Για πολλούς, οι δημοσιογράφοι λειτουργούν ως γραμματείς ιδιωτικών συμφερόντων και πολιτικών με σκοπό την απλή αναπαραγωγή ειδήσεων (για ανάλυση και δημοσιογραφία γνώμης ούτε λόγος). Η απόσταση μεταξύ δημοσιογράφων και αναγνωστών/θεατών/ακροατών είναι τεράστια ειδικά στην περίπτωση των διάσημων πανελλαδικά δημοσιογράφων που με τα υψηλά τους εισοδήματα δεν έχουν καμία σχέση με τον κοινό πολίτη και δεν μπορούν, όπως είναι φυσικό, να τον καταλάβουν. Λόγω θέσης και εισοδημάτων ταυτίζονται με την πολιτική και οικονομική ελίτ που και αυτή βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τον μέσο άνθρωπο.
Ο αρνητικός ρόλος των δημοσιογράφων στη διαμόρφωση της Κοινής Γνώμης και της Προπαγάνδας έχει ήδη αναλυθεί από τονLippman στο βιβλίο του «Κοινή Γνώμη» που έγραψε το 1922. Μεταξύ ειδήσεων και κοινού τίθεται ένας φραγμός που τον βάζουν οι δημοσιογράφοι. Ο φραγμός βοηθά τα ΜΜΕ να χειραγωγήσουν ή να πληροφορήσουν το κοινό μερικώς (σημ. πολύ σύνηθες φαινόμενο).
Με τη χρήση στερεοτύπων (το έχουμε δει πολλαπλώς στη χώρα μας όπου συνεχώς υβρίζεται ο ελληνικός λαός τόσο από τον τοπικό όσο και από τον διεθνή τύπο) διαμορφώνουν την κοινή γνώμη (π.χ. οι άχρηστοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι κλέφτες γιατροί, οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, όλοι οι Έλληνες είναι διεφθαρμένοι) μέχρις ότου τα ΜΜΕ αποφασίσουν μέσω της περιορισμένης πληροφόρησης να μεταβάλλουν την αντίληψη του κοινού, συνήθως προς όφελος των συμφερόντων της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.
Εξυπακούεται ότι σε τέτοιες συνθήκες δεν υφίσταται δημοκρατία και οι δημοσιογράφοι φέρουν ευθύνη. Αντί του να μεταχειρίζονται τους ανθρώπους ως απλούς θεατές ή ως θύματα θα έπρεπε να απευθύνονται σε αυτούς ως πολίτες με λόγο στη δημόσια ζωή και να βελτιώνουν το επίπεδο του δημόσιου λόγου. Αυτό όμως που παρατηρείται ακόμα και στις λεγόμενες πολιτικές συζητήσεις κυρίως στην τηλεόραση είναι μία αφόρητη οχλαγωγία με λόγο φτηνό και «πεζοδρομιακό» την οποία παθητικά παρακολουθεί ο θεατής.
Ο ρόλος των δημοσιογράφων θα έπρεπε να είναι επίσης πιο δυναμικός όσο αφορά την πολιτική εξουσία υπό την έννοια ότι δεν θα πρέπει να αρκούνται στο να της παρέχουν πληροφόρηση αλλά να την «εξαναγκάζουν» να δρα υπέρ των πολιτών (στην περίοδο της κρίσης που ζούμε εδώ και δέκα περίπου χρόνια, πολλοί δημοσιογράφοι επικροτούν και στηρίζουν την εξουσία στο να δρα κατά και όχι υπέρ των πολιτών, δεν είναι τυχαίο ότι ο λαός τους αποκαλεί «παπαγαλάκια».
Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει, ακόμα, να ενισχύουν τον δημόσιο διάλογο και όχι να τον καταστέλλουν πολλές φορές. Να είναι σε διαρκή επαφή με τους πολίτες και να βοηθούν στη βελτίωση του επιπέδου του δημόσιου λόγου και στη δημιουργία συλλογικών δράσεων. Να θέτουν τους πολίτες προ των ευθυνών τους και όχι να τους αντιμετωπίζουν ως απλούς καταναλωτές ειδήσεων. Για να το επιτύχουν θα πρέπει να μάθουν να μιλούν με τους πολίτες και να ανταλλάσσουν απόψεις και συνεπώς να μάχονται να μάχονται για τη δημοκρατία.
Οι Έλληνες πολίτες είναι θυμωμένοι, απαισιόδοξοι, απαθείς απέναντι στην πολιτική εξουσία και δεν ευθύνονται πλήρως γι’αυτό. Ο John Dewey είχε γράψει ότι για μία τέτοια κατάσταση ευθύνονται όλοι όσοι εκπαιδεύουν τον λαό (καθηγητές, δάσκαλοι, διανοούμενοι) αλλά και οι δημοσιογράφοι γιατί δεν έχουν βοηθούν τους πολίτες να συμμετέχουν στη λήψη δημοκρατικών αποφάσεων που θα πρέπει να είναι μία συνεχής διαδικασία.
Είχε επίσης προειδοποιήσει ότι η άγνοια, η προκατάληψη, η επιπολαιότητα, ο φθόνος και η αστάθεια – όλα αυτά που έχουν ως στόχο να καταστήσουν τους κοινούς πολίτες ανίκανους, θα τους κάνουν, αντίθετα, λιγότερο υποτακτικούς στις βλέψεις και στις προθέσεις της κυβερνώσας ελίτ. Αυτή η αμφισβήτηση είναι πλέον ευδιάκριτη στην ελληνική κοινωνία.
Φωτεινή Μαστρογιάννη
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα εάν οι δημοσιογράφοι θα συμβάλλουν στην καθιέρωση της δημοκρατίας και εάν θα ανακτήσουν τη χαμένη τους τιμή. Θα το κάνουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου