(Ο. Wilde)
«Η ηθική έχει
αποστολή να αντισταθεί στον αμείλικτο χαρακτήρα που παίρνει η πολιτική
όταν εγκαταλείπεται στον εαυτό της», όπως γράφτηκε, πυκνά και
καταγγελτικά, στα τέλη του «σκληρού» 20ου αιώνα ανακεφαλαιώνοντας τα
τόσα Άουσβιτς και τους ποικιλόχρωμους ολοκληρωτισμούς. (Ε. Μορέν, 1999,
Τα Δαιμόνιά μου, σελ. 148). Στις αρχές του 21ου τίποτε δεν έχει αλλάξει,
με μία οριακή εξαίρεση. Η πολιτική δεν εγκαταλείφθηκε μόνο στον εαυτό της, εγκατέλειψε και εμάς. Έτσι, η δίκαιη αμφισβήτηση του ηγεμόνα τον διέχυσε μέσα μας αντί να τον καταργήσει. Γίναμε θραύσματα του δικού
του εκτρωματικού προσώπου, όπως συνέβαινε συχνά μα όχι τόσο στέρεα από τον «ορθό λόγο» (ή μάλλον την επίφασή του) και μετά. Η βία στις μέρες μας δεν εκπορεύεται μονόπλευρα από την εξουσία και προπαντός δεν υπνωτίζει με την ιδεοληψία της τους πολλούς. Ίσα ίσα το αντίθετο δείχνει να συμβαίνει.
Μια βία ασύμμετρη, ασύνορη, από-ιδεολογικοποιημένη, γεννημένη από τις αμετροέπειες της εξουσίας, ναι, που γυρίζοντας τον πλανήτη σε σχέση με τα δικαιώματα σε έναν προ-νεωτερικό κόσμο επιστρέφει τους ανθρώπους αργά και σταθερά στα ένστικτά τους, στην επιβίωση σε μια πολύπλοκη ζούγκλα. Αλλά μεγαλωμένη από την δική μας λαγνεία, και από την δική μας αδιαφορία, που την σπάμε όχι για να αντιδράσουμε αλλά για να ξεσπάσουμε ή να «αυτοδικαιωθούμε». Σημαντική η διαφορά… Δεν είναι πια το άσπρο απέναντι στο μαύρο ούτε καν στις ρητορικές. Αν ακούς προσεκτικά την αχό μιας γης ταραγμένης κι αν ξεκλειδώνεις λέξεις κλειδιά είναι το μαύρο βαθιά μες στο άσπρο και το αντίθετο. «Εμείς» οι «αντιφασίστες» συμβάλλαμε στο νέο φασισμό ταΐζοντας με τις υπερ-απλουστεύσεις και τις ακρότητές μας τις ονειρώξεις μιας διαρκώς αποκτηνωμένης και σε αναζήτηση νέων βαρβάρων άκρας δεξιάς.
Ήδη μελετητές του φαινομένου της άκρας δεξιάς επισημαίνουν πως στην άνοδο της συνέβαλλε κι ο Φολκλορικός -κυνικός πολυπολιτισμός. Αυτή η εκδοχή του πολυπολιτισμού που αποτελεί επιλογή της μεσαίας και ανώτερης τάξης κι ας μιλά εξ ονόματος της αριστεράς, μιας αριστεράς στα μέτρα της βεβαίως. Το «ξένο» εξιδανικεύεται και προσεγγίζεται ως αντικείμενο «απόλαυσης» και «πολιτισμικού εμπλουτισμού».
Ας προσέξουμε την τεράστια ιδεολογική διαφοροποίηση που έχει συντελεστεί. Εκεί όπου η μετανάστευση θεωρούνταν κατάρα για τους μετανάστες (αφού ποιος και ποια αφήνει το κοινωνικό του δίκτυο, δλδ τους ανθρώπους του, τους κόπους του και τις μνήμες του, για να πάει κάπου που θα του φέρονται ως σκουπίδι;) και η πάλη γινόταν για έναν κόσμο όπου η μετανάστευση δεν θα ήταν αναγκαία, μέσα από την άρση ανισοτήτων μεταξύ 1ου και 3ου κόσμου, τώρα η μετανάστευση (πάντοτε διακριτή από την προσφυγιά κι ας κάνουν κάποιοι όλων των πλευρών πως δεν καταλαβαίνουν) θεωρείται δώρο για τους ντόπιους που πρέπει να το καλοδεχτούν δίχως να τίθεται κανένα βαθύ γεωπολιτικό ερώτημα ή αίτημα.
Αντίθετα, αυτή η εκδοχή του πολυπολιτισμού αφήνει την εσωτερική ιεραρχία/οικονομία της χώρας να επαναεπιβεβαιώνεται, αφού είναι οι φτωχές, λαϊκές συνοικίες που δέχονται τις μεταναστευτικές πιέσεις. Έτσι φτάνουμε (ή μάλλον συμβάλλουμε) σε αυτό που έχει ονομαστεί ως αντιδραστικός-φονταμενταλιστικός πολυπολιτισμός, ένας κοινοτισμός με άλλα λόγια που ορθώνεται αντίθετος κι ελαφρά την καρδία (!) στην ίδια την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με εγκλήματα τιμής (όπως στην Γερμανία) ή επιθέσεις σε ομοφυλόφιλους (όπως στην Ολλανδία) σε συνδυασμό με την αμήχανη σιωπή της αριστεράς, να συμβάλλουν στην άνοδο του νεοναζισμού.
Αυτή η χρήση ενός στατικού, μη διαλεκτικού, όρου του πολιτισμού και της ερμηνείας των κοινωνικών διαφορών ως αποκλειστικά "πολιτιστικών διαφορών" αποτελεί όψη του ρατσισμού εάν ορίσουμε τον τελευταίο ως ιδεολογική διαδικασία αναπαράστασης των κοινωνικών αντιφάσεων ως φυσικών νόμων. Δεν ζητώ με άλλα λόγια από κάτι ή κάποιον να μεταβληθεί, αφού «το θεωρώ» από τη «φύση» ή τον «πολιτισμό» του ή την «θρησκεία» του αμετάβλητο και «πρέπει να το σεβαστώ». Θεώρηση που αποτελεί το κοινό σημείο των συγκρουόμενων άκρων (γηγενών-μεταναστών) όπως εκπροσωπούνται από τις δυο κυρίαρχες αναγνώσεις του χθες (δεξιά-αριστερά) καθώς αυτές εισχωρούν κι επηρεάζουν επώδυνα την εντελώς καινούργια "πραγματικότητα".
Όπου κανείς δεν αντιμετωπίζει τους μετανάστες ως κοινότητες εν αναμονή, ως ένα ατομικό και συλλογικό υποκείμενο δηλαδή με την υποχρέωση του πολιτιστικού συμβιβασμού (π.χ. όσον αφορά τις βασικές κάποτε αξίες της Δύσης σε σχέση με τα ατομικά δικαιώματα) όμοια φυσικά με τους γηγενείς αλλά ως κάτι ακίνητο κι άρα εκ φύσεως σεβαστό. Σε αυτήν την περίπτωση και ο πολυπολιτισμικός λόγος, που δρα πατερναλιστικά απέναντι και στους ίδιους τους μετανάστες καθιστώντας τους υποχείρια ενός κοινοτισμού στα μέτρα των δικών τους εσωτερικών ιεραρχιών, αποτελεί μια ιδιόμορφη μορφή ρατσισμού, ενός ρατσισμού με κύριο γνώμονα την «απόσταση». Αποδέχεται την ταυτότητα του άλλου περιγράφοντάς τον ως κλειστή και αντικειμενική οντότητα, απέναντι στην οποία τα μέλη των κυρίαρχων ομάδων κρατούν στην ουσία αποστάσεις για να διατηρήσουν τα προνόμια τους και την οικουμενική τους θέση.
Βέβαια στην κριτική του Radtke γίνεται κατανοητό ότι ο κυρίαρχος πολυπολιτισμικός λόγος δεν σχετίζεται με τις ανάγκες των μειονοτικών ομάδων αλλά πρώτιστα με τις ανάγκες της κυρίαρχης ομάδας. Οι «πολιτισμικές διαφορές» δεν αποτυπώνουν συγκεκριμένα βιώματα, αλλά περισσότερο την ανάγκη νομιμοποίησης των σχέσεων εξουσίας σε πλανητικό επίπεδο. Επιχειρηματολογώντας προς την ίδια κατεύθυνση, ο Zizek (1997) υπογραμμίζει ότι ο πολυπολιτισμός αποτελεί ιδανική μορφή έκφρασης της ιδεολογίας του παγκόσμιου καπιταλισμού: «εκφράζει μια στάση αποδοχής και «σεβασμού» των διαφορετικών πολιτισμών, υπό την αιγίδα της δύσης, παραπέμποντας έτσι στον τρόπο διαχείρισης και μεταχείρισης των αποικιοκρατούμενων απ' τους αποικιοκράτες, δηλαδή στη μεταχείριση τους ως ιθαγενών των οποίων ο πολιτισμός πρέπει να μελετηθεί με προσοχή».
Βοά η κοινωνία για το μεταναστευτικό κι αφήνουμε την ακροδεξιά να κάνει παιχνίδι με τον απίστευτα κυνικό κι απλουστευτικό τρόπο της, αλλάζοντας όλη την κοινωνική ατζέντα, αφού προσεγγίζουμε πρωταρχικά το ζήτημα μέσα από επίθεση (είστε ρατσιστές!) στα χαμηλότερα στρώματα γηγενών που δέχονται πιέσεις, αντί να αντιμετωπίσουμε όλες τις πλευρές ως «κοινότητες εν αναμονή». Ως κοινότητες που οφείλουν να υπερασπιστούν τα δίκαια του πιο αδύναμου μα και τα δικά τους, αποδεχόμενες την έννοια του πολίτη και την οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί έχει ήδη η νομική επιστήμη εντοπίσει το νεολογικό φαινόμενο του «communitism», όταν η παιδοφιλία, η κλειτεριδεκτομή, τα εγκλήματα τιμής κλπ στην Ευρώπη, επιχειρείται να νομιμοποιηθούν στο όνομα ακίνητων, υπεράνω κριτικής κοινοτήτων, αφού προσεγγίζονται με σικέ ανθρωπιστικό οίκτο και όχι με κινηματική ευθύνη. (μεγάλο θέμα σ επικίνδυνο έδαφος αυτό όταν οι Χρυσαυγίτες κάνουν παιχνίδι, αλλά η υπεύθυνη πολιτική συζήτηση αναγκαία).
Αν το σκεφτούμε είναι η εκλογικευμένη τους νεότερους αιώνες ανθρωποφαγία που επιβιώνει πίσω από ιδεοληψίες και πρακτικές: «Θα προστατεύονταν απ το κακό» ο νέος οίκος αν στα θεμέλια του έσταζαν αίμα, εάν προσφέρονταν σφάγιο. Έτσι και τώρα (αιώνες), μόνο που το σφάγιο έχει συλλογικοποιηθεί. Θα προστατευτεί απ το κακό ο πλανήτης αν ξεμπερδέψουμε με τους Εβραίους, ή τους Άραβες, ή τους άπιστους Δυτικούς, θα προστατευτεί η χώρα αν «ξεμπερδέψουμε» με τους μικροαστούς Έλληνες, ή τους μετανάστες, ή τις φεμινίστριες ή τους ομοφυλόφιλους ή τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους… Μακάρι να ’ταν τόσο εύκολο, θα το χε η ανθρωπότητα ήδη κάνει. Μακάρι να μην έμεναν τόσο γυμνοί (και μονίμως τόσο αθώοι!) μετά από κάθε σφαγή όσοι την διαπράττουν, αναζητώντας μετά νέες δικαιολογίες, και νέους βαρβάρους.
Η έμφυλη βία που έχουν δεχθεί και δέχονται οι γυναίκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που στιγμάτισαν την ιστορία αντιμετωπίστηκε, παρά την σημαντικότητα της, με υποτίμηση και σιωπή, ως παράπλευρη απώλεια, φτάνοντας συχνά έως και στην εξάσκηση ιδεολογικής βίας. Όσες γυναίκες μιλήσαν ή προσπάθησαν να θέσουν (σύνθετα, όχι με τον υπεραπλουστευικό τρόπο των ναζί) το θέμα θεωρήθηκαν παρά το συγκλονιστικό κι άξιο σεβασμού βίωμα τους.... σχεδόν νεοναζί οι ίδιες από πολλούς... "προοδευτικούς". Πάντοτε το έμφυλο, συνδεδεμένο με το γεννετήσιο κι άρα με το προνεωτερικό (με αυτό που δεν ρετουσαρίστηκε αρκετά από τον 'πολιτισμό' μας), ξυπνά έναν βαθύτερο τρόμο για την αληθινή φύση μας που προσπαθεί να κρυφτεί βαρύγδουπα, και γι' αυτό πρόχειρα, πίσω από τις κυρίαρχες πολιτικές ρητορικές και τις 'μεγάλες τους αφηγήσεις'. Άλλωστε η κυρίαρχη αντίθεση μιας τόσο σύνθετης εποχής (κεφάλαιο φτώχια) προσεγγίζεται με τόση κυνικότητα από τους κυρίαρχους, και με τόσο απλουστευτικό αταβισμό, με τέτοια "πολιτική μηχανική" δηλαδή, από τους κυριαρχούμενους, που καλύπτει, και στην πραγματικότητα επικυρώνει, την τόσο βολική και τόσο σημαντική για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας παντού, αντίθεση των φύλων... Η ενόχληση που το σύνθημα επιτομή του φεμινιστικού κινήματος “το προσωπικό είναι πολιτικό” εξασκεί σχετίζεται με την απόπειρα να επαναπροσδιορίσουμε την εξουσία πέρα από τα προνομιακά γι' αυτήν πεδία του κράτους και της κοινωνικο-οικονομικής ελίτ. Θεμελιώνοντάς την στο πολύπλοκο δίκτυο μικρο-δυνάμεων, το οποίο διαποτίζει κάθε πλευρά της κοινωνικής/προσωπικής ζωής (ανδρών μα και γυναικών) αναπαράγοντας κι ανατροφοδοτώντας το κυρίαρχο πρόσωπο της κοινωνικής εξουσίας.
Όμως κάθε φετιχοποίηση, κάθε φολκλοροποίηση μιας αξίας οδηγεί μαθηματικά στην ακύρωσή της. Έτσι και με τον απολίτικο ή τον (δήθεν) υπερπολιτικοποιημένο ανθρωπισμό που προσεγγίζεται ως 'θρησκευτική έννοια' αποκομένα από τις πραγματικές συνθήκες κι άρα τα δυναμικά εξελισσόμενα διακυβεύματα κάθε οριακής, όπως η δική μας, εποχής. Όπως έχει λεχθεί “το ότι η έμφυλη βία δεν λαμβάνεται υπ' όψιν στις οργανώσεις/ομάδες που δείχνουν αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, αποκαλύπτει ένα μεγάλο πρόβλημα αυτών των κινήσεων: την εξιδανίκευση των προσφυγικών σωμάτων.” Όμως σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας (Βωβού, 2016) ολοένα και περισσότερες γυναίκες πρόσφυγες μα και παιδιά πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τόσο από διακινητές όσο και από άλλους πρόσφυγες (και προφανώς από άνδρες των τοπικών αρχών) στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ξεφυτρώνουν σε όλη την Ευρώπη.
Η απουσία ενός κριτικά δομημένου αντιρατσιστικού λόγου γίνεται φανερή στην απόπειρα η δαιμονοποίηση των προσφύγων που επιχειρείται από την ακροδεξιά να απαντηθεί με την εξιδανίκευση τους. Εάν το πρώτο είδος λόγου κατασκευάζει ενόχους με φυλετικούς/θρησκευτικούς όρους αποπολιτικοποιώντας τις πραγματικές αιτίες της πλανητικής ανισορροπίας, το δεύτερο είδος λόγου κατασκευάζει ανεύθυνες για την τύχη των χωρών τους και των ανθρώπων τους, παθητικές μάζες, νομιμοποιώντας από την ανάστροφη μια αποικιοκρατική αντίληψη κι ενισχύοντας τους κρυμμένους σε κάθε θεώρηση που δεν θέλει οι άνθρωποι να ενηλικιωθούν πάτρονες τους.
Εάν το προσφυγικό τσουνάμι τόσων ψυχών αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους τα οικονομικοπολιτικά διακυβεύματα που εξήγαγε η Δύση πρέπει να κριθούν αυστηρά, αυτό δεν σημαίνει πως οι πρόσφυγες που έρχονται στην Ευρώπη, δεν θα πρέπει ντε φάκτο να αποδέχονται τα πολιτισμικά συμφραζόμενα *βλ. Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) που κυριάρχησαν κάποτε στο εσωτερικό της Δύσης δημιουργώντας μια ανάπηρη έστω δυνατότητα “προστατευμένων πολιτών”. Κι αυτό θα έπρεπε να ήταν πρόταγμα των κινήσεων αλληλεγγγύης. Όμως όπως έχει επισημάνει ο Αντόρνο, η αφηρημένη ουτοπία παραείναι συμβιβάσιμη με τις πιο ύπουλες ροπές της κοινωνίας. Θεωρεί τις πραγματικές ή φανταστικές διαφορές στίγματα που δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει ακόμη αρκετά ίδιοι.... το να βεβαιώνουμε τον νέγρο ότι είναι ακριβώς σαν τον λευκό ενώ ολοφάνερα δεν είναι, σημαίνει να τον αδικούμε στα κρυφά ακόμη περισσότερο.... οι εκπρόσωποι της ομοιότροπης ανεκτικότητας είναι.. πάντα ετοιμοι να στραφούν δίχως ανοχή απέναντι σε κάθε ομάδα που παραμένει ανυπότακτη.”
Αλλά το στα όρια της χυδαιότητας ρατσιστικό αφήγημα “όλοι οι πρόσφυγες βιάζουν” απαντάται με το στα όρια της φοβικής αφέλειας αφήγημα “οι πρόσφυγες είναι πάντα θύματα”. Και τα δυο, όπως έχει λεχθεί (Βυργιώτη, Καρυδάκη, 2016), δηλώνουν την παρουσία τους στοιχειωμένα από μια πανταχού παρούσα απουσία: Των πραγματικών γυναίκων που βιάστηκαν ή κακοποιήθηκαν, από πρόσφυγες και μη πρόσφυγες, παραμένοντας “αόρατες ανάμεσα στις γραμμές. Το σώμα τους γίνεται πεδίο μάχης μεταξύ αυτών που τις βιάζουν και αυτών που θέλουν να τις προστατεύσουν, αλλά κανείς δεν θέλει ν’ ακούσει τη φωνή τους.”
Αν και από την δημιουργία του εθνικού κράτους κι έπειτα έχει επικρατήσει η σύζευξη του με την εθνική κυρίως καταγωγή, το φαινόμενο της μειονότητας «δείχνει να είναι σύμφυτο με το ίδιο το διαχρονικό δεδομένο της συμβίωσης του ανθρώπινου γένους, που πάντοτε, και παρά τις διασταλτικές προσαρμογές του, έχει προσδιοριστεί από ποσοτικούς και ποιοτικούς περιορισμούς».
Η δημιουργία και η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής (ένα πολύπλοκο φαινόμενο με ευρείες κοινωνικές και ψυχολογικές παραμέτρους) γύρω από την ομοιομορφία κι άρα η αντιδιαστολή της με την (κάθε είδους) ετερότητα, δημιούργησε τρόπους κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης στο οποίο οι όποιες επιμέρους διαφορές δεν θα μπορούσαν να αντιστρατεύονται τη συναίρεση των προτιμήσεων των υποστηρικτικών ομάδων.
Η ανάγνωση, βέβαια, της ετερότητας ως εχθρικού πόλου της κοινωνικής συνοχής, (η οποία δεν αφορά μόνο τον τρόπο ανάγνωσης των πλειοψηφιών αλλά και των μειονοτήτων) χρησιμοποιείται συχνά μέσα σε μια προκαθορισμένη αλλά και υπονοούμενη οντολογική θεωρία που αντιμετωπίζει την ύπαρξη του «Άλλου», του «Διαφορετικού», ως απειλή. Μία απειλή φορτισμένη με όλες τις κοινωνικές και μεταφυσικές έννοιες που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν με τόση ενάργεια «την αφήγηση του (ατομικού και συλλογικού μας) Εαυτού». Αφού η εξουσία δεν επιβάλλει μόνο τις αξίες της «στους εξoυσιαζόμενους» αλλά και συχνά επιβάλλεται «από αυτούς» εφόσον αναγνωρίζουν σε αυτήν όσα από τα κοινά μαζί της εθνικά, ιδεολογικά, φυλετικά, ταξικά, σεξιστικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά, έχουν μάθει από την κουλτούρα τους να επενδύουν κατά προτεραιότητα.
Η μειονότητα, (έξω από ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που έχουν διατοπικό και διαχρονικό χαρακτήρα) επηρεαζόμενη -διασταλτικά ή περιοριστικά- από το πώς έχουν «τοποθετηθεί» οι κοινωνικές και πολιτικές συντεταγμένες κάθε εποχής, έχει κάθε φορά τις δικές της ιδιαιτερότητες, που καθιστούν εξίσου «ιδιαίτερη» την εκάστοτε συμβίωση της με μία επίσης «με ιδιαιτερότητες» πλειονότητα, κι εξαιρετικά προβληματική την πολιτική αντιμετώπιση του φαινομένου και την κανονιστική (πολιτικά και νομικά) διάσταση του.
Το «ζήτημα της μαντήλας», έτσι, του (επιβεβλημένου) «δικαιώματος» των μουσουλμανίδων που κατοικούν στην Ευρώπη να φέρουν το χαρακτηριστικό της πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας ακόμη και σε σχολεία χωρών που προωθούν την ανεξιθρησκία σε δημόσιους χώρους, παραμένει πολύπλοκο.
Αν και θα έπρεπε να εξυπακούεται ότι σε μια σύγχρονη, πλουραλιστική και κοσμική κοινωνία, (η οποία, παρά τα μειονεκτήματα της παραμένει καλύτερη από οποιαδήποτε Σαρία ή ολοκληρωτισμό), το αίτημα για σεβασμό των θεμελιωδών χαρακτηριστικών της θα γινόταν σεβαστό τόσο από τις πλειοψηφίες όσο και από τις μειοψηφίες που τη συγκροτούν, η μαντήλα συνδέεται την ίδια στιγμή με τις προσπάθειες μειονοτήτων να μην αφομοιωθούν.
Κατά τη γνώμη μου τελικά, σημείο κλειδί για μια ‘προοδευτική’ άποψη θα έπρεπε να είναι να αντιμετωπιστούν οι γυναίκες στις μουσουλμανικές μειονότητες ως κοινότητες εν αναμονή. Αν δεν θέλουμε να νομιμοποιήσουμε στους μειονοτικούς πληθυσμούς ότι σωστά «καταδικάζουμε»(;) στην κυρίαρχη κουλτούρα: Δηλαδή την αναπαραγωγή των ιεραρχιών και των αυτονόητων μέσω των οποίων οι τελευταίες νομιμοποιούνται…
Γιατί αν τις «γυναίκες με τη μαντήλα» τις αντιμετωπίσουμε ως κοινότητες εν αναμονή, δηλαδή 1) όχι ως καρικατούρες μιας παγιωμένης κουλτούρας που καταπιέζεται κι άρα έχει δικαίωμα να καταπιέζει στο εσωτερικό της (έστω και με consensus αφού έτσι κι αλλιώς η μαντήλα νομιμοποιείται ως «θεάρεστη» στα μυαλά των γυναικών!) 2) ούτε ως καρικατούρες μιας ανθρωπιστικής εξεγερσιακής διάθεσης στα δυτικά ή μάλλον δυτικότροπα μέτρα μας, τότε θα θέσουμε το βασικό κατά τη γνώμη μου ερώτημα από το οποίο θα έπρεπε να ξεκινάει ο διάλογος για το ζήτημα:
Ποια πρέπει να είναι η βασική συλλογικότητα στην οποία συμμετέχουν και μέσω της οποίας διαπραγματεύονται τη θέση τους στην Ευρωπαϊκή κοινωνία, οι Μουσουλμάνες γυναίκες; Ποια πιστεύουμε ότι πρέπει να πριμοδοτήσουμε εμείς; Αυτή του μέλους μιας μειονότητας στο εσωτερικό της οποίας θεωρείται δεύτερης κατηγορίας άνθρωπος; Αυτή του έτερου πολιτισμικά ανθρώπου που πρέπει βίαια να εξευρωπαϊστεί; Ή αυτή της μουσουλμάνας που θα πρέπει, στα πλαίσια μιας εξαιρετικά διαφορετικής κουλτούρας, να προσαρμοστεί στα πλαίσια μιας κοσμικής κοινωνίας και παιδείας, αρχίζοντας (με δική μας πριμοδότηση και όχι επιβολή) να συνειδητοποιείται ως γυναίκα, δηλαδή ως αυτόνομος πολίτης του κόσμου; Η τρίτη επιλογή προϋποθέτει την διαπραγμάτευση προσαρμογής και των πλειοψηφιών μα και των μειοψηφιών στη νέα, πολυπολιτισμική πραγματικότητα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου