«Το σύνταγμα είναι
η ΙΕΡΑ ΚΙΒΩΤΟΣ εις ην ο λαός παρεκατέθηκε τας ελευθερίας του»
Θ. Φλογάίτης, 1879
Ο όρκος που επιβάλλει το Σύνταγμα
για τους Πολιτικούς Άνδρες δεν είναι ένας αποχυμωμένος, νεκρός τύπος με επουσιώδη σημασία, ώστε η παραβίαση του -παραβίαση
του συντάγματος ουσιαστικά- να περνά ασχολίαστη από καθηγητές και διανοούμενους
από φόβο μήπως χαρακτηρισθούν «οπισθοδρομικοί», «καθυστερημένοι» από μία
αριστερή παπαγαλίζουσα ιντελιγκέντσια, η οποία όχι μόνο παρερμηνεύει το
Ευαγγέλιο της Ελληνικής Δημοκρατίας -ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ- αλλά το παραβιάζει ευθέως
προκαλώντας το θρησκευτικό συναίσθημα
του ελληνικού λαού.
Δεν ανήκω στην «Ελλάδα Ελλήνων
Χριστιανών», ανήκω στην Ελλάδα της σωστής δημοκρατίας και της άδολης
χριστιανικής ορθόδοξης πίστης που αποτελούν ενιαία και αδιαίρετη ενότητα και σύστοιχα στοιχεία του Ελληνισμού. Θα
προσπαθήσω «δίχως φόβο και δίχως πάθος» να ορθοτομήσω το λόγο της επιστημονικής
συνταγματικής αλήθειας και να ερμηνεύσω «τας γραφάς» όπως ισχύουν σήμερα υπό το
κράτος κοινοβουλευτικής, συνταγματικής
δημοκρατίας.
Συμφωνώ απόλυτα με τον Κων/νο
Δεσποτόπουλο, πρύτανη των ζώντων Ελλήνων φιλοσόφων, πρύτανη της πνευματικής
μας ζωής και ακαδημαϊκού, διαπρεπούς καθηγητή της φιλοσοφίας του δικαίου με την
άποψη του, που εξέφρασε με πρόσφατη, σύντομη επιστολή του στην έγκριτη
«ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», ότι ο θρησκευτικός όρκος απαγορεύεται από τα ίδια τα ιερά κείμενα
μας και ότι αποτελεί κατάλοιπο μαγείας και δεισιδαιμόνων πρωτόγονων αντιλήψεων.
Παρέλειψε όμως ο σοφός καθηγητής να αναφερθεί στο ισχύον σύνταγμα και να μας
πει εάν αυτό καθιερώνει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο για τους Πολιτικούς μας
Άνδρες και για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Προφανώς γιατί θεωρεί τον
θρησκευτικό όρκο αυτονόητο και καθιερωμένο συνταγματικά.
Ο Συνταγματικός όμως νομοθέτης, παρόλο ότι εγνώριζε τις
σοφές απόψεις, περί θρησκευτικού όρκου του σοφού πατριάρχη της φιλοσοφίας του
δικαίου Κ. Δεσποτόπουλου, δεν υιοθέτησε τις απόψεις του και καθιέρωσε το
θρησκευτικό όρκο στο Σύνταγμα μας για το βουλευτή, τον πρόεδρο της δημοκρατίας
ενώ δεν κάνει ρητή αναφορά για τον υπουργό, υφυπουργό και πρωθυπουργό, προφανώς
γιατί θεωρεί ως αυτονόητη υποχρέωση τους τη δόση του ίδιου όρκου -θρησκευτικού-
που βαρύνει ως ηθικός δεσμός τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους βουλευτές. Το
λυπηρό όμως είναι με ορισμένους καθηγητές πανεπιστημίου, οι οποίοι έκαναν την
επιστήμη του Συνταγματικού δικαίου θεραπαινίδα -υπηρέτρια- της φτηνής πολιτικής
και στραγγάλισαν την επιστημονική αλήθεια δεχόμενοι ότι από «πουθενά δεν προκύπτει» ότι ο
υπουργός, ο πρωθυπουργός και ο υφυπουργός δεν φέρουν βάρος θρησκευτικού όρκου.
Ας εξετάσουμε «τας γραφάς». Ο Θ.
Φλογαΐτης στο «Εγχειρίδιο Συνταγματικού δικαίου», σελίς 268, το έτος 1879 έγραφε: «Το Σύνταγμα είναι ιερά κιβωτός εις ην ο λαός
παρακατέθηκε τας ελευθερίας αυτού. Κειμηλίαρχος δε της τοιαύτης παρακαταθήκης
είναι η δικαστική εξουσία». Τι λοιπόν ορίζει αυτή η ΙΕΡΑ ΚΙΒΩΤΟΣ στο αρ.
59; Ορίζει: «ο βουλευτής πριν αναλάβει τα καθήκοντα του δίνει στο
βουλευτήριο και σε δημόσια συνεδρίαση τον εξής όρκο: "ορκίζομαι στο όνομα
της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου τριάδας να είμαι πιστός στην πατρίδα και
στο δημοκρατικό πολίτευμα να υπακούω στο σύνταγμα» κ.λπ. Βουλευτές επομένως
που ορκιζόμενοι στη Βουλή των Ελλήνων την 5-2-2015 δεν έδωσαν το θρησκευτικό όρκο που ορίζει το σύνταγμα (αρ. 59)
ΠΑΡΑΒΙΑΣΑΝ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, το Ευαγγέλιο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το ισχύον σύνταγμα στο αρ. 33,2 καθιερώνει το θρησκευτικό
όρκο για τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Τι γίνεται όμως με τον
υφυπουργό, υπουργό και πρωθυπουργό; Πράγματι εκεί το σύνταγμα σιωπά διότι ο
συνταγματικός νομοθέτης θεώρησε
αυτονόητη υποχρέωση τους να δώσουν θρησκευτικό όρκο αφού τον δίνει ο
εκπρόσωπος της λαϊκής κυριαρχίας, ο βουλευτής και η κορυφή της πολιτειακής
εξουσίας, ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Εάν το αυτονόητο αποκλεισθεί αυθαίρετα
και αναπόδειχτα, τότε υπάρχουν δυο βάσεις, θεμέλια του Συντάγματος ότι και τα
πολιτικά αυτά πρόσωπα βαρύνονται με τη δόση θρησκευτικού όρκου.
Η πρώτη βάση. Το σύνταγμα μας έχει ως
προοίμιο την τριαδική θεότητα και ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων «εις το
όνομα της Αγίας και ομοουσίου και
αδιαιρέτου Τριάδος. Ο π. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασ. Νικόπουλος στο
διακεκριμένο βιβλίο του με τίτλο «ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑ» αναφέρει: «Εφόσον
λοιπόν το προοίμιο του Συντάγματος ανάγει την_ύπαρξή του σε σπουδαίο και
αναγκαίο εθνικό και θρησκευτικό λόγο, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, ταυτιζόμενο με
την καθολική πίστη του Έθνους στον εν Τριάδι Θεό, δύσκολα μπορεί να
υποστηριχθεί με σοβαρότητα ότι παρ' όλα αυτά το προοίμιο στερείται οποιασδήποτε
νομικής ισχύος. Μια τέτοια άποψη θα οδηγούσε σε κραυγαλέα λογική και νομική
βεβαίως ανακολουθία, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, θα εξέθετε πλέον το
Σύνταγμα σε ανυποληψία! Και επειδή όταν αναφερόμαστε στο Σύνταγμα, τον υπέρτατο
νόμο του Κράτους, οφείλουμε να είμαστε οι πάντες τουλάχιστον σοβαροί, πρέπει
κατ' ανάγκη να δεχθούμε το λογικώς αλλά και νομικώς αυτονόητο, ότι δηλαδή το
προοίμιο του Συντάγματος έχει οπωσδήποτε νομική ισχύ. [...] Όλο το Σύνταγμα
ανακεφαλαιώνεται στο προοίμιο, από το οποίο «κρέμανται» όλες οι επί μέρους
διατάξεις».
Η δεύτερη βάση. Επειδή λοιπόν το προοίμιο του συντάγματος καθιερώνει και «τη
θρησκεύουσα πολιτεία» έρχεται το αρ. 16,2 του συντάγματος και ενισχύει,
επιρωνύει την ισχυρή αυτή άποψη, ορίζοντας: «Η παιδεία αποτελεί βασική
αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και
φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και της θρησκευτικής
συνείδησης» κ.λπ. Ποιο
λοιπόν είναι το κράτος; Όχι ως νομικό - συνταγματικό μόρφωμα, αλλά ως ζώσα ψυχή
και ζωντανό πνεύμα; Δεν ενσαρκώνεται κυρίως και προεχόντως από την εκάστοτε
κυβέρνηση της οποίας ο πρωθυπουργός έχει, ως πρώτος, ως ηγέτης, το συντονισμό,
τη χάραξη και την κατεύθυνση της γενικής πολιτικής και ιδίως της παιδείας απ'
την οποία το έθνος ελπίζει την αναγέννηση, την ανόρθωση της χώρας; Αυτή η
παιδεία που την καθορίζει κυριαρχικά ο πρωθυπουργός σκοπό έχει την καλλιέργεια
της εθνικής και της θρησκευτικής συνείδησης. Εθνική συνείδηση δεν είναι η
ελληνική. Ποια είναι η θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων που ορίζει την
καλλιέργεια; στο αρ. 16,2 του συντάγματος; Όπως έχει σήμερα το Σύνταγμα, δεν
επιτρέπεται ο πρωθυπουργός να είναι θρησκευτικά
ΟΥΔΕΤΕΡΟΙ, ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ πολύ δε περισσότερο άθεος. Τίθεται το ερώτημα: Μπορεί άθεος πρωθυπουργός ή υπουργός
παιδείας ή θρησκευτικά ΟΥΔΕΤΕΡΟΙ ή
ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ να εμπνεύσει στην
παιδεία Χριστιανική συνείδηση;
Η χριστιανική συνείδηση είναι η ψυχή της
ορθοδοξίας μας, ο πολιτισμός της αγάπης, έγραψε ο Τούμπας,
είναι ο πολιτισμός των Πολιτισμών.
Προκύπτει
λοιπόν απ' την ορθή ερμηνεία «των γραφών» ότι έτσι που έχουν σήμερα τα πράγματα
στην Ελλάδα, χωρίς το χωρισμό εκκλησίας και κράτους υπάρχει «πολιτεία
θρησκεύουσα» με λαό κατά 95% χριστιανικό ορθόδοξο το θρήσκευμα, γι’ αυτό και ο
συνταγματικός νομοθέτης σεβάσθηκε αυτό το 95% και θέσπισε πλην των άλλων και το
αρ. 16,2 του συντάγματος υποχρεώνοντας τον πρωθυπουργό «να καλλιεργήσει τη
χριστιανική συνείδηση» στη νεολαία της οποίας είναι μέλος.
«Με
λογισμό όμως και όνειρο», όπως έγραψε ο Σολωμός, πρέπει ο ηγέτης να οδηγεί το λαό του. Όπου
λείπει ο λογισμός, ένα... ατύχημα είναι μπροστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου