντας μας καλά, μας κρατεί υποχείριους με την απειλή και μόνο της απογύμνωσης μας από τα προνόμια που μας εξασφάλισε η «συναλληλία». Και πόσοι τάχα αντέχουν στη στέρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων χάριν μιας αναγέννησης που όμως τη ζητούν οι καιροί και τη λαχταρά ο λαός;
Κάθε φορά που γίνεται λόγος για αναβάθμιση του ιερού κλήρου και για μια δυναμική παρουσία της Εκκλησίας μέσα στον ιστορικό στίβο, συναντάμε μπροστά μας την απειλή για αφαίρεση των προνομίων με τα οποία έχουμε επί μακρόν ζήσει και ίσως και ταυτιστεί μερικοί. Το νέο ξεκίνημα που πρέπει να γίνει, για να προλάβουμε το τρένο της Ιστορίας, επιβάλλει μια ταχεία μεταμόρφωση και αλλαγή νοοτροπίας, καθώς και μια δυναμική στάση απέναντι στην ίδια τη ζωή. Αλλά ο κίνδυνος της αναμέτρησης με την πολιτεία, και των συνεπειών της, κυρίως των οικονομικών, τελικά λειτουργεί ανασταλτικά, με αποτέλεσμα να γυρίζει ο φαύλος κύκλος και να μην μπορούμε να απαγκιστρωθούμε. Γιατί πια δεν έχεις να κάνεις με ένα και δύο, αλλά με όλο τον κλήρο που πρέπει να συνεισφέρει στη γενική προσπάθεια.
Ποιος λοιπόν να τολμήσει να κηρύξει μια ειρηνική επανάσταση μετά στην Εκκλησία καλώντας κλήρο και λαό σε πανστρατιά αγάπης, και ποιος θα αποφασίσει να ομιλήσει με τη γλώσσα της ειλικρίνειας προς πάσα κατεύθυνση, όταν είναι τόσο αλληλένδετα τα συμφέροντα με τις επιδιώξεις και τα οράματα με την πραγματικότητα; Ευγνωμονούμε συχνά εκείνους που μας ενέγραψαν στο δημοσιοϋπαλληλικό μισθολόγιο, αλλά πόσοι αναλογιζόμαστε το φοβερό τίμημα σε ελευθερία που πληρώνουμε και θα πληρώνουμε για πολύ ακόμη;
Τα κηρύγματα περιστρέφονται συνήθως γύρω από ανούσια και αδιάφορα θέματα, ενώ οι ανάγκες του λαού είναι άλλες. Γι' αυτό, σε πολλές περιπτώσεις, φεύγει ο κόσμος από την εκκλησία όταν κάποιος αρχίζει να ομιλεί. Έτσι, η ελληνική διανόηση, όταν για λόγους ιδεολογικούς δεν εχθρεύεται την Εκκλησία, παραμένει σε μια συναισθηματική σχέση μαζί της, καθαρά επιδερμική και επιφανειακή. Η διανοουμενίστικη αντίληψη της Εκκλησίας δεν διαφέρει εκείνης των πολιτικών, γιατί και αυτή βλέπει την Εκκλησία ως έκφραση του κατεστημένου, γι' αυτό και εύκολα εκσφενδονίζει τους μύδρους της εναντίον κυρίως των εκκλησιαστικών ηγετών, στους οποίους αρνείται χαρισματικές ιδιότητες και πνευματική υπεροχή. Συγχέοντας τις προσωπικές ικανότητες κάθε ποιμένα με τις θεόδοτες πνευματικές ιδιότητες της χάριτος, φτάνει σε συμπεράσματα ολισθηρά, συγκρίνοντας και επικρίνοντας, μαζί με τους ανθρώπους, τους ιερούς θεσμούς.
Τα εξοργιστικά, πολλές φορές, κείμενα των διανοουμένων μας κινούνται στη συχνότητα της άγνοιας μαζί και της προκατάληψης σε ό,τι αφορά την Εκκλησία, ενώ παραπλανούν τους αφελείς και υποκαίνε το μίσος των ανθρώπων εναντίον μας, με την επίκληση των φανερών ελαττωμάτων της φυλής μας. Για τους διανοουμένους μας λοιπόν, η Εκκλησία δεν είναι «σώμα Χριστού», αλλά «αργύριον και χρυσίον», είναι κρατική υπηρεσία, είναι κάλυψη σκανδάλων και άλλων ανομημάτων, κρυφών και φανερών. Αυτού του είδους οι λογάδες δεν διστάζουν να φτάνουν μέχρι παράκρουσης από το μένος τους εναντίον της Εκκλησίας, αντιγράφοντας, κατά κανόνα, ο ένας τον άλλον, μιλώντας αυθαίρετα και συκοφαντικά, καυστικά και άδικα για τη ζωή της Εκκλησίας και των ανθρώπων της. Την εξομοιώνουν με τον κόσμο και αυτή η εκκοσμικευμένη εικόνα περί Εκκλησίας που έχουν είναι εκείνη που τους οδηγεί σε εξομοιώσεις της με τα αμαρτωλά περιβάλλοντα του κόσμου και σε κρίσεις για δήθεν ίντριγκες και κάστες και συμφέροντα, που όλα μαζί συμβάλλουν αποφασιστικά στη μεγαλύτερη παραπλάνηση του λαού. Γιατί όλα αυτά —και αν ακόμη υποτεθούν αληθινά— πολύ απέχουν από το να χαρακτηρίζουν την αληθινή Εκκλησία, που δεν είναι ούτε εκκοσμικευμένος κρατικός οργανισμός ούτε οικονομικός παράγοντας στη ζωή του τόπου ούτε αμαρτωλό κατεστημένο, αλλά ζωή και ειρήνη και αγάπη και σωτηρία και θέωση.
Αίμα από το αίμα μας οι Κύπριοι (30/4/2007)
Eμείς, οι εξ Ελλάδος αδελφοί σας, ζήσαμε και ζούμε, αισθανθήκαμε και αισθανόμεθα περισσότερον από οιονδήποτε άλλον άνθρωπον και λαόν επί της Γης όλα αυτά τα χρόνια τον πόνον, την θλίψιν και το μαρτύριον των ανθρώπων της Κύπρου, διότι δι' ημάς οι Κύπριοι είναι και θα είναι αδέλφια μας, σάρκα από την σάρκα μας και αίμα από το αίμα μας.
Θα μας μετατρέψουν σκόπιμα σε φτωχούς (7/9/2007)
Σήμερα, στη διεθνή βιβλιογραφία, έχει γίνει αποδεκτό ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί ιδεολογία και ότι μία μόνο από τις εκφάνσεις της είναι η κατάργηση των συνόρων στο εμπόριο. Κατά τις Annabelle Mooney και Βetsy Evans, οι πανεπιστημιακοί μελετούν σήμερα την παγκοσμιοποίηση μέσα από διάφορα πεδία της επιστήμης και της τέχνης, όπως είναι οι ανθρωπιστικές επιστήμες, η κοινωνιολογία, η οικονομική επιστήμη, οι διεθνείς σχέσεις, η πολιτική επιστήμη, και η γλωσσολογία, και ερευνούν τις επιπτώσεις της στη ζωή κρατών, εθνών, εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων, αλλά και μεμονωμένως στον κάθε άνθρωπο. Ο Larry Ray καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ στην Αγγλία, σημειώνει ότι η παγκοσμιοποίηση, οι νέες τεχνολογίες στην πληροφορία, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η κυριαρχία των καταναλωτικών αξιών αποτελούν εξελίξεις, οι οποίες επιφέρουν σήμερα μείζονες αλλαγές στον τρόπο ζωής των λαών της γης και στην προσωπική και κοινωνική καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Η παγκοσμιοποίηση οδηγεί στα εξής αποτελέσματα:
• Υπονομεύει το έθνος κράτος και εμφανίζει το μοντέλο των υπερεθνικών σχημάτων.
• Διαβρώνει την κοινωνική ζωή και ενισχύει την ατομικότητα.
• Μετασχηματίζει τον ρόλο των γενών και τη σεξουαλικότητα, εμφανίζοντας τη φυσική κατάσταση ως αφύσικη και ως κοινωνική διάκριση.
• Επιδιώκει τη μετατροπή της οικογένειας σε κάτι το εύκαμπτο και παροδικό.
• Δίνει ευελιξία στην απασχόληση και στην κατανάλωση και αυξάνει την αβεβαιότητα στους εργαζομένους, με συνέπεια να υποχρεώνονται να εργάζονται υπό δυσχερείς και πολλές φορές απάνθρωπες συνθήκες.
• Οδηγεί σε παγκόσμια οικολογική κρίση και σε συσσωμάτωση της «φύσης» στην «κοινωνία».
• Αναγνωρίζει τις πιο ακραίες επιστημονικές προτάσεις.
• Διαλύει θεμελιώδη στοιχεία της διαφορετικότητας των λαών και ρευστοποιεί τα σύνορα μεταξύ των κρατών, εν ονόματι της οικονομικής ανάπτυξης.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι της παγκοσμιοποίησης, χρησιμοποιούνται στον ύψιστο βαθμό τα επιτεύγματα της τεχνολογίας της πληροφορικής και της πληροφορίας και η ισχύς των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Ο David Rothkopf, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Colubia των ΗΠΑ και διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Χ. Κίσινγκερ και Συνεργατών, σημειώνει ότι η παγκοσμιο εσχατολογία (και δεν βλέπω κανένα σημάδι αυτής της επιστροφής), τότε είμαστε προορισμένοι όχι μόνο να παραμείνουμε ένα γκέτο, αλλά και να μεταμορφώσουμε τους εαυτούς μας, την Εκκλησία και ό,τι βρίσκεται μέσα της σε ένα πνευματικό γκέτο».
Αγιότητα βίου, πίστη στην παντοδυναμία του Θεού, σύγχρονος λόγος και τρόπος για το καλύτερο πέρασμα του ευαγγελίου και προσαρμογή στις συνθήκες που μας επιβάλλονται, ώστε να είμαστε παρόντες στις κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις. Με τον αγώνα μας σε προσευχή και προς απόκτηση ταπείνωσης, με την άσκηση μας, με τη διατήρηση της καρδιάς μας νήφουσας, με τη με χριστιανικό ήθος παρουσία μας στα κοινά, μπορούμε να περάσουμε με επιτυχία τη δοκιμασία της παγκοσμιοποίησης. Είναι ευλογία του Θεού ότι οι ορθόδοξοι λαοί της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι σήμερα και πάλι ελεύθεροι να λατρεύουν μαζί μας τον Θεό. Είναι ευλογία του Θεού αλλά και ευθύνη μας ότι ο Κύριος μας έχει δώσει πολλά μέσα προς χρήση για τη διάδοση του ευαγγελίου Του. Είναι ευλογία Θεού ότι σε θέματα κοινωνικά και χριστιανικών αξιών συμφωνούν μαζί μας οι χριστιανοί των άλλων δογμάτων. Σ' εμάς λοιπόν εναπόκειται να εντείνουμε την πνευματική εγρήγορση μας και να είμαστε βέβαιοι ότι ο Κύριος θα βοηθήσει να ξεπεράσουμε τους κινδύνους.
Εμείς, ως ορθόδοξοι χριστιανοί, στον σημερινό νεοπαγανιστικό κόσμο, προτείνουμε αντί της παγκοσμιοποίησης την οικουμενικότητα του ευαγγελίου, τη στηριγμένη στην αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο.
Στην παγκοσμιοποίηση του πρακτικού υλισμού, εμείς, ως Εκκλησία, προτείνουμε την οικουμενικότητα του σωτηριώδους μηνύματος του ευαγγελίου, στην ιδεολογία της διάσπασης και της λογικής των ισχυρών προτείνουμε τη διδασκαλία μας της αγάπης και της αλληλεγγύης, και στην ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του ανθρώπου καταθέτουμε την αυτογνωσία της περατότητας μας. Ο κάθε χριστιανός βιώνει ότι η αγάπη ενώνει και δεν χωρίζει, θεραπεύει πληγές και δεν προξενεί τραύματα και κυρίως σώζει και βοηθά κάθε άνθρωπο να ξεπερνά τις δυσκολίες της ζωής, όποιος κι αν είναι, ό,τι κι αν έχει, όπου κι αν βρίσκεται. Το κοινό ποτήριο στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μας διδάσκει ότι όλοι σε όλο τον κόσμο είμαστε μέλη του ιδίου σώματος, με κεφαλή τον Ιησού Χριστό.
Θα μας κυβερνούν πλούσιοι τραπεζίτες (29/5/2001)
Ποιος, αλήθεια, από εμάς εδώ αδυνατεί να κατανοήσει στα χέρια τίνων θα περάσει ο απόλυτος έλεγχος των media; Μήπως στα χέρια δύο-τριών Αμερικανών επιχειρηματιών; Θα 'ταν απίστευτα ρομαντική μια τέτοια υπόθεση. Σε ποιον θα περάσει ο έλεγχος της πολιτικής ζωής; Στα χέρια πέντε-δέκα χορηγών των κομμάτων; Αγγίζει τα όρια του γελοίου η ερώτηση. Ποιοι λοιπόν θα είναι αυτοί που θα ελέγχουν τη ζωή; Κάποιοι πλούσιοι τραπεζίτες μήπως; Ας μην τολμήσουμε να απαντήσουμε.
Αλλά ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι το προϊόν μιας παράλληλης δράσης δύο στοιχείων: της ελεύθερης οικονομίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Πληρώσαμε πάρα πολύ ακριβά όλοι οι Ευρωπαίοι κάθε προσπάθεια κατάργησης αυτής της παραλληλίας.
Επιπλέον, πρέπει και πάλι να δούμε την άλλη όψη του νομίσματος: Η παγκοσμιοποίηση θα ανεβάσει στο επίπεδο του Ευρωπαίου τον δυστυχή Ταϊλανδό εργάτη, που τώρα δουλεύει για ένα μικρό κομμάτι ξερό ψωμί, ή, μήπως, θα είναι αποτελεσματικότερη αν κατεβάσει τον Ευρωπαίο σε επίπεδο παρόμοιο με του Ταϊλανδού;
Ελπίζω ότι όλοι θα έχουμε σε κάποιες ώρες μας αναρωτηθεί πού πηγαίνει ένας πολιτισμός όταν αναγορεύει την οικονομική ανάπτυξη σε αυτοσκοπό, δίνοντας της το δικαίωμα να γίνεται βωμός του Μολώχ. Όλοι θα έχουμε αναρωτηθεί πώς μπορεί να ονομάζεται αναπτυξιακή μια οικονομία που δεν υπολογίζει στο κόστος της την καταστροφή του πλανήτη και του ανθρώπου, δηλαδή του περιβάλλοντος και του πολιτισμού.
Ο ιστορικός ρόλος των μοναστηριών (16/5/2003)
Η Εκκλησία, ως κιβωτός των εθνικών μας αξιών, καλείται και σήμερα να διασώσει την εθνική μας αυτοσυνειδησία, μέσα στον επιχειρούμενο εθνικό αποχρωματισμό. Η εμπροσθοφυλακή και σ' αυτόν τον αγώνα, όπως πάντοτε, οι μοναχοί της. Στον οδοστρωτήρα της έξωθεν επιβαλλόμενης παγκοσμιοποίησης και στην απεμπόληση υφ' ημών των ιδίων των τιμαλφών του γένους μας, τα μοναστήρια αναλαμβάνουν αποφασιστικά και πάλι τον ιστορικό εθνικό τους ρόλο. Θα διασώσουν ξανά τον ατίμητο θησαυρό της γλώσσας μας στη σημερινή γλωσσική βαρβαροκρατία, την οποία συνιστά η βάναυση κακοποίηση της, η διακοπή της συνεχείας της και η διάσπαση της ενότητας της, με φυσικό επακόλουθο το αποκαρδιωτικό φαινόμενο της λεξιπενίας και της αγλωσσίας, κυρίως της νέας γενιάς της πατρίδος μας.
Η συνεχής επαφή των μοναχών με τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων και με τα υμνολογικά κείμενα είναι συγχρόνως και σπουδή στην απαράμιλλη ελληνική γλώσσα. Με την άρνηση τους να υιοθετήσουν αδικαιολόγητες καταστροφικές επεμβάσεις στη δομή και στη μορφή της, και να συμπράξουν έτσι στην κατακρεούργηση της, που είναι συγχρόνως και εθνικό έγκλημα, θα συντελέσουν, μέσα από τη συγγραφική δραστηριότητα τους, η οποία, δόξα τω Θεώ, δεν είναι ευκαταφρόνητη, σε μια γλωσσική αναγέννηση.
Στο κατώφλι της νέας χιλιετίας πληθαίνουν οι αγωνίες για το μέλλον της ανθρωπότητας και η αγνωσία του Θεού προοιωνίζεται μύρια όσα δεινά για τα πρόσωπα και τους λαούς και γι' αυτόν ακόμη τον πλανήτη μας. Στα τόσα αδιέξοδα, η μόνη κιβωτός σωτηρίας και η μόνη δύναμη, ικανή να αναπλάσει και αναμορφώσει τον κόσμο, απομένει η Εκκλησία του Χριστού, με την απαραχάρακτη διδασκαλία και τα ιερά μυστήρια της, με τους αγίους και τα ζωντανά πρότυπα της κατά Θεόν ζωής, το μικρό ποίμνιο των συνειδητών μελών της, με πρωτοπόρους πάντοτε τους μοναχούς.
Αντισταθείτε στην εθνική αμνησία (18/9/2002)
Δεν είναι εθνικιστική υστερία να διαβάζεις την Ιστορία σου και να λες α πράγματα με το όνομα τους. Αντίθετα, υστερία είναι να προσπαθείς, με κάθε τρόπο, να κρύψεις τα πράγματα, να σπρώχνεις απεγνωσμένα κάτω από το χαλί τα στοιχεία, να τρέμεις στην ιδέα ότι θα αφήσεις να φανεί κάτι που θα μυρίσει άσχημα στη μύτη της άρχουσας ιδεολογίας.
Μακριά από κάθε διάθεση να κατηγορήσουμε άλλους λαούς, μακριά από κάθε τάση υποτίμησης τους, και με μόνη την απόφαση να δούμε ην πραγματικότητα της εποχής, ώστε να καταλάβουμε τον αγώνα που έδωσαν οι Έλληνες τότε, θα τονίσω εδώ ότι, σε πείσμα της καλλιεργούμενης ειδυλλιακής εικόνας για τη ζωή των Ελλήνων στα χρόνια ης τουρκοκρατίας, η πραγματικότητα ήταν βουτηγμένη στους λυγμούς και στο αίμα.
Οι κατακτητές Τούρκοι εφάρμοσαν πολιτική εξαφάνισης της γλώσσας, ης πίστης και της παράδοσης των υποδούλων, με σκοπό να αλλάξουν ην εθνική τους συνείδηση. Θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο και μόνον η ανάγνωση καταλόγου με τα μαρτύρια των Ελλήνων. Μελετώντας τους όρους ζωής των υποδούλων, όπως αυτή διαφαίνεται από τα δημοτικά τραγούδια, τις μαρτυρίες, τα χρονικά, τις λαϊκές παραδόσεις, τις αφηγήσεις των περιηγητών, κι από τα λογής ντοκουμέντα της εποχής, βλέπουμε ξεκάθαρα ότι οι Οθωμανοί είχαν εγκαταστήσει αυτοκρατορία του τρόμου, της κτηνωδίας, της διαφθοράς, της απληστίας και της αυθαιρεσίας.
Απίστευτα τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να εγκαταλείψει ή να χάσει ο Ρωμιός την αυτοσυνειδησία του και να προσχωρήσει στο Ισλάμ. Χιλιάδες είναι οι Έλληνες που τους έκοψαν τη γλώσσα επειδή Τούρκος τους άκουσε να μιλούν ελληνικά. Η θρησκευτική καταπίεση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλοί χριστιανοί σύρθηκαν στον εξισλαμισμό. Ένα μέρος από αυτούς, που δεν είχε την αντοχή να παλεύει καθημερινά ενάντια στον δυνάστη, αν και ήθελε να κρατήσει την ταυτότητα του, έγιναν κρυπτοχριστιανοί. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί.
Η Εκκλησία έμεινε, όλους αυτούς τους αιώνες της φρίκης, στο πλευρό του πιστού λαού, διδάσκοντας τον ότι η φιλαλληλία δεν είναι μόνον η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, αλλά και ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης του γένους. Δίδαξε ότι μόνον η κοινότητα με τους άλλους, μόνον η αδελφοσύνη και η πίστη στον Θεό και την αξία του ελληνισμού μπορούσαν να σώσουν το γένος. Και πέτυχε.
Συνιστά αναμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα ότι η Εκκλησία αγωνίστηκε και πέτυχε να διατηρήσει την αυτοσυνειδησία του γένους. Όσο και να διαστρέφουν την Ιστορία οι εχθροί της ορθοδοξίας, όσο και να προσπαθούν να σβήσουν τον ρόλο της Εκκλησίας και τους δεσμούς της με το γένος, δεν θα κατορθώσουν να κάνουν αυτό που και οι Οθωμανοί δεν το μπόρεσαν: Να βγάλουν τον παπά από τη μέση. Όσο και να προσπαθήσουν, δεν θα μπορέσουν να ανατρέψουν ένα γεγονός: Τα σπάργανα του νέου ελληνισμού φτιάχτηκαν από ράσο.
Το αίτημα σήμερα δεν είναι να λυτρωθούμε από τους Τούρκους. Είναι όμως να νιώθουμε πως είμαστε συνέχεια, πως οφείλουμε να κρατήσουμε τη συνέχεια.
Σήμερα, που είμαστε στην ενωμένη Ευρώπη, την οποία θέλουμε να τη δούμε να προχωράει, έτσι ώστε να γίνει πραγματικά ενωμένη και πραγματικά Ευρώπη, θα πρέπει να δούμε κατάματα τα προβλήματα που έχουμε. Το κύριο από αυτά απασχολεί ιδιαίτερα την Εκκλησία μας και προσπαθούμε να μην απασχολεί μόνον αυτήν αλλά και την πολιτεία επίσης. Κι αυτό είναι ένα: Η διατήρηση της αυτοσυνειδησίας.
Δεν είναι απαραίτητοι οι Τούρκοι για να χαθεί η αυτοσυνειδησία του γένους μας. Μέσα στις συνθήκες της Πανευρώπης, οι Έλληνες θα είναι δύσκολο να βρούμε σχολείο για να μάθουν τα παιδιά μας ελληνικά, θα είναι δύσκολο να βρούμε νάρθηκα εκκλησιάς, θα είναι δύσκολο να φυτέψει κάποιος την καταβολική ρίζα στην ψυχή του παιδιού.
Δεν οδηγεί αυτός ο προβληματισμός σε άρνηση της Ευρώπης. Επιβάλλει όμως τη χάραξη μιας πολιτικής εθνογνωσίας, μιας πολιτικής διαφύλαξης της ταυτότητας μας. Το ξέρετε πολύ καλά ότι κυρίαρχη ιδεολογία σήμερα είναι η υποτίμηση του ελληνισμού, η αντικατάσταση των Ελλήνων από μια μάζα πλαδαρώς φιλελλήνων ή και ολωσδιόλου αρνητών του ελληνικού πνεύματος.
Σήμερα, εδώ, πρέπει να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας. Πρέπει να αντιταχθούμε σε αυτό που με τη λεοντή της προόδου οδηγεί στην εθνική αμνησία. Να σταθούμε προσεκτικά και να ακούσουμε με προσοχή το μήνυμα που μας φέρνει η μικρασιατική πνευματική μας κληρονομιά: Είμαστε συνέχεια.
Αυτή την ευχή και την ευθύνη αφήνει, και σήμερα, η Ιστορία στα χέρια μας.
Γυρίστε το βλέμμα στον συνάνθρωπο (15/12/2002)
Αδελφοί μου,
Ο Χριστός μας ερωτά:
"Θυμήθηκες το ορφανό που μένει στο διπλανό διαμέρισμα της πολυκατοικίας σου;
Πήγες να δεις στη φυλακή τον κρατούμενο συνάνθρωπο σου;
Πρόσφερες ένα ζεστό πιάτο φαγητό σ' αυτούς που δεν το 'χουν;
Επισκέφτηκες τον άρρωστο στο κρεβάτι του πόνου;
Άνοιξες την ιματιοθήκη σου να δεις πόσα ρούχα έχεις και δεν είναι δικά σου, αλλά ανήκουν σ' αυτόν που τα έχει ανάγκη;
Έδωσες ένα χάδι αγάπης στον παππού και στη γιαγιά στη Στέγη Γερόντων που σε περιμένουν;
Αγκάλιασες τα παιδιά με τις ειδικές ανάγκες;
Αναλογίστηκες τον πολύτεκνο άνεργο πατέρα;
Βρήκες τους απογοητευμένους νέους και τους απομονωμένους ηλικιωμένους στη συνοικία σου;
Θυμήθηκες ότι ο πτωχός της γειτονιάς σου πεινάει για τα περισσεύματα της τραπέζης σου;"
Ο Χριστός συνεχώς ερωτά. Τι θα Του απαντήσουμε εμείς;
Το μέλλον του Ελληνισμού (1/1/2001)
Ο Ελληνισμός της διασποράς φαίνεται να είναι προϊόν με ημερομηνία πήξεως: Οι μεικτοί γάμοι και η απορρόφηση από το περιβάλλον ορίζουν τις πολύ μικρές δυνατότητες μας. Αυτό είναι το μέλλον όχι μόνο των αποδήμων αλλά και της ίδιας της Ελλάδος, κάτω από τις διαμορφούμενες συνθήκες.
Είναι μάταιο να αρνηθούμε τις συνθήκες. Κι ούτε μας βοηθά η επετειακή αναπαράσταση παλιών εθίμων, χορών και φορεμάτων. Ο μόνος τρόπος να κρατήσουμε τον Ελληνισμό ζωντανό είναι να τον βάλουμε να περπατήσει και να τρέξει, να τον βοηθήσουμε να δώσει τη δική του απάντηση στα πιεστικά σημερινά προβλήματα. Τις απαντήσεις αυτές, αα να είναι ελληνικές, πρέπει να τις δίνει η παράδοση μας — και μας τ:ις δίνει αν δεν τη διατηρούμε απλώς και μόνο σαν ωραία ανάμνηση, χν δεν τη νιώθουμε σαν προστατευτικό περίβλημα, αλλά τη χρησιμοποιούμε ως δημιουργική δύναμη.
Η μικρασιατική Αποκάλυψη (22/8/2004)
Ο Χρυσόστομος Σμύρνης ήταν αντρειωμένος και του αντρειωμένου ο θάνατος δεν πάει ποτέ χαμένος. Όπως λέει ο γνωστός στίχος, «του αντρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη».
Όσοι μπόρεσαν πριν, κατά και μετά την καταστροφή να σωθούν έφταναν στην Ελλάδα. Και η περιοχή τους άνοιξε την αγκαλιά της και θέρμανε στους κόλπους της την αποσταμένη ελπίδα των προσφύγων, όπως και πολλά άλλα μέρη της πατρίδας μας. Κι εσείς σήμερα, τα παιδιά ή και τα εγγόνια τους, τιμάτε την 80ετηρίδα της φρικτής περιπέτειας. Και μαζί σας κι εμείς, όλοι οι Έλληνες, που λιτανεύουμε τις μνήμες και λιβανίζουμε τους αγίους νεομάρτυρες, προσδοκώντας τη δικαίωση.
Θα έλθει ποτέ; Δεν έχει σημασία. Είναι ένα όνειρο, έστω μια ουτοπία. Όταν όμως πεθάνουν οι μνήμες και τα οράματα, τότε θα έχουμε πεθάνει κι εμείς, έστω κι αν αναπνέουμε ακόμη.
Να γιατί προσδοκούμε δικαίωση. Κι αν ο Θεός δεν το επιτρέψει πριν, μόνον εκείνη την ευλογημένη μέρα της κρίσεως οι χλωμοί άγγελοι της προσφυγιάς θα πάρουν πάλι στ' αγιασμένα τους χέρια τα εικονίσματα μας και θα ξεκινήσουν για τις αλησμόνητες πατρίδες, διασχίζοντας το καταγάλανο Αιγαίο «επί πτερύγων ανέμων». Θα είναι η μέρα που, όπως γράφει ο Ελύτης, «και ο στερνός των ανθρώπων τον πρώτο λόγο θα πει. Και τα όνειρα θα λάβουν εκδίκηση...»
Τις ώρες εκείνες του ονείρου, θα ζήσουμε μιαν άλλη Αποκάλυψη• τη μικρασιατική. Από το αγιασμένο ιωνικό χώμα, από τους ανώνυμους τάφους των αθώων θα βλαστήσουν μυρτιές, βάγια και γιασεμιά. Οι λυγμοί της χαράς θα ξεσπάσουν από το πικραμένο στόμα της Μικρασιάτισσας μάνας, που θα μοιραστεί τη λύτρωση, με το μόνιμο κραταίωμά της, την Παναγιά! Από τα πηγάδια, στα Βούρλα, θα αναβλύσει άγιο μύρο και θ' ακουστούν οι φωνές των πνιγμένων κοριτσιών να ψάλλουν το «Φως ιλαρόν». Και κάπου εκεί, στη Σμύρνη, στην έρημη προκυμαία της, έχοντας δίπλα του τους αδικοσφαγμένους πρόκριτους μας (τον Γιώργη Κλιμανόγλου και τον Νίκο Τσουρουκτσόγλου), θα περιμένει εκείνος που τότε έμεινε τελευταίος. Λαμπροντυμένος, μέσα στα πορφυρά του άμφια ο Χρυσόστομος, πανώριος, γαλήνιος και δακρυσμένος, θα τους περιμένει όλους, για να ξαναπεί το δοξαστικό «Ευλογημένοι οι ερχόμενοι εν ονόματι Κυρίου».
Και οι «ερχόμενοι εν ονόματι Κυρίου» θα μεταλάβουν όλοι από τα χέρια του των Αχράντων Μυστηρίων (εκεί, στην προκυμαία), θα πάρουν την ευχή του και κατόπιν θα ξεχυθούν στους ρωμιομαχαλάδες, στα σοκάκια και στα μπεζεστένια της πυρπολημένης πόλης, για να σπείρουν και να σοδέψουν πάλι την ευλογημένη γαλήνη της Ανατολής, το γέλιο και τον μόχθο, την ευφρόσυνη αγάπη του Θεού. Εκεί που έτρεξε το αίμα, θα τρέξει άφθονο το κανανίτικο κρασί της δικαίωσης, για να μεθύσει κορμιά και καρδιές. Νέοι Όμηροι θα τραγουδήσουν πόθους, καημούς, απαντοχές και βάσανα αιώνων. Κολυμπήθρες θα στηθούν για να βαφτιστούν τα μωρά που είχαν λογχίσει, το 1922, οι Τσέτες. Άγγελοι θα κατεβούν από τον ουρανό, για να στεφανώσουν, «δόξη και τιμή», τα ατιμασμένα νιάτα.
Μα, πριν απ' όλα, θα γεμίσει πάλι ασφυκτικά η Αγία Φωτεινή και τα σήμαντρα της θα στείλουν παντού το αναστάσιμο μήνυμα: «Οι Άγιοι γύρισαν στις εκκλησιές τους». Ειρηνικά, πολιτισμένα, ανθρώπινα.
Τότε είναι που θα μπει το «Ευλογητός...» κι η μεσοτελειωμένη λειτουργία θα ξαναρχίσει. Κι όλος ο κόσμος θα χαρεί. Αμήν.
Γένοιτο, προς Δόξαν Θεού.
Γένοιτο, για να ησυχάσουν οι ψυχές των προγόνων μας, και «τα όνειρα (τουλάχιστον τα όνειρα) να λάβουν εκδίκηση».
Και να γευτούν δικαίωση.
Απόσπασμα από τη συλλογή "Η Δικαίωση Οι μεγάλες αλήθειες του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου"
Έμπνευση — Έρευνα — Ανθολόγηση — Επιμέλεια: Δημήτρης Ριζούλης, δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου