Από την απόσταση ψυχραιμίας που πάντα προσφέρει ο χρόνος, αξίζει να θέσουμε για άλλη μια φορά το θέμα των τεχνοκρατών, καθώς όσα συνέβησαν με αφορμή την παραίτηση του γ.γ. Δημοσίων Εσόδων αποδείχθηκε πως από κάποιους χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση αντιπολιτευτικών αναγκών και από άλλους για να τονιστεί η ανάγκη πως οι πολιτικοί πρέπει να αφήνουν τους τεχνοκράτες να κάνουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους.
Για τους πρώτους δεν θα μιλήσω – άλλωστε για να
εξυπηρετήσουν τις κομματικές τους σκοπιμότητες έχουν κατά καιρούς υπερασπιστεί όλους τους αντιπάλους τους, από τον Γιούνκερ μέχρι και τα… μπούνγκα-μπούνγκα πάρτι του Μπερλουσκόνι.
Θα προσπαθήσω να απαντήσω σ’ αυτούς που υποστηρίζουν την «ανεξαρτησία» των τεχνοκρατών.
Κατ’ αρχήν, στη Δημοκρατία η πολιτική, ως αποτέλεσμα δημοκρατικών διαδικασιών εκλογής, στέκει πάνω απ’ όλα.
Οτιδήποτε άλλο, οποιοδήποτε προϊόν άλλης διαδικασίας πλην της εκλογικής, θα αποτελούσε σοβαρή παραβίαση βασικών δημοκρατικών αρχών.
Η διαδικασία των βιογραφικών – η οποία άλλωστε θα έπρεπε να ακολουθείται από τους πολίτες και κατά την επιλογή των πολιτικών προσώπων – είναι σωστή, υπό την προϋπόθεση ότι τα προαπαιτούμενα προσόντα τίθενται από τους πολιτικούς και τα πρόσωπα που προκρίνονται τελούν υπό την κρίση και τον έλεγχο τόσο των πολιτικών όσο και των πολιτών που τους επιλέγουν.
Ανεξάρτητος δεν σημαίνει ανεξέλεγκτος και όλοι κρίνονται.
Η εμπειρία, διεθνής και εγχώρια, έχει δείξει πως οι τεχνοκράτες κάνουν άφθονα λάθη και οι αμιγώς τεχνοκρατικές κυβερνήσεις πέφτουν με μεγάλο πάταγο, αφού προηγουμένως αποτύχουν μετά πολλών επαίνων.
Επιπλέον, στα μάτια των πολιτών, η ευθύνη για τα λάθη των τεχνοκρατών βαρύνουν αυτούς που τους διόρισαν – στη συγκεκριμένη περίπτωση στον συγκεκριμένο τεχνοκράτη είχαν δοθεί και… 172 επιπλέον αρμοδιότητες από όσες προέβλεπε η θέση του.
Μεγάλη σημασία έχει και ο τρόπος και ο χρόνος κατά τον οποίο επιλέγεται να εκδοθεί μια εγκύκλιος ή να εφαρμοστεί ένα ψηφισμένο μέτρο.
Όταν, για παράδειγμα, με μια εγκύκλιο περί αναδρομικής φορολόγησης ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται σε χέρια ξένων επενδυτών προκαλείται άνοδος των σπρεντ – και μάλιστα λίγο μετά την έξοδο της χώρας στις αγορές με έκδοση ομολόγου – και όταν ξαφνικά οι ξένοι επενδυτές πληροφορούνται πως μπορεί μεν να δικαιούνται εξαίρεση από τον φόρο, αλλά θα πρέπει να έλθουν στην Ελλάδα και να υποβάλουν όλα τα αναγκαία έγγραφα στην ελληνική γραφειοκρατία, τότε προφανώς υπάρχει πρόβλημα.
Ο πολιτικός θα έβαζε κάτω τα δεδομένα και δεν θα εκτόξευε την εγκύκλιο προς δικαίους και αδίκους.
Θα συνυπολόγιζε τα δεδομένα (προβολή της χώρας λόγω εξόδου στις αγορές και ανάγκη να μην ακυρωθεί) και θα έβρισκε μια άλλη λύση για υποβολή δικαιολογητικών ηλεκτρονικά σε κάποιο κεντρικό σύστημα, χωρίς να τρομοκρατήσει τους ξένους με την απειλή να βρεθούν στις ουρές των ελληνικών εφοριών.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι η περίφημη εγκύκλιος 1117 της 25ης Απριλίου ανακλήθηκε την ίδια μέρα της δημοσιοποίησής της (αλλά και της ανόδου των σπρεντ), στις 15 Μαΐου δηλαδή, δεν αποτελούσε παρέμβαση στο έργο του τεχνοκράτη;
Οπότε, γιατί κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτήν την «παρέμβαση», αντίθετα θεωρήθηκε από όλους φυσιολογική και αναγκαία για τη χώρα;
Όταν – άλλο παράδειγμα – εκδίδεται εγκύκλιος βάσει της οποίας θα πρέπει γονείς και ανήλικα τέκνα να έχουν διαφορετικό κλειδάριθμο στο Ε9 και προκαλείται γενική αναστάτωση, είναι βέβαιο ότι ο πολιτικός θα λάμβανε υπόψη του την (άχρηστη) ταλαιπωρία και δεν θα το έκανε.
Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση, γιατί δεν θεωρήθηκε «επέμβαση» η εντολή να αποσυρθεί η τεχνοκρατική απόφαση και να συνεχίσουν να δηλώνουν οι γονείς τα περιουσιακά στοιχεία των ανηλίκων τέκνων τους;
Μα ακριβώς επειδή όλοι συμφώνησαν πως η τεχνοκρατική πρωτοβουλία προκαλούσε πολλά προβλήματα και δεν έλυνε κανένα – διότι απλά δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα και απλώς επρόκειτο για μια τεχνοκρατική εμμονή.
Και τέλος, ένα ακόμη κορυφαίο παράδειγμα:
Η περίφημη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, που περιλάμβανε τις γνωστές ρυθμίσεις για το ψωμί και το γάλα που παραλίγο να ρίξουν την κυβέρνηση (οπότε δεν θα εφαρμόζονταν ούτε τα σωστά) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τεχνοκρατικού δημιουργήματος, που υιοθέτησαν πολιτικοί, διότι οι τεχνοκράτες τους διαβεβαίωσαν ότι θα έπεφταν οι τιμές.
Φυσικά, οι τιμές δεν έχουν πέσει – αντίθετα σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αυξηθεί.
Οπότε, ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά την περίφημη ρήση του Πομπιντού, που είχε πει ότι υπάρχουν τρεις δρόμοι με προορισμό την καταστροφή: «Ο ευχάριστος με τις γυναίκες, ο γρήγορος με τα τυχερά παιχνίδια και ο σίγουρος με τους τεχνικούς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου