*Φόνοι και ληστείες,
σε Μαράσια, Οινόη,
Κλησσώ, Σουφλί και αλλού
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Η Θράκη, σε όλες τις κρίσιμες καμπές της ιστορίας, ζούσε συνήθως μεταξύ «σφύρας και άκμονος». Ειδικά ο νομός Έβρου ζούσε στο πετσί του μαύρες μέρες , όταν η βία, λεχώνα των εξελίξεων, γεννούσε πόνο και δυστυχία από τα ανατολικά και από τα δυτικά…
Βρισκόμαστε στα 1924, όταν η Θράκη, μετά από σκλαβιά 550 ετών και πλέον, προσπαθούσε να ορθοποδήσει σε καθεστώς ελευθερίας, αλλά αδηφάγοι και εκδικητικοί γείτονες, συνέχιζαν να
δημιουργούν προβλήματα, σε τοπικό επίπεδο, αν και σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, είχαν υποστεί τις συνέπειες, γιατί Βουλγαρία και Τουρκία υπήρξαν σύμμαχοί των ηττημένων Γερμανών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βέβαια συνέπειες υπέστη και η Ελλάδα ειδικά το 1922, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο και έχουμε αναφερθεί κατά το παρελθόν, σε αυτή την ιστοσελίδα. Σήμερα θα αναφερθούμε στο «καρκίνωμα» των Βουλγάρων κομιτατζήδων από τα δυτικά του νομού Έβρου και των Τούρκων ληστών από τα ανατολικά, με βάση διασωθέντα έγγραφα στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Τα έγγραφα αυτά ρίχνουν φως σε μια δύσκολη εποχή, αλλά δεν απεικονίζουν το σύνολο της εγκληματικής δραστηριότητας εις βάρος του ελληνικού στοιχείου.Από την αρχή εκείνου του καλοκαιριού, δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα από την Κομοτηνή προειδοποιούσαν για συγκέντρωση κομιτατζήδων στην περιοχή του Πασμακλή και τις προθέσεις τους να εισέρχονται στο ελληνικό έδαφος για ληστείες και φόνους. Στα τέλη Αυγούστου στην Αδριανούπολη πραγματοποιήθηκε μια ανεπίσημη, αλλά ενδεικτική των προθέσεων συνάντηση των ηγετικών στελεχών των κομιτατζήδων Αλεξανδρώφ και Βούλκωφ, που ταξίδεψαν από τη Φιλιππούπολη, με τον συνταγματάρχη Νεμπή μπέη, απεσταλμένο του Μουσταφά Κεμάλ. Ο Αλεξανδρώφ δολοφονήθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου 1924 από άλλους Βουλγάρους κομιτατικούς στην Άνω Τζουμαγιά.
Θύμα Τούρκων ληστών ένας έφηβος
Στις 14 Αυγούστου 1924 δύο έφηβοι από τον Καναδά Νέας Ορεστιάδας ο Φώτης και ο Αναστάσης Λυμπερόπουλος έπεσαν θύματα ληστείας κοντά στα Μαράσια.
Τα παιδιά είχαν προσφυγική καταγωγή και δούλευαν σε Σαρακατσαναίους φροντίζοντας τα άλογά τους. Εκείνη τη μέρα πήραν τα άλογα να πάνε στον ποταμό Έβρο να τα ποτίσουν στη θέση Τσιαΐρ Ταρλά, όταν εμφανίσθηκαν μπροστά τους δύο οπλισμένοι Οθωμανοί. Στην απέναντι όχθη τους περίμεναν και άλλοι τρεις συνεργοί τους. Οι δύο ληστές άρπαξαν τα άλογα με σκοπό να τα περάσουν στην Τουρκία. Ο Φώτης Λυμπερόπουλος επιχείρησε να αντιδράσει, αλλά ο ένας Τούρκος αδίστακτος, τον πυροβόλησε στην κοιλιά. Το παιδί πέθανε τελικά μετά από λίγες ώρες, αν και πρόλαβε να το δει γιατρός. Ο άλλος έφηβος που ήταν πιο πίσω και είχε μαζί του περίστροφο, επιχείρησε να τους αναχαιτίσει πυροβολώντας εναντίον τους.
Οι πυροβολισμοί που ακούσθηκαν, κινητοποίησαν τους στρατιώτες του υπ’ αριθμ. 47 μεθοριακού φυλακίου που βρίσκονταν 500 μέτρα, οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν… Οι δύο Τούρκοι έσπευσαν να πέσουν στο ποτάμι και να περάσουν στο τουρκικό έδαφος. Ο διοικητής της υποδιοίκησης Χωροφυλακής Νέας Ορεστιάδας, ανθυπομοίραρχος Μαθιουδάκης σε έγγραφη αναφορά του υπογράμμιζε τις αδυναμίες της αστυνόμευσης της περιοχής και τόνιζε: «Εις τας στρατιωτικάς αρχάς εναπόκειται η τελειωτέρα οργάνωσις της φρουρήσεως της άκρας μεθορίου και εις την ημετέραν κυβέρνησιν η διαμαρτυρία προς την Τουρκικήν τοιαύτην δια τας συχνάς εισβολάς των Τούρκων ατάκτων, ενεργουμένας πιθανώτατα τη ανοχή των Στρατιωτικών Τουρκικών Αρχών μεθορίου αν μη η διοργάνωσις αντιποίνου. Επί τόπου προσεκλήθη υπό των ημετέρων Αξιωματικών της Προκαλύψεως ο Τούρκος συνάδελφος προς ον μετά την γενομένης διαμαρτυρίαν αμφιβάλλοντα, επεδείχθη και το πτώμα του φονευθέντος, εκταφέν».
Επίσης η Διοίκηση Χωροφυλακής Έβρου στις 26 Αυγούστου γνωστοποιούσε στην ιεραρχία του Σώματος ότι διέταξε να δημιουργηθεί απόσπασμα, ενισχυμένο από έμπιστους χωρικούς το οποίο να ενεργεί συχνές νυχτερινές περιπολίες και να στήνει ενέδρες στα περάσματα του ποταμού Έβρου για να προλαμβάνει το πέρασμα κακοποιών στο ελληνικό έδαφος.
Οι ληστές εγκατέλειψαν ένα τούρκικο φέσι
Το επόμενο τηλεγράφημα από την Διοίκηση Χωροφυλακής Έβρου ανέφερε ότι την 1η Σεπτεμβρίου 1924, οι αγρότες Ξανθουλίου Βάσος και Χατζηγιαννάκης Ιωάννης επέστρεφαν από την Νέα Ορεστιάδα βαδίζοντας στο δρόμο που οδηγούσε σε Οινόη και Αχυροχώρι. Απείχαν περίπου δύο χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από το Αχυροχώρι, όταν βγήκαν μπροστά τους επτά ένοπλοι Τούρκοι, τους συνέλαβαν τους έδεσαν, τους φόρτωσαν στο κάρο τους που το έσερνε ένα άλογο και τους μετέφεραν βαθειά στο δάσος στη θέση Τσιαΐρ σε μέρος ασφαλές. Τους έκλεψαν 4.600 δρχ. κάποια… εσώρουχα, μια πολιτική ενδυμασία, ένα ρολόι, ένα γιλέκο και τα παπούτσια του Χατζηγιαννάκη!!! Εκεί τους άφησαν με δύο μόνο ληστές να τους φρουρούν και οι άλλοι έφυγαν. Μετά από πολλή ώρα έφυγαν και οι δύο τελευταίοι ληστές και τους άφησαν να γυρίσουν στο χωριό τους.
Την άλλη μέρα, πήγε ο σταθμάρχης Χωροφυλακής Αχυροχωρίου στον τόπο της ληστείας και μετά από έρευνα βρήκε το κάρο τους και το άλογο. Όπως όμως έγινε γνωστό οι ληστές φεύγοντας συνεπλάκησαν με τους στρατιώτες φυλακίου της μεθορίου. Κάποιος από τους ληστές τραυματίσθηκε, όπως έδειχναν σταγόνες αίματος που βρέθηκαν εκεί. Η προανάκριση του σταθμάρχη αποκάλυψε τελικά ότι από τους επτά ληστές οι δύο γνώριζαν ελληνικά!!! Το σύνταγμα Προκαλύψεως που είχε έδρα στο Διδυμότειχο (διοικητής ο αντισυνταγματάρχης Φ. Χριστοδουλόπουλος) είχε πρόσθετες πληροφορίες ότι οι Οθωμανοί ληστές, ήταν κάτοικοι του χωριού Μποσνάκιοϊ (σ.σ. το οποίο με τη συνθήκη της Λωζάνης την προηγούμενη χρονιά βρέθηκε να είναι πλέον στην τουρκική επικράτεια). Όταν όμως οι ληστές έφτασαν στο ύψος του χωριού τους έγιναν αντιληπτοί από τους άνδρες του ελληνικού φυλακίου, οι οποίοι τους πυροβόλησαν. Οι ληστές έφυγαν τρέχοντας και εγκατέλειψαν ένα τουρκικό φέσι, ένα γιλέκο και το άλογο. Κινητοποιήθηκε από τους πυροβολισμούς και το τουρκικό φυλάκιο. Τελικά ο ανθυπολοχαγός Τζελαλεντίν ήρθε σε επαφή με το ελληνικό φυλάκιο και ισχυρίσθηκε ότι οι ληστές δεν ήταν Τούρκοι αλλά αθίγγανοι. Η ελληνική πλευρά δεν αρκέσθηκε σ’ αυτή την δικαιολογία, τονίζοντας ότι και οι αθίγγανοι του Μποσνάκιοϊ είναι Τούρκοι πολίτες και οφείλουν να επιστρέψουν τα κλαπέντα από φτωχούς βιοπαλαιστές.
Φαίνεται όμως πως είχε πέσει πολλή δουλειά στην Χωροφυλακή. Γιατί την ίδια μέρα ο διοικητής της υποδιοίκησης Χωροφυλακής Νέας Ορεστιάδας ανθυπομοίραρχος Μαθιουδάκης χρειάστηκε να πάει στα Αμπελάκια, όπου είχε κάνει την εμφάνισή της μια άλλη συμμορία. Δύσκολες εποχές στο Βόρειο Έβρο…
Πυροβολούσαν και βάρκες
Περί τις 10 Σεπτεμβρίου 1924 σημειώθηκε νέο επεισόδιο, αυτή τη φορά στη θάλασσα. Συγκεκριμένα μια βουλγαρική συμμορία που ενέδρευε στην παραλία Σαπλή Ντερέ του Ντικελή Αλεξανδρούπολης (σημερινά Δίκελα) πυροβόλησε ένα βαρκάρη ο οποίος με τη βάρκα του έπλεε προς την παραλία. Από τους πυροβολισμούς τραυματίσθηκαν δύο άτομα που επέβαιναν στη λέμβο. Οι κομιτατζήδες συνέλαβαν τον ένα, που τον μετέφεραν μακριά από τη θάλασσα και τον ξυλοκόπησαν άγρια.
Η ίδια συμμορία λήστεψε και ένα Οθωμανό χωρικό από το γειτονικό χωριό Τασλήκ (σημερινά Πετρωτά). Οι κομιτατζήδες φορούσαν στολές Βουλγάρων στρατιωτών. Αστυνομικά αποσπάσματα που ειδοποιήθηκαν έσπευσαν σε καταδίωξη των συμμοριτών («Νέα Αλήθεια» Θεσσαλονίκης).
Ο φόνος του Σουφλιώτη Γεώργιου Στράντζα και άλλων
Δεν πέρασαν παρά μόνο δύο μέρες και στις 12 Σεπτεμβρίου νέο περιστατικό ληστείας μετά φόνων από κομιτατζήδες, σημειώθηκε μεταξύ Μεγάλου Δερείου και Σιδηρώ Σουφλίου. Δεκαοχτώ εμπορευόμενοι επέστρεφαν σε μπουλούκια στο Σουφλί όταν κοντά στη χαράδρα Ντόμπροβο, στη θέση Πιρανί Ντερέ, έπεσαν σε ενέδρα κομιτατζήδων. Στην πρώτη ομάδα που ξεκίνησε από το Μεγάλο Δέρειο ήταν οι Ιωάννης Μόκαλης, Αθανάσιος Κενανής, Γεώργιος Γκόγκωφ, Πέτρος Πατρατήλωφ, Τσάγκος Καραστέας, Ρετζεσί Ογλού Μεμέτογλου και Μεμέτ Χουσεΐν Χουσεΐνογλου και άλλοι. Η τοποθεσία Πιρανί Ντερέ ήταν 15 χιλμ. βορείως του Σταθμού Χωροφυλακής Κοτρωνιάς και σε απόσταση μιας ώρας από το Σιδηρώ. Ένας κομιτατζής περίμενε με το όπλο προτεταμένο στη μέση του δρόμου. Και ανά ένας είχαν σταθεί αριστερά και δεξιά. Μιλώντας τουρκικά τους διέταξαν να αφιππεύσουν. Ύστερα τους οδήγησαν 100 μέτρα μέσα στο δάσος. Τους έψαξαν και πήραν όσα χρήματα βρήκαν. Αφού τα πήραν τους διέταξαν να γονατίσουν. Ύστερα τους έδεσαν με σκοινί από τους αγκώνες, πλάτη με πλάτη. Ένας ένοπλος έμεινε εκεί να τους επιτηρεί. Οι άλλοι επέστρεψαν στο δρόμο.
Μετά από λίγο φάνηκε και το άλλο μπουλούκι, που πήγαινε στο Σουφλί.
Επικεφαλής, ήταν ο Σουφλιώτης Γεώργιος Στράντζας και ακολουθούσαν οι Τόντσος Κουρτέσωφ, Άγγελος Σακάρωφ, Γιοβάνης Πετκάνης, Στόϊος Σάκκωφ, Γιοβάνης Παρτάνης και άλλοι. Διατάχθηκαν και αυτοί να σταματήσουν. Ο Στράντζας με την άκρη του ματιού του διέκρινε κάποιον να τους σημαδεύει με το όπλο του, οπότε πυροβόλησε με ψυχραιμία κατά του συμμορίτη και των συντρόφων του. Οι κομιτατζήδες δεν αιφνιδιάστηκαν και πυροβόλησαν αμέσως σκοτώνοντας τον Στράντζα, αλλά και τους βουλγαρόφωνους, που ήταν στην ομάδα Άγγελο Σακάρωφ και Τόντσο Κουρτέσωφ.
Στην περιοχή περιπολούσε όπως και κάθε Παρασκευή και Σάββατο , λόγω παζαριού μια ομάδα χωροφυλάκων, οι Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Απόστολος Αρβανιτίδης και Κωνσταντίνος Σταματόπουλος ενισχυμένοι και με ένοπλους πολίτες από το Σιδηρώ. ΟΙ χωροφύλακες τη μέρα εκείνη πηγαίνοντας προς Κοτρωνιά, πέρασαν από το σημείο της ενέδρας, τους είδαν οι κρυμμένοι κομιτατζήδες, αλλά τους άφησαν να περάσουν…
Οι πυροβολισμοί που ακούστηκαν τους κινητοποίησαν, γιατί βρίσκονταν σε απόσταση 300 μέτρων. Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν στον αέρα προς την κατεύθυνση του χωριού Ντεμιργιάν (Σιδηρώ) για να ειδοποιηθεί το απόσπασμα που υπήρχε εκεί. Γύρισαν αμέσως πίσω, αλλά όταν έφτασαν στο σημείο εκείνο βρήκαν πτώματα, τα άλογα και τους άλλους δεμένους συνοδοιπόρους και τους ελευθέρωσαν. Όλοι κατατρομοκρατημένοι έδωσαν τα χαρακτηριστικά των τριών που είχαν στηθεί ενεδρεύοντες στο δρόμο. Ο ένας, μελαχρινός, μετρίου αναστήματος ηλικίας περίπου 35 ετών φορούσε σκουρόχρωμο πουτούρι με γαϊτάνια , σακάκι χρώματος θαλασσί, βουλγάρικο κασκέτο και τσαρούχια με ποδοπάνια ως το γόνατο. Είχε και ένα τηλεσκόπιο. Έδειχνε να είναι ο αρχηγός. Ο άλλος, κοντός και αδύνατος, φορούσε σκούρο πουτούρι και σκούρο τζαμαντάνι. Ήταν περίπου 30 ετών. Ο τρίτος ήταν εύρωστος, με μακριά μαλλιά και μεγάλο φέσι, αλλά σπανός. Όλοι είχαν βραχύκαννα όπλα. Οι διωκόμενοι ετράπησαν προς την κατεύθυνση του Μεγάλου Δερείου και κρύφθηκαν στο πυκνό δάσος. Έτσι διέφυγαν τη σύλληψη…
Ο Στράντζας ηλικίας 32 ετών , έγγαμος με ένα παιδί, εγγράμματος, έφερε διαμπερές τραύμα δεξιά στο στήθος, με έξοδο από το δεξιό ημιθωράκιο.
Ο Άγγελος Σακάρωφ είχε γεννηθεί και κατοικούσε στην τοποθεσία Τσούτσουρο Μεγάλου Δερείου, έγγαμος, 45 ετών, Βούλγαρος, αγράμματος. Είχε ένα τραύμα στον αριστερό βραχίονα και άλλο ένα, που του διέτρησε την σπλήνα, το πάγκρεας και το συκώτι, με έξοδο στη δεξιό ημιθωράκιο.
Ο Τόντσο Κουρτέσωφ που είχε γεννηθεί και κατοικούσε επίσης στο Τσούτσουρο, έγγαμος, 51 ετών, με τέσσερα παιδιά, εγγράμματος, επιχειρηματίας, έφερε τραύμα στην αριστερή μηριαία αρτηρία.
Οι κομιτατζήδες αφαίρεσαν:
Από τον Ιωάννη Μόκαλη (γεννημένος στο Σουφλί, έγγαμος, 45 ετών με ένα τέκνο, εγγράμματος, επιχειρηματίας) 337.000 δρχ.
Από τον Γιοβάν Πετάνη (που γεννήθηκε και κατοικούσε στο Μεγάλο Δέρειο, έγγαμος, με τρία παιδιά, αγράμματος, εργάτης Βούλγαρος, αλλά Έλληνας πολίτης) 25.000 δρχ.
Από τον Αθανάσιο Κενανή του Γιοβάν (έγγαμος ετών 50 με ένα τέκνο, αγράμματος εργάτης, Βούλγαρος αλλά Έλληνας πολίτης, που γεννήθηκε και κατοικούσε στο Μεγάλο Δέρειο) 50.000 δρχ.
Από τον Γεώργιο Γκόγκωφ (που γεννήθηκε και κατοικούσε στο Μεγάλο Δέρειο, έγγαμο ς με 4 παιδιά, 45 ετών, αγράμματος, Βούλγαρος αλλά Έλληνας πολίτης) 950 δρχ.
Από τον Πέτρο Πατρατήλωφ (γεννημένος και κάτοικος Μεγάλου Δερείου, έγγαμος, 55 ετών με δύο παιδιά, αγράμματος, γεωργός, Βούλγαρος αλλά Έλληνας πολίτης) 650 δρχ.
Από τον Τσάγκο Καραστέα (γεννημένος και κάτοικος Μεγάλου Δερείου, ετών 65, γεωργός, έγγαμος, με 5 τέκνα, αγράμματος, Βούλγαρος αλλά Έλληνας πολίτης) 450 δρχ. και 4 χρυσές λίρες Τουρκίας.
Από τον Ρετζεσί Ογλού Μεμέτογλου (που γεννήθηκε στο χωριό Χατζή Αλή και κατοικούσε στο Μεγάλο Δέρειο, έγγαμος, ετών 27 με δύο παιδιά, γεωργός, Έλληνας πολίτης, αγράμματος, μωαμεθανός) 100 δρχ.
Από τον Στόϊο Σάφκωφ 18 ετών (που είχε γεννηθεί στο Μεγάλο Δέρειο, άγαμος, αγράμματος, γεωργός, Βούλγαρος, αλλά πολίτης Έλληνας) 1400 δρχ.
Από τον Γιοβάνη Παρτάνη (που είχε γεννηθεί και κατοικούσε στο Μεγάλο Δέρειο, γεωργός, έγγαμος με δύο παιδιά, αγράμματος, Βούλγαρος αλλά Έλληνας πολίτης) 20.000 δρχ.
Στον τόπο της ενέδρας οι χωροφύλακες βρήκαν κάλυκες τυφεκίου Μάουζερ Τουρκικής προελεύσεως, ένα κάλυκα από Μάνλιχερ και ένα γεμιστήρα βουλγαρικών φυσιγγίων. Από διάφορα χαρακτηριστικά και άλλες πληροφορίες η Χωροφυλακή είχε συμπεράνει ότι τη νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου οι ίδιοι είχαν διαπράξει ληστεία στη θέση Κολυμπαρ Φερών, όπου σκότωσαν και τη σύζυγο του Πέτρου Τομπράνη. Η συμμορία αυτή ήταν τουρκοβουλγαρική, την αποτελούσαν από 15 έως 20 άτομα και κατά την άποψη της Χωροφυλακής, είχαν εισέλθει στο ελληνικό έδαφος μεταξύ των φυλακίων 40 και 41. Δεν φαινόταν να ανήκει στον αρχικομιτατζή Δήμωφ. Από την έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι οι ληστές μιλούσαν τουρκικά, φορούσαν τούρκικα καλπάκια, αλλά χιτώνια βουλγαρικά. Είχαν βραχύκαννα όπλα. Ο αντισυνταγματάρχης Φ. Χριστοδουλόπουλος του συντάγματος Προκαλύψεως διέταξε να βγουν πυκνές περίπολοι για να εμποδίσουν την είσοδο των κακοποιών στο Βουλγαρικό έδαφος. Κάτι που δεν κατόρθωσαν να το επιτύχουν.
Την κυβέρνηση και κυρίως τα υπουργεία Εξωτερικών και Εννόμου Τάξεως ενημέρωσε και ο νομάρχης Έβρου Μιχαήλ Καλογερόπουλος (νομάρχης από 13 Οκτωβρίου 1923 έως 2 Οκτωβρίου 1925) αναφερόμενος στα συμβάντα κοντά στο χωριό Σιδηρώ (Ντεμιργιάν) Σουφλίου αλλά και στη θέση Κολυμπάρ Φερών, 15 χιλμ. βορείως του Λουτρού, παρέχοντας την πληροφορία πως εκτός του φόνου της συζύγου του Βουλγαρόφωνου Τομπράνη πραγματοποίησαν και ακρωτηριασμό του ιδίου.
Η Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Θράκης, που έδρευε στην Κομοτηνή, ενημέρωσε ότι επιτόπου μετέβη ο διοικητής Χωροφυλακής Έβρου, ενώ για την ενίσχυση της Χωροφυλακής Σουφλίου διατάχθηκε η μεταστάθμευση εκεί του μεταβατικού αποσπάσματος Ιάσμου Ροδόπης.
Η Διοίκηση Χωροφυλακής Έβρου στην αναφορά της προς την Ανώτερη Διοίκηση Θράκης έγραφε εκτός της περιγραφής των γεγονότων και τα ακόλουθα: «Δεν παραλείπω και αύθις να παρακαλέσω υμάς όπως ευαρεστούμενοι μεριμνήσητε αρμοδίως τα παρά την μεθόριον φυλάκια Πεζικού, καθόσον ως διάκεινται ήδη ταύτα, ευχερώς δύνανται να εισέρχωνται κακοποιά στοιχεία εις το ημέτερον έδαφος και να επιδίδωνται εις λεηλασίας και διαρπαγάς…». Επιπλέον ανέφεραν, ότι το έδαφος είναι ανώμαλο, η περιοχή έχει πολλά πυκνά δάση, ενώ ομόφρονες κάτοικοι με καλύβες εγκατεσπαρμένες σε δασώδεις εκτάσεις τους βοηθούν με πληροφορίες για τις κινήσεις των καταδιωκτικών αποσπασμάτων.
Το Σουφλί τότε ήταν κοινότητα, με πρόεδρο τον Απόστολο Καλπάκα.
Οι χωροφύλακες, είχαν και καλές πληροφορίες
Παρά το γεγονός ότι οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι Τούρκοι ληστές αιφνιδίαζαν τις αρχές ασφαλείας στο νομό Έβρου, η Χωροφυλακή είχε καλές πληροφορίες για όσα συνέβαιναν στο εσωτερικό των δύο γειτονικών χωρών.
Για παράδειγμα η Διοίκηση Χωροφυλακής Έβρου στις αρχές Νοεμβρίου 1924 πληροφορούσε τις αρμόδιες αρχές της Αθήνας, ότι οι βούλγαροι έφεδροι αξιωματικοί κινητοποιούνται για άγνωστο σκοπό, με πραγματοποίηση συνεδρίου στη Σόφια.
Επίσης πληροφορούσε ότι είχε ξεσπάσει έριδα μεταξύ του βοεβόδα Δήμου Νικολώφ και του διοικητή της Χωροφυλακής του Ορτάκιοϊ, που έφτασε να υπάρξει συμπλοκή μέσα στο κέντρο της κωμόπολης, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί ο Νικολώφ να φύγει με 18 άνδρες της συμμορίας του και να κατευθυνθεί προς τη μονή Αγίου Κωνσταντίνου. Ο διοικητής της Χωροφυλακής Ορτάκιοϊ είχε ζητήσει κατ’ επανάληψη την απομάκρυνση του Νικολώφ. Το βουλγαρικό κομιτάτο καίτοι υποσχέθηκε να τον αντικαταστήσει με τον Μιχαήλ Καρακατσάνωφ και τον Στάικο Ζηπάρκωφ δεν έκανε τίποτα. Αντίθετα μετατέθηκε ο διοικητής της Χωροφυλακής και έμεινε ανενόχλητος ο Νικολώφ.
Ο Καρακατσάνωφ γνωστός για την εγκληματική του δράση στην περιφέρεια Σαπών και Κομοτηνής ανέλαβε να μετακινηθεί και να δράσει στην περιοχή Διδυμοτείχου.
Η Χωροφυλακή όμως είχε πληροφορίες και για τη δράση των Ελλήνων κομμουνιστών. Έτσι με απόφαση της επιτροπής δημόσιας ασφαλείας εκτοπίστηκε από το Διδυμότειχο για ένα εξάμηνο ο Μιχάλης Σωτηρίου.
Λήστευαν και οι Τούρκοι, περνώντας το ποτάμι
Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1924 νέο περιστατικό ληστείας σημειώθηκε στην Νέα Ορεστιάδα.
Στις 24 του μηνός ο γεωργός Μιχάλης Κόφιαλης, 68 ετών, πήγαινε με το κάρο του που το έσερναν δύο αγελάδες στο δάσος για να μαζέψει καυσόξυλα. Ενώ κόντευε να φτάσει στο δάσος ανατολικά του χωριού Κλησώ, παρουσιάστηκαν αιφνιδιαστικά μπροστά του έξι ένοπλοι, που μιλούσαν τουρκικά. Τον συνέλαβαν και τον κράτησαν εκεί μέχρι το απόγευμα, οπότε του έκλεψαν 6.000 δρχ. και στη συνέχεια τον μετέφεραν σε άλλο σημείο μια ώρα μακριά και τον άφησαν ελεύθερο. Του πήραν όμως τις δύο αγελάδες και ένα μοσχαράκι που έσερνε πίσω από το κάρο του, πέρασαν τον Έβρο και εξαφανίσθηκαν μέσα στην Τουρκία.
Ο ληστευθείς αγρότης μόλις αφέθηκε ελεύθερος πήγε στο χωριό Κλησσώ, όπου αφηγήθηκε στους συγχωριανούς του το πάθημά του. Την επομένη έκανε καταγγελία στις στρατιωτικές αρχές, όχι όμως και στη Χωροφυλακή, που αγνοούσε τη ληστεία. Ο πρόεδρος του χωριού που και αυτός έμαθε τα καθέκαστα την επομένη ειδοποίησε τον πλησιέστερο σταθμάρχη Χωροφυλακής στο Αχυροχώρι ανθυπασπιστή Καραμούζη, ο οποίος πήγε αμέσως στον τόπο της ληστείας και έκανε σχετική αναφορά.
Στόχος κομιτατζήδων ο πλουσιότερος Πομάκος
Τη νύχτα της 7η Οκτωβρίου 1924 τέσσερις Βούλγαροι κομιτατζήδες πήγαν στο χωριό Ντουμπλάρω, τέσσερις ώρες ΒΑ του Εχίνου Ξάνθης και ειδικά στο σπίτι του πλουσιότερου κατοίκου Χασάνογλου Χουσεΐν Τσαούς, κρατώντας όπλα Μάουζερ και έδεσαν τον ιδιοκτήτη με το ζωνάρι του και τον έδειραν να μαρτυρήσει πού είχε κρυμμένα λεφτά.. Ήταν νεαρής ηλικίας άτομα, ηλιοκαμένοι, ισχνοί φορώντας τοπικές ενδυμασίες με κεντήματα. Φορούσαν επίσης τσαρούχια. Είναι στη μέση τους φυσιγγιοθήκες. Τα κεφάλια τους ήταν σκεπασμένα με φέσι και τυλιγμένο μαντίλι. Κουβαλούσαν και μαχαίρια. Μιλούσαν τουρκικά. Υπολόγιζαν ότι θα βρουν 100 χρυσές λίρες και 90.000 δρχ.
Επειδή δεν μαρτυρούσε πού είχε τα λεφτά, τον μετέφεραν στη δυτική άκρη του χωριού, συνεχίζοντας να τον δέρνουν. Μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, ο πλούσιος μωαμεθανός τους είπε ότι έχει 6.000 δρχ. Τον μετέφεραν ξανά στο σπίτι όπου είπε στη σύζυγό του να δώσει τα λεφτά. Αυτή έδωσε αρχικά 2.000 δρχ. και μετά άλλες 8.000 δρχ. Οι ληστές βρήκαν επίσης και αφαίρεσαν μία χρυσή λίρα Τουρκίας, ένα ρολόι μια γυναικεία καδένα χρυσή, ένα φλουρί αξίας 70 δρχ. και άλλα 40 φλουριά ραμμένα σε μια σκούφια. Άφησαν δεμένο το θύμα τους και ετράπησαν σε φυγή.
Τελικά ο παθών πήγε στο σπίτι του μουχτάρη και κατήγγειλε τη ληστεία. Ο μουχτάρης ανέβηκε σε ένα ύψωμα και άναψε συνθηματική φωτιά, για να κινητοποιηθεί ένας λόχος, που έδρευε κάπου εκεί κοντά.
Ληστεία και στην Οινόη Νέας Ορεστιάδας
Μια άλλη ληστεία, έγινε στις 14 Οκτωβρίου 1924 στην περιοχή της Οινόης εις βάρος του Ηλία Πανταζίδη. Οι ληστές στην περίπτωση αυτή κρύφτηκαν στο κοντινό δάσος και πέρασαν στην Τουρκία το πρωί της επομένης.
Τι είχε συμβεί;
Οι αγρότες της Οινόης Χρήστος Αγγελίδης, Χρήστος Πολυλογίδης και Ηλίας Πανταζίδης επέστρεφαν στο χωριό τους από το δάσος που βρίσκεται ανατολικά και εκτείνεται παράλληλα προς τον ποταμό Έβρο, οδηγώντας δύο βοϊδάμαξα φορτωμένα με σαρωθρόχορτο. Ενώ βρίσκονταν ακόμα μέσα στο δάσος παρουσιάσθηκαν μπροστά τους έξι ένοπλοι Τούρκοι. Οι αγρότες τρομαγμένοι σκόρπισαν αν και τους πυροβόλησαν ανεπιτυχώς. Οι ληστές συνέλαβαν τον Πανταζίδη και πήραν τα τέσσερα βόδια αξίας πέραν των 15.000 δρχ. Με τον Πανταζίδη αιχμάλωτο περιπλανήθηκαν όλη τη νύχτα μέσα στο δάσος και το πρωί τον άφησαν ελεύθερο ενώ οι ίδιοι κρατώντας τα τέσσερα βόδια πέρασαν απέναντι στην τουρκική όχθη.
Η περαιτέρω ανάκριση έδειξε ότι η κατάσταση στον νομό Έβρου ήταν δραματικώτερη, αφού αποδείχθηκε ότι από τον αγρότη Αγγελίδη μέσα σε ένα μήνα είχαν κλαπεί από Τούρκους 45 ζώα μικρά και μεγάλα, αν και νεώτερες πληροφορίες έλεγαν ότι από τα 45 ζώα κάποια ανήκαν και στους Νίκο Διμοτιανό και Μεν. Καρταλίδη.
Έτσι ζούσαν τότε στον νομό Έβρου. Απελευθερωμένοι μεν, αλλά πάντα με το φόβο του Βούλγαρου κομιτατζή και του Τούρκου ληστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου