Στις 18 Οκτωβρίου του 1979, η Σουηδική
Ακαδημία αναγγέλλει την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα
Ελύτη «για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με
αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού
σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία».
Ο «Ποιητής του Αιγαίου» παρίσταται στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979 και παραλαμβάνει το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο, γράφοντας μια χρυσή σελίδα στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας.
Ο κατά κόσμον Οδυσσέας Αλεπουδέλης, του Παναγιώτη και της
Μαρίας Βρανά, με πατρική καταγωγή από την Παναγιούδα Λέσβου και γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης, ήταν το τελευταίο παιδί από τα έξι της οικογένειας.
Ανατρεπτικός κι επαναστάτης από πολύ μικρή ηλικία, επέλεξε το ψευδώνυμο Ελύτης με το οποίο θα χαράξει τη δική του πορεία στον κόσμο και θα καταξιωθεί, αντί να χρησιμοποιήσει το κανονικό του επίθετο. Η επιλογή του αυτή συνοδεύτηκε με εκείνη της άρνησης να αναλάβει το πατρικό εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας που διατηρούσε η οικογένεια στο Ηράκλειο Κρήτης.
Όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του που φυλάσσεται στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του ΑΠΘ: «Το πραγματικό μου όνομα κουβαλούσε το βάρος μιας μικρής εμπορικής και βιομηχανικής φήμης που για όσους το έφεραν με υπερηφάνεια -και ήταν όλοι τους άνθρωποι που μόνη τους φιλοδοξία ήτανε το κέρδος – θα ήταν μεγάλη δυστυχία να το δούνε να ταυτίζεται με την υπόσταση ενός ποιητικού έργου παράξενου και ριψοκίνδυνου…
Πήρα ψευδώνυμο γιατί θα ήτανε ντροπή να φτιάξω ένα έργο για το οποίο αφιέρωνα όλες μου τις δυνάμεις, όλο μου το πάθος μου για την αφιλοκέρδεια και να το ταυτίσω, ύστερα, με ένα όνομα συνυφασμένο με ότι ατομικά εγώ μισώ, δηλαδή, το πρακτικό πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό».
Ιδεαλιστής και ανυπόταχτος από τα εφηβικά του χρόνια ακόμη, αρνήθηκε την υποδούλωση της πόλης των Αθηνών, γυρίζοντας όλα τα γύρω από την Αττική βουνά. Ενώ είχε γραφτεί στη Νομική Σχολή Αθηνών, δεν ακολούθησε την καριέρα του δικηγόρου. Πολέμησε ως ανθυπολοχαγός στο Αλβανικό Μέτωπο κι ενώ ταξίδεψε αρκετά στην Ευρώπη, δεν παρασύρθηκε από τον κοσμοπολίτικο ευρωπαϊσμό.
Στα χρόνια της χούντας, προτίμησε να μιλήσει μέσα από το έργο του όπως ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας» και το «Το φωτόδεντρο». Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, διετέλεσε για λίγους μήνες πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, ενώ αρνήθηκε τη θέση του βουλευτή Επικρατείας με τη ΝΔ.
Την απονομή του Νόμπελ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο Έδρα Ελύτη, στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϋ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Το έργο του μεγάλο και σημαντικό μέρος του έχει μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες και τραγουδοποιούς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Έχουν ξεχωρίσει τα «Άξιον Εστί», «Τα ρω του έρωτα», «Προσανατολισμοί» και άλλα πολλά. Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
Ο «Ποιητής του Αιγαίου» παρίσταται στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979 και παραλαμβάνει το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο, γράφοντας μια χρυσή σελίδα στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας.
Ο κατά κόσμον Οδυσσέας Αλεπουδέλης, του Παναγιώτη και της
Μαρίας Βρανά, με πατρική καταγωγή από την Παναγιούδα Λέσβου και γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης, ήταν το τελευταίο παιδί από τα έξι της οικογένειας.
Ανατρεπτικός κι επαναστάτης από πολύ μικρή ηλικία, επέλεξε το ψευδώνυμο Ελύτης με το οποίο θα χαράξει τη δική του πορεία στον κόσμο και θα καταξιωθεί, αντί να χρησιμοποιήσει το κανονικό του επίθετο. Η επιλογή του αυτή συνοδεύτηκε με εκείνη της άρνησης να αναλάβει το πατρικό εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας που διατηρούσε η οικογένεια στο Ηράκλειο Κρήτης.
Όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του που φυλάσσεται στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του ΑΠΘ: «Το πραγματικό μου όνομα κουβαλούσε το βάρος μιας μικρής εμπορικής και βιομηχανικής φήμης που για όσους το έφεραν με υπερηφάνεια -και ήταν όλοι τους άνθρωποι που μόνη τους φιλοδοξία ήτανε το κέρδος – θα ήταν μεγάλη δυστυχία να το δούνε να ταυτίζεται με την υπόσταση ενός ποιητικού έργου παράξενου και ριψοκίνδυνου…
Πήρα ψευδώνυμο γιατί θα ήτανε ντροπή να φτιάξω ένα έργο για το οποίο αφιέρωνα όλες μου τις δυνάμεις, όλο μου το πάθος μου για την αφιλοκέρδεια και να το ταυτίσω, ύστερα, με ένα όνομα συνυφασμένο με ότι ατομικά εγώ μισώ, δηλαδή, το πρακτικό πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό».
Ιδεαλιστής και ανυπόταχτος από τα εφηβικά του χρόνια ακόμη, αρνήθηκε την υποδούλωση της πόλης των Αθηνών, γυρίζοντας όλα τα γύρω από την Αττική βουνά. Ενώ είχε γραφτεί στη Νομική Σχολή Αθηνών, δεν ακολούθησε την καριέρα του δικηγόρου. Πολέμησε ως ανθυπολοχαγός στο Αλβανικό Μέτωπο κι ενώ ταξίδεψε αρκετά στην Ευρώπη, δεν παρασύρθηκε από τον κοσμοπολίτικο ευρωπαϊσμό.
Στα χρόνια της χούντας, προτίμησε να μιλήσει μέσα από το έργο του όπως ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας» και το «Το φωτόδεντρο». Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, διετέλεσε για λίγους μήνες πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, ενώ αρνήθηκε τη θέση του βουλευτή Επικρατείας με τη ΝΔ.
Την απονομή του Νόμπελ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο Έδρα Ελύτη, στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϋ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Το έργο του μεγάλο και σημαντικό μέρος του έχει μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες και τραγουδοποιούς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Έχουν ξεχωρίσει τα «Άξιον Εστί», «Τα ρω του έρωτα», «Προσανατολισμοί» και άλλα πολλά. Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου