Η βασιλική κυβέρνηση, που προέκυψε, εφάρμοσε την πολιτική της ουδετερότητας. Με την πολιτική αυτή, τον Μάιο του 1916, γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν την Ανατολική
Μακεδονία και ολόκληρο το Δ΄Σώμα Στρατού αιχμαλωτίσθηκε και οδηγήθηκε στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Εν όψει της απωλείας της Μακεδονίας αξιωματικοί στη Θεσσαλονίκη μαζί με επιφανείς Έλληνες της Μακεδονίας επαναστάτησαν κατά της κυβέρνησης τον Αύγουστο του 1916 και κάλεσαν τους Βενιζελο, Κουντουριώτη και Δαγκλή να σχηματίσουν κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Η Ελλάδα το 1916 είχε δύο κυβερνήσεις....
Ο επιτ. Πρόεδρος Εφετών κ. Νικ. Σοϊλεντάκης στην εμπεριστατωμένη μελέτη του «Το κύρος του αναθέματος κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου» (ΕΔΔΔΔ 4/2004, σελ. 721-741) σημειώνει, ότι τόν Νοέμβριο του 1916 η κυβέρνηση των Αθηνών υπέστη εξευτελισμούς και ωμούς εκβιασμούς εκ μέρους της Γαλλίας, ηγετικής δύναμης της Αντάντ. Επιβλήθηκε πολύμηνος αποκλεισμός του Πειραιά και άλλων λιμένων, με συνέπεια τον θάνατο πολλών Ελλήνων από πείνα, βομβαρδίστηκε η Αθήνα και Γαλλική στρατιωτική δύναμη επιχείρησε να καταλάβει τα ανάκτορα των Αθηνών. Αποτέλεσμα να υπάρξει σύγκρουση με ελληνικές δυνάμεις στο Ζάππειο, με πολλά θύματα.
Στην κατάσταση αυτή οι βασιλικοί της Αθήνας κατηγόρησαν τους επαναστάτες της Θεσσαλονίκης για προδοσία και υπεύθυνους για τα όσα υπέστησαν από τους Γάλλους. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1916 προκάλεσαν συλλαλητήριο στο Πεδίο του Άρεως και το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου. Την προηγούμενη ημέρα (11 Δεκεμβρίου 1916) ο Μητροπολίτης (Σημ. Αργότερα ονομάσθηκε Αρχιεπίσκοπος) Αθηνών Θεόκλητος (Μηνόπουλος) προέβη σε συστάσεις να αναβληθεί το ανάθεμα. Τελικά τα μέλη της Ιεράς Συνόδου (Ι.Σ.) συμμετέσχον στο συλλαλητήριο και στο ανάθεμα.
Όταν οι σύμμαχοι απέπεμψαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο, η κυβέρνηση Βενιζέλου επέβαλε ως Μητροπολίτη Αθηνών τον Μελέτιο Μεταξάκη και οι επίσκοποι, οι συμμετασχόντες στο ανάθεμα, τιμωρήθηκαν αυστηρά. Το 1920 επέστρεψαν στην εξουσία οι βασιλικοί και επανήλθε στο θρόνο των Αθηνών ο Θεόκλητος. Το 1922 και μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας η βενιζελική επαναστατική κυβέρνηση επέβαλε, με αριστίνδην Σύνοδο εκ πέντε Αρχιερέων, τον βενιζελικό Αρχιμ. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο ως Αρχιεπίσκοπο (Σημ. Επί των ημερών του έτσι ονομάστηκε) Αθηνών. Ο Χρυσόστομος, το 1930, σε προσωπική του επιστολή προς τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, τον ενημερώνει ότι η Ι.Σ. δεν προέβη σε αναίρεση της πράξης του αναθέματος, ως εκκλησιαστικώς ανύπαρκτου.
Η Ιεραρχία απλώς αρκέσθηκε να επικαλεσθεί υπέρ του «την ευλογίαν του Υψίστου και να του επιδώση επισήμως τον Τίμιον Σταυρόν». Το θέμα τότε, το 1930, θεωρήθηκε λήξαν και από τον ίδιο τον Ελ. Βενιζέλο. Τώρα, μετά από 100 χρόνια από το ανάθεμα και 86 από την επιστολή του Χρυσοστόμου, στην Κρήτη επιχειρείται η αναβίωση του αναθέματος και του μίσους του διχασμού...
Η επέτειος του διχασμού θάπρεπε να ήταν ευκαιρία για περισυλλογή, αυτοκριτική και απόφαση για αποφυγή στο μέλλον παρόμοιων καταστρεπτικών καταστάσεων. Η απόσταση των 100 ετών από τα τραγικά γεγονότα θα 'πρεπε να οδηγεί σε νηφάλια προσέγγιση του τότε διχασμού και να μη διαιωνίζεται το τότε μίσος. Δυστυχώς σε εκδήλωση στα Χανιά, στις 29 Αυγούστου 2016, κυριάρχησε το διχαστικό πνεύμα και η εμπάθεια σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πρόσχημα το ανάθεμα, το οποίο υπερτονίστηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις πέντε ομιλίες για τα γεγονότα του 1916 οι τέσσερις ήσαν όχι για τα όσα γενικά συνέβησαν, αλλά για το ανάθεμα! Οι ομιλητές (πλήν ενός, του κ. Νικ. Σοϊλεντάκη) αναβίωσαν τα πάθη του παρελθόντος. Στην Κρήτη του 2016, επιχειρήθηκε να αναμοχλευτεί ο εθνικός διχασμός και να πληγεί η Εκκλησία της Ελλάδος.
Η μομφή από συγκεκριμένους κληρικούς και λαϊκούς ήταν ότι η Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος συμμετέσχε στο ανάθεμα κατά του Ελ. Βενιζέλου, γιατί ήταν «βασιλική», «συντηρητική» και «οπισθοδρομική», ενώ το Φανάρι και η αυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης ήταν «βενιζελική», «δημοκρατική» και «προοδευτική». Είναι η γνωστή προπαγάνδα του εκκλησιαστικού και εθνικού διχασμού. Η Κρήτη τότε είχε και τους «βασιλικούς» της Μητροπολίτες, με πρώτο τον Μητροπολίτη Ηρακλείου...
Η προπαγανδα κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος για το ανάθεμα μοιάζει με αυτή των αθέων σε βάρος των Πατριαρχών Αγίου Γρηγορίου του Ε΄και Αγαθαγγέλου του Α΄. Ο πρώτος, το 1821, αφόρισε τον Αλεξ. Υψηλάντη και ο δεύτερος, το 1828, ζήτησε από τους μόλις απελευθερωθέντες Έλληνες να επιστρέψουν στο ζυγό του Σουλτάνου! Ο αντικειμενικός ιστορικός και στις τρεις περιπτώσεις οφείλει να εξετάζει τις συνθήκες υπό τις οποίες εγένοντο οι συγκεκριμένες ενέργειες και τα αποτελέσματα, που θα είχε η άρνηση της εντολής του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη ή του εξαγριωμένου πλήθους στην Αθήνα.
Είναι λυπηρό πως η εμπάθεια σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος νοθεύει την κρίση κληρικών και λαϊκών και τους κάνει, ως μη ώφελε, να χρησιμοποιούν την Κρήτη για να διχάσουν πάλι τους Έλληνες. Τους Έλληνες όλους και όχι τους Έλληνες και τους «ελληνόφωνους» Κρήτες, όπως επιμένει Ιεράρχης της Κρήτης, ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, προσβλητικά να τους αποκαλεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου