Η
συμπλήρωση 200 χρόνων από τη μάχη του Βατερλό δίνει την ευκαιρία για
νέες ματιές σ' ένα κορυφαίο γεγονός που σφράγισε τον 19ο αιώνα.
Ακόμη και στην Αγγλία, όπου η κυρίαρχη αφήγηση ήταν και παραμένει ότι πρόκειται για μια βρετανική νίκη και δόξα, μπαίνει στο μικροσκόπιο επαγγελματιών ιστορικών, αλλά κι άλλων μελετητών.
Στα καθ' ημάς ένα από τα θέματα που έχουν απασχολήσει λίγο κατά το παρελθόν είναι η συμμετοχή Ελλήνων στους ναπολεόντειους πολέμους. Είτε με την πλευρά των Γάλλων είτε των άλλων δυνάμεων που βρέθηκαν αντιμέτωπες με τα γαλλικά στρατεύματα.
Παλιότεροι ιστορικοί (Τρικούπης, Παπαρρηγόπουλος κ.ά.) που έχουν ασχοληθεί με την πτυχή αυτή, κάνουν λόγο για στρατιωτικά «προπαιδευτήρια» της Επανάστασης του 1821. Το συμπέρασμα του Κ. Ράδου, ο οποίος μελέτησε πρώτος κάπως συστηματικά το θέμα, ήταν πως «ο πόλεμος του 1821-1829 δεν διεξήχθη δι΄ αυτοσχεδίων στρατιωτών και ιδίως αρχηγών μη τυχόντων σπουδαίας στρατιωτικάς προπονήσεις».
Πέραν του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού είναι γενικώς αποδεκτό, σε παλιότερους και σύγχρονους ιστοριογράφους, ότι τα μισθοφορικά ένοπλα ελληνικά σώματα, πριν από το 1821, συγκαταλέγονται στους στρατιωτικούς - κι όχι μόνο - παράγοντες της Επανάστασης.
Σε μια από τις πιο πρόσφατες σχετικές αναφορές τίθεται ως εξής το ζήτημα: «Αν η κλεφτουριά και η αρματολική εμπειρία αποτέλεσε, όπως υπογραμμίζει ο Ι. Φιλήμων, ''το πρότυπον στρατιωτικόν σχολείον της μελλούσης μεταβολής'', λιγότερο γνωστή παραμένει η περίοδος εκείνη που έφερε τους Ελληνες των αρμάτων σε επαφή με τις τελευταίες εξελίξεις της διεθνούς στρατιωτικής τέχνης, μέσα από την οργάνωση και τη δράση τους σε τακτικά - λίγο ως πολύ - σώματα υπό ευρωπαϊκή διοίκηση κατά τη δεκαπενταετία που προηγήθηκε της Ελληνικής Επανάστασης.
Πράγματι, από το 1798 μέχρι το 1821, παρουσιάζεται μια έντονη κινητικότητα των Ελλήνων πολεμιστών σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, αρκετές εκατοντάδες από τους οποίους ''κρέμασαν φούντα για ξένον στο σπαθί τους'', θέτοντάς το στην υπηρεσία Ρώσων, Βρετανών, Γάλλων κ.ά., στην Αίγυπτο, τα Επτάνησα, την Ιταλία, τη Δαλματία και το Αιγαίο...» (Λ. Καλλιβρετάκης: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού).
Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, αν προστεθούν και ορισμένες άλλες κατηγορίες Ελλήνων ενόπλων (π.χ. στην υπηρεσία παραδουνάβιων ηγεμόνων κ.ά.), αναδείχτηκαν ηγετικές προσωπικότητες του ελληνικού επαναστατικού αγώνα. Αν και μερικές από τις στρατιωτικές φυσιογνωμίες έφυγαν από τη ζωή πριν από την έκρηξη του 1821 (Γκόγκας Δαγκλής, Κατσαντώνης, Φώτος Τζαβέλας, Κίτσος Μπότσαρης, Νικόλαος Παπάζογλου κ.ά.), πολλοί ήταν αυτοί που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα. Ανάμεσά τους και μια δεκάδα ονομαστοί στρατηγοί (Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας, Γιώτης Δαγκλής, Κοντογιάννης, Γούσης, Μάρκος και Νότης Μπότσαρης, Αναγνωσταράς, Περραιβός, Βλαχόπουλος κ.ά.).
Τα κίνητρα της συμμετοχής σε μισθοφορικά σώματα δεν περιορίζονται και δεν ήταν αποκλειστικά η επιβίωση και τα χρήματα. Ειδικά στο μεταίχμιο των δυο αιώνων όλο και συχνότερα εμφανίζονται, μαζί με τις κοινωνικο-οικονομικές αιτίες, κίνητρα εθνοτικά και επαναστατικά.
Η άρνηση του Κολοκοτρώνη
Ετσι για παράδειγμα ένας Γάλλος πρόξενος, γύρω στο 1810, σε αναφορά του διαπιστώνει για την πλειονότητα των κατοίκων της Μάνης: «Δεν έχουν ιδιαίτερη προτίμηση για τους Γάλλους ή Αγγλους. Επιθυμούν μόνο να είναι ελεύθεροι και να μη φοβούνται τον τουρκικό ζυγό. Οποιοδήποτε έθνος αναλάβει να τους αφαιρέσει αυτόν τον φόβο, θα προτιμάται πάντα απ΄ αυτούς. Εν τω μεταξύ αναγκασμένοι από την ανάγκη υπηρετούν αυτούς που τους πληρώνουν».
Η διαπίστωση, προφανώς, δεν αφορά μόνο τους Μανιάτες. Εξηγεί εκτός των άλλων και τις διαφορετικές κατά καιρούς προτιμήσεις των μισθοφορικών τμημάτων. Ακόμη και τις μετακινήσεις τους από το ένα στρατόπεδο στο άλλο.
Σ' ένα άλλο επίπεδο υπάρχουν παραδείγματα, όπου τα κριτήρια για την προσφορά έμμισθων υπηρεσιών είναι ακόμη πιο ευρύτερα από τη «ζήτηση». Αρκετοί οπλαρχηγοί κατά την περίοδο δράσης των ελληνικών μισθοφορικών τμημάτων δεν συντάχθηκαν κάτω από «ξένη φούντα».
Είναι χαρακτηριστική η άρνηση του Θ. Κολοκοτρώνη το 1805 να συνταχθεί με το ρωσικό στρατιωτικό τμήμα: «Τι έχω εγώ να κάνω με τον Μπονοπάρτε; Αν θέλετε όμως στρατιώτας να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σας υπόσχομαι» απαντούσε (η κατοπινή στάση του μετά το 1815 είναι ένα άλλο θέμα).
Τα επαναστατικά και εθνοτικά κίνητρα είναι πιο εμφανή και σε μεγαλύτερη κλίμακα σε κείνα τα ένοπλα ελληνικά τμήματα που πολέμησαν με τη γαλλική πλευρά. Σε πολλές περιπτώσεις είναι δυσδιάκριτο αν κυριαρχούν τα οικονομικά ή τα ιδεολογικά και εθνικο-απελευθερωτικά. Αφήνοντας κατά μέρος ότι υπάρχει και η εθελοντική πτυχή της συμμετοχής με τη γαλλική πλευρά.
Από την άποψη αυτή τα σαλπίσματα του Κοραή, με την ανατολή του 19ου αιώνα, καθώς εξελίσσεται η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, με τη συμμετοχή και Ελλήνων ενόπλων, είναι εύγλωττα για τους ανέμους που πνέουν και φουσκώνουν τα εθνικοαπελευθερωτικά πανιά:
«Οσοι δε ευρίσκεσθε διασκορπισμένοι εις την Eλλάδα, μέρος μεν δράμετε με προθυμίαν και γρηγορότητα εις την Aίγυπτον, δια να αυξήσετε τον αριθμόν των αδελφών σας. Yπηρετήσατε τους Γάλλους με προθυμίαν... Tο δε λοιπόν μέρος μείνατε εις την Eλλάδα εξωπλισμένοι, και έτοιμοι να δεχθήτε τους ελευθερωτάς της Eλλάδος τους Γάλλους, και τους φίλους των Γάλλων και συμμάχους...».
1798-1814
Ο θρυλικός Παπάζογλου και οι άλλοι ονομαστοί καπεταναίοι
Παρακάμπτοντας τους Ελληνες που πολεμούν μαζί με τα στρατεύματα του Ναπολέοντα κατά την πρώτη γαλλική κατοχή των Επτανήσων (1797-1799), το πρώτο ένοπλο ελληνικό τμήμα το οποίο έγραψε ιστορία στο πλευρό των Γάλλων ήταν η Ελληνική Λεγεών. Επικεφαλής ήταν ο Νικόλαος Παπάζογλου ή Τσεσμελής (από τον Τσεσμέ της Μ. Ασίας). Βρέθηκε στην Αίγυπτο, υπηρετώντας τους Μαμελούκους, με στολίσκο από Ελληνες ναυτικούς στο Δέλτα του Νείλου. Πολέμησε αρχικώς τους Γάλλους, αλλά μετά τη μάχη των Πυραμίδων (1798) ενσωματώθηκε στο εκστρατευτικό σώμα του Ναπολέοντα, αναλαμβάνοντας δύσκολες αποστολές.
Αρχικώς με τρεις λόχους (περίπου 100 Ελληνες ο καθένας), οι οποίοι ενισχύθηκαν στην πορεία από αρκετούς άλλους Ελληνες ναύτες, που βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια, αλλά και ενθουσιώδεις εθελοντές, συγκρότησε τη Legion Grecque, όπως την ονόμασαν οι Γάλλοι. Μέχρι την αποχώρηση των Γάλλων (1801) πολέμησαν με γενναιότητα Μαμελούκους, Τούρκους και Αγγλους και πολλοί στρατιώτες της λεγεώνας διακρίθηκαν και παρασημοφορήθηκαν.
Περίπου 400 από τους Ελληνες της Ελληνικής Λεγεώνας ακολούθησαν τους Γάλλους στη Μασσαλία. Εκεί συγκρότησαν (1802), μαζί με Κόπτες, υπό τη διοίκηση του Παπάζογλου, το Σύνταγμα των Κυνηγών της Ανατολής (Chasseurs d' Orient). Το σώμα (εφτά λόχοι πεζικού κι ένας του πυροβολικού), ενταγμένο στον γαλλικό στρατό και ενισχυμένο από Ηπειρώτες, Αλβανούς και Σλάβους, έδρασε σε Δαλματία (1806), ενώ αργότερα στην Hπειρο και στα Επτάνησα.
Επιφανείς
Στη Δαλματία, μάλιστα, βρέθηκε αντιμέτωπο και με Ελληνες που πολεμούσαν στο πλευρό των Ρώσων. Εκεί διακρίθηκαν αρκετοί κι ανάμεσά τους τέσσερις Ελληνες αξιωματικοί του γαλλικού σώματος, ο ταγματάρχης Γαβριήλ Σιδέριος και οι λοχαγοί Ν. Κυριάκος, Ιωάννης Χαραγλής και Ματθαίος Σαμοθράκης (τιμήθηκαν με το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής).
Το ίδιο θα συμβεί και στη Λευκάδα τον επόμενο χρόνο (1807) στο πλαίσιο του Ρωσοτουρκικού πολέμου και την περίοδο συμπόρευσης της Γαλλίας με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Απέναντι από τους «Κυνηγούς» βρέθηκαν γνωστοί αργότερα Ελληνες καπεταναίοι αλλά και ο Καποδίστριας (πληρεξούσιος του τσάρου της Ρωσίας στα Ιόνια Νησιά).
Μετά τη γαλλορωσική ειρήνευση και την ανακατάληψη των Ιονίων από τους Γάλλους (1807) παραλλήλως με τους «Κυνηγούς» οργανώνεται το «Σύνταγμα των Αλβανιτών» (Regiment Albanais). Τα δύο σώματα ενώνονται σε έξι τάγματα με περίπου 3.000 άνδρες. Τίθενται υπό τις διαταγές σουλιώτικων οικογενειών.
Ανάμεσα στους αξιωματικούς βρίσκονται ονόματα όπως του Φώτου Τζαβέλλα, Χρηστάκη Καλογήρου, Νότη και Μάρκου Μπότσαρη, Αναγνωσταρά, Περραιβού, Νικηταρά, Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Φωτομάρα, Δαγκλή κ.ά.
Η τελευταία σημαντική επιχείρηση των ένοπλων ελληνικών τμημάτων (εθελοντών ή μη) πραγματοποιείται το 1814 γύρω από τα τείχη της Πάργας. Εκεί βρέθηκαν για άλλη μία φορά οι κυριότεροι πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου. Το κάστρο υπερασπιζόταν ελληνογαλλική φρουρά, υπό τις διαταγές του Παπάζογλου, ενώ ανάμεσα στους πολιορκητές βρισκόταν και ο Θ. Κολοκοτρώνης. Είναι γνωστές οι συνθήκες παράδοσης της Πάργας, όπου και γράφτηκε το τέλος των «Κυνηγών της Ανατολής», με τον Παπάζογλου να «προσθέτη νέας σελίδας δόξης».
Ο,τι απέμεινε από το σώμα θα απορροφηθεί στις ίλες των Μαμελούκων της Αυτοκρατορικής Φρουράς του Ναπολέοντα. Για την ιστορία, ο Παπάζογλου ακολούθησε τους Γάλλους μετά την εγκατάλειψη της Κέρκυρας (Ιούλιος 1814). Αποστρατεύτηκε, όπως και άλλοι αξιωματικοί του Ναπολέοντα, μετά την επάνοδο των Βουρβόνων. Πέθανε το 1819, αφού πρώτα συνταξιοδοτήθηκε από τον γαλλικό στρατό.
ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ ΣΤΟΝ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ
Διάσπαρτες πληροφορίες υπάρχουν και για διάφορες ομάδες ή πρόσωπα που πολέμησαν μαζί με τα στρατεύματα του Ναπολέοντα σε διάφορες φάσεις και μάχες. Ετσι, για παράδειγμα, όταν αναδιοργανώνεται το Σύνταγμα των Αλβανιτών το 1812-13 στην Κέρκυρα από τους Γάλλους στρατηγούς Ντονζελό και Μινό (αρχηγός του Συντάγματος που φορούσε και φουστανέλα!) γίνεται λόγος για τη συγκρότηση αποσπάσματος 500 επιλέκτων της Αυτοκρατορικής Φρουράς.
Την ίδια περίοδο τρεις Σουλιώτες αποστέλλονται ως σωματοφύλακες του Ναπολέοντα (τα ονόματά τους παραμένουν άγνωστα).Μερικοί από αυτούς θα γνωρίσουν διώξεις μετά τις πτώσεις του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση των Βουρβόνων. Αλλοι θα υπηρετήσουν το νέο καθεστώς, ενώ μερικοί θα τιμηθούν πολύ αργότερα από τους διαδόχους του Ναπολέοντα. Οπως ο Σουλιώτης Λ. Γούσης, στον οποίο θα απονεμηθεί το παράσημο της Αγίας Ελένης για τις υπηρεσίες του τη μακρά περίοδο 1792-1815.
Εκτός από τα ένοπλα σώματα υπάρχει και μια σειρά άλλων πολύ και λιγότερο γνωστών Ελλήνων που πολέμησαν και αναδείχτηκαν ανώτεροι αξιωματικοί στον στρατό του Ναπολέοντα. Ξεχωρίζουν ο Κεφαλονίτης Νικόλαος Λοβέρδος και ο Διονύσιος Βούρβαχης που κατέλαβαν υψηλά στρατιωτικά αξιώματα. Αλλά και κατώτεροι αξιωματικοί, όπως ο Σταμάτης Βούλγαρης, που πολέμησαν μέχρι και το Βατερλό.
ΠΗΓΗ: ethnos.gr
Ακόμη και στην Αγγλία, όπου η κυρίαρχη αφήγηση ήταν και παραμένει ότι πρόκειται για μια βρετανική νίκη και δόξα, μπαίνει στο μικροσκόπιο επαγγελματιών ιστορικών, αλλά κι άλλων μελετητών.
Στα καθ' ημάς ένα από τα θέματα που έχουν απασχολήσει λίγο κατά το παρελθόν είναι η συμμετοχή Ελλήνων στους ναπολεόντειους πολέμους. Είτε με την πλευρά των Γάλλων είτε των άλλων δυνάμεων που βρέθηκαν αντιμέτωπες με τα γαλλικά στρατεύματα.
Παλιότεροι ιστορικοί (Τρικούπης, Παπαρρηγόπουλος κ.ά.) που έχουν ασχοληθεί με την πτυχή αυτή, κάνουν λόγο για στρατιωτικά «προπαιδευτήρια» της Επανάστασης του 1821. Το συμπέρασμα του Κ. Ράδου, ο οποίος μελέτησε πρώτος κάπως συστηματικά το θέμα, ήταν πως «ο πόλεμος του 1821-1829 δεν διεξήχθη δι΄ αυτοσχεδίων στρατιωτών και ιδίως αρχηγών μη τυχόντων σπουδαίας στρατιωτικάς προπονήσεις».
Πέραν του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού είναι γενικώς αποδεκτό, σε παλιότερους και σύγχρονους ιστοριογράφους, ότι τα μισθοφορικά ένοπλα ελληνικά σώματα, πριν από το 1821, συγκαταλέγονται στους στρατιωτικούς - κι όχι μόνο - παράγοντες της Επανάστασης.
Σε μια από τις πιο πρόσφατες σχετικές αναφορές τίθεται ως εξής το ζήτημα: «Αν η κλεφτουριά και η αρματολική εμπειρία αποτέλεσε, όπως υπογραμμίζει ο Ι. Φιλήμων, ''το πρότυπον στρατιωτικόν σχολείον της μελλούσης μεταβολής'', λιγότερο γνωστή παραμένει η περίοδος εκείνη που έφερε τους Ελληνες των αρμάτων σε επαφή με τις τελευταίες εξελίξεις της διεθνούς στρατιωτικής τέχνης, μέσα από την οργάνωση και τη δράση τους σε τακτικά - λίγο ως πολύ - σώματα υπό ευρωπαϊκή διοίκηση κατά τη δεκαπενταετία που προηγήθηκε της Ελληνικής Επανάστασης.
Πράγματι, από το 1798 μέχρι το 1821, παρουσιάζεται μια έντονη κινητικότητα των Ελλήνων πολεμιστών σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, αρκετές εκατοντάδες από τους οποίους ''κρέμασαν φούντα για ξένον στο σπαθί τους'', θέτοντάς το στην υπηρεσία Ρώσων, Βρετανών, Γάλλων κ.ά., στην Αίγυπτο, τα Επτάνησα, την Ιταλία, τη Δαλματία και το Αιγαίο...» (Λ. Καλλιβρετάκης: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού).
Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, αν προστεθούν και ορισμένες άλλες κατηγορίες Ελλήνων ενόπλων (π.χ. στην υπηρεσία παραδουνάβιων ηγεμόνων κ.ά.), αναδείχτηκαν ηγετικές προσωπικότητες του ελληνικού επαναστατικού αγώνα. Αν και μερικές από τις στρατιωτικές φυσιογνωμίες έφυγαν από τη ζωή πριν από την έκρηξη του 1821 (Γκόγκας Δαγκλής, Κατσαντώνης, Φώτος Τζαβέλας, Κίτσος Μπότσαρης, Νικόλαος Παπάζογλου κ.ά.), πολλοί ήταν αυτοί που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα. Ανάμεσά τους και μια δεκάδα ονομαστοί στρατηγοί (Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας, Γιώτης Δαγκλής, Κοντογιάννης, Γούσης, Μάρκος και Νότης Μπότσαρης, Αναγνωσταράς, Περραιβός, Βλαχόπουλος κ.ά.).
Τα κίνητρα της συμμετοχής σε μισθοφορικά σώματα δεν περιορίζονται και δεν ήταν αποκλειστικά η επιβίωση και τα χρήματα. Ειδικά στο μεταίχμιο των δυο αιώνων όλο και συχνότερα εμφανίζονται, μαζί με τις κοινωνικο-οικονομικές αιτίες, κίνητρα εθνοτικά και επαναστατικά.
Η άρνηση του Κολοκοτρώνη
Ετσι για παράδειγμα ένας Γάλλος πρόξενος, γύρω στο 1810, σε αναφορά του διαπιστώνει για την πλειονότητα των κατοίκων της Μάνης: «Δεν έχουν ιδιαίτερη προτίμηση για τους Γάλλους ή Αγγλους. Επιθυμούν μόνο να είναι ελεύθεροι και να μη φοβούνται τον τουρκικό ζυγό. Οποιοδήποτε έθνος αναλάβει να τους αφαιρέσει αυτόν τον φόβο, θα προτιμάται πάντα απ΄ αυτούς. Εν τω μεταξύ αναγκασμένοι από την ανάγκη υπηρετούν αυτούς που τους πληρώνουν».
Η διαπίστωση, προφανώς, δεν αφορά μόνο τους Μανιάτες. Εξηγεί εκτός των άλλων και τις διαφορετικές κατά καιρούς προτιμήσεις των μισθοφορικών τμημάτων. Ακόμη και τις μετακινήσεις τους από το ένα στρατόπεδο στο άλλο.
Σ' ένα άλλο επίπεδο υπάρχουν παραδείγματα, όπου τα κριτήρια για την προσφορά έμμισθων υπηρεσιών είναι ακόμη πιο ευρύτερα από τη «ζήτηση». Αρκετοί οπλαρχηγοί κατά την περίοδο δράσης των ελληνικών μισθοφορικών τμημάτων δεν συντάχθηκαν κάτω από «ξένη φούντα».
Είναι χαρακτηριστική η άρνηση του Θ. Κολοκοτρώνη το 1805 να συνταχθεί με το ρωσικό στρατιωτικό τμήμα: «Τι έχω εγώ να κάνω με τον Μπονοπάρτε; Αν θέλετε όμως στρατιώτας να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σας υπόσχομαι» απαντούσε (η κατοπινή στάση του μετά το 1815 είναι ένα άλλο θέμα).
Τα επαναστατικά και εθνοτικά κίνητρα είναι πιο εμφανή και σε μεγαλύτερη κλίμακα σε κείνα τα ένοπλα ελληνικά τμήματα που πολέμησαν με τη γαλλική πλευρά. Σε πολλές περιπτώσεις είναι δυσδιάκριτο αν κυριαρχούν τα οικονομικά ή τα ιδεολογικά και εθνικο-απελευθερωτικά. Αφήνοντας κατά μέρος ότι υπάρχει και η εθελοντική πτυχή της συμμετοχής με τη γαλλική πλευρά.
Από την άποψη αυτή τα σαλπίσματα του Κοραή, με την ανατολή του 19ου αιώνα, καθώς εξελίσσεται η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, με τη συμμετοχή και Ελλήνων ενόπλων, είναι εύγλωττα για τους ανέμους που πνέουν και φουσκώνουν τα εθνικοαπελευθερωτικά πανιά:
«Οσοι δε ευρίσκεσθε διασκορπισμένοι εις την Eλλάδα, μέρος μεν δράμετε με προθυμίαν και γρηγορότητα εις την Aίγυπτον, δια να αυξήσετε τον αριθμόν των αδελφών σας. Yπηρετήσατε τους Γάλλους με προθυμίαν... Tο δε λοιπόν μέρος μείνατε εις την Eλλάδα εξωπλισμένοι, και έτοιμοι να δεχθήτε τους ελευθερωτάς της Eλλάδος τους Γάλλους, και τους φίλους των Γάλλων και συμμάχους...».
1798-1814
Ο θρυλικός Παπάζογλου και οι άλλοι ονομαστοί καπεταναίοι
Παρακάμπτοντας τους Ελληνες που πολεμούν μαζί με τα στρατεύματα του Ναπολέοντα κατά την πρώτη γαλλική κατοχή των Επτανήσων (1797-1799), το πρώτο ένοπλο ελληνικό τμήμα το οποίο έγραψε ιστορία στο πλευρό των Γάλλων ήταν η Ελληνική Λεγεών. Επικεφαλής ήταν ο Νικόλαος Παπάζογλου ή Τσεσμελής (από τον Τσεσμέ της Μ. Ασίας). Βρέθηκε στην Αίγυπτο, υπηρετώντας τους Μαμελούκους, με στολίσκο από Ελληνες ναυτικούς στο Δέλτα του Νείλου. Πολέμησε αρχικώς τους Γάλλους, αλλά μετά τη μάχη των Πυραμίδων (1798) ενσωματώθηκε στο εκστρατευτικό σώμα του Ναπολέοντα, αναλαμβάνοντας δύσκολες αποστολές.
Αρχικώς με τρεις λόχους (περίπου 100 Ελληνες ο καθένας), οι οποίοι ενισχύθηκαν στην πορεία από αρκετούς άλλους Ελληνες ναύτες, που βρέθηκαν στην Αλεξάνδρεια, αλλά και ενθουσιώδεις εθελοντές, συγκρότησε τη Legion Grecque, όπως την ονόμασαν οι Γάλλοι. Μέχρι την αποχώρηση των Γάλλων (1801) πολέμησαν με γενναιότητα Μαμελούκους, Τούρκους και Αγγλους και πολλοί στρατιώτες της λεγεώνας διακρίθηκαν και παρασημοφορήθηκαν.
Περίπου 400 από τους Ελληνες της Ελληνικής Λεγεώνας ακολούθησαν τους Γάλλους στη Μασσαλία. Εκεί συγκρότησαν (1802), μαζί με Κόπτες, υπό τη διοίκηση του Παπάζογλου, το Σύνταγμα των Κυνηγών της Ανατολής (Chasseurs d' Orient). Το σώμα (εφτά λόχοι πεζικού κι ένας του πυροβολικού), ενταγμένο στον γαλλικό στρατό και ενισχυμένο από Ηπειρώτες, Αλβανούς και Σλάβους, έδρασε σε Δαλματία (1806), ενώ αργότερα στην Hπειρο και στα Επτάνησα.
Επιφανείς
Στη Δαλματία, μάλιστα, βρέθηκε αντιμέτωπο και με Ελληνες που πολεμούσαν στο πλευρό των Ρώσων. Εκεί διακρίθηκαν αρκετοί κι ανάμεσά τους τέσσερις Ελληνες αξιωματικοί του γαλλικού σώματος, ο ταγματάρχης Γαβριήλ Σιδέριος και οι λοχαγοί Ν. Κυριάκος, Ιωάννης Χαραγλής και Ματθαίος Σαμοθράκης (τιμήθηκαν με το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής).
Το ίδιο θα συμβεί και στη Λευκάδα τον επόμενο χρόνο (1807) στο πλαίσιο του Ρωσοτουρκικού πολέμου και την περίοδο συμπόρευσης της Γαλλίας με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Απέναντι από τους «Κυνηγούς» βρέθηκαν γνωστοί αργότερα Ελληνες καπεταναίοι αλλά και ο Καποδίστριας (πληρεξούσιος του τσάρου της Ρωσίας στα Ιόνια Νησιά).
Μετά τη γαλλορωσική ειρήνευση και την ανακατάληψη των Ιονίων από τους Γάλλους (1807) παραλλήλως με τους «Κυνηγούς» οργανώνεται το «Σύνταγμα των Αλβανιτών» (Regiment Albanais). Τα δύο σώματα ενώνονται σε έξι τάγματα με περίπου 3.000 άνδρες. Τίθενται υπό τις διαταγές σουλιώτικων οικογενειών.
Ανάμεσα στους αξιωματικούς βρίσκονται ονόματα όπως του Φώτου Τζαβέλλα, Χρηστάκη Καλογήρου, Νότη και Μάρκου Μπότσαρη, Αναγνωσταρά, Περραιβού, Νικηταρά, Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Φωτομάρα, Δαγκλή κ.ά.
Η τελευταία σημαντική επιχείρηση των ένοπλων ελληνικών τμημάτων (εθελοντών ή μη) πραγματοποιείται το 1814 γύρω από τα τείχη της Πάργας. Εκεί βρέθηκαν για άλλη μία φορά οι κυριότεροι πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου. Το κάστρο υπερασπιζόταν ελληνογαλλική φρουρά, υπό τις διαταγές του Παπάζογλου, ενώ ανάμεσα στους πολιορκητές βρισκόταν και ο Θ. Κολοκοτρώνης. Είναι γνωστές οι συνθήκες παράδοσης της Πάργας, όπου και γράφτηκε το τέλος των «Κυνηγών της Ανατολής», με τον Παπάζογλου να «προσθέτη νέας σελίδας δόξης».
Ο,τι απέμεινε από το σώμα θα απορροφηθεί στις ίλες των Μαμελούκων της Αυτοκρατορικής Φρουράς του Ναπολέοντα. Για την ιστορία, ο Παπάζογλου ακολούθησε τους Γάλλους μετά την εγκατάλειψη της Κέρκυρας (Ιούλιος 1814). Αποστρατεύτηκε, όπως και άλλοι αξιωματικοί του Ναπολέοντα, μετά την επάνοδο των Βουρβόνων. Πέθανε το 1819, αφού πρώτα συνταξιοδοτήθηκε από τον γαλλικό στρατό.
ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ ΣΤΟΝ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ
Διάσπαρτες πληροφορίες υπάρχουν και για διάφορες ομάδες ή πρόσωπα που πολέμησαν μαζί με τα στρατεύματα του Ναπολέοντα σε διάφορες φάσεις και μάχες. Ετσι, για παράδειγμα, όταν αναδιοργανώνεται το Σύνταγμα των Αλβανιτών το 1812-13 στην Κέρκυρα από τους Γάλλους στρατηγούς Ντονζελό και Μινό (αρχηγός του Συντάγματος που φορούσε και φουστανέλα!) γίνεται λόγος για τη συγκρότηση αποσπάσματος 500 επιλέκτων της Αυτοκρατορικής Φρουράς.
Την ίδια περίοδο τρεις Σουλιώτες αποστέλλονται ως σωματοφύλακες του Ναπολέοντα (τα ονόματά τους παραμένουν άγνωστα).Μερικοί από αυτούς θα γνωρίσουν διώξεις μετά τις πτώσεις του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση των Βουρβόνων. Αλλοι θα υπηρετήσουν το νέο καθεστώς, ενώ μερικοί θα τιμηθούν πολύ αργότερα από τους διαδόχους του Ναπολέοντα. Οπως ο Σουλιώτης Λ. Γούσης, στον οποίο θα απονεμηθεί το παράσημο της Αγίας Ελένης για τις υπηρεσίες του τη μακρά περίοδο 1792-1815.
Εκτός από τα ένοπλα σώματα υπάρχει και μια σειρά άλλων πολύ και λιγότερο γνωστών Ελλήνων που πολέμησαν και αναδείχτηκαν ανώτεροι αξιωματικοί στον στρατό του Ναπολέοντα. Ξεχωρίζουν ο Κεφαλονίτης Νικόλαος Λοβέρδος και ο Διονύσιος Βούρβαχης που κατέλαβαν υψηλά στρατιωτικά αξιώματα. Αλλά και κατώτεροι αξιωματικοί, όπως ο Σταμάτης Βούλγαρης, που πολέμησαν μέχρι και το Βατερλό.
ΠΗΓΗ: ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου