Κατ’ αρχήν, προσδιορίζουμε ότι στην πρόσκληση για το συνέδριο πουθενά δεν γινόταν λόγος ούτε για τα παραπάνω βιβλία, αλλά ούτε και για οποιαδήποτε σύγκριση των δύο δολοφονικών καθεστώτων. Άρα, οι εδώ ισχυρισμοί για ανύπαρκτες αναφορές στην
πρόσκληση είναι σκοπίμως παραπλανητικοί, για ευνόητους λόγους. Παράλληλα, όμως, δείχνουν και μία θλιβερή άγνοια της Ιστορίας. Ακόμα χειρότερα, η όποια σύγκριση του «Κεφαλαίου» με το «Mein Kampf» είναι αφ’ εαυτής γελοία και, βεβαίως, ατυχής. Δείχνει ωστόσο ότι αυτοί που την επικαλούνται δεν έχουν καμία απολύτως γνώση ούτε του ενός ούτε του άλλου βιβλίου. Συγκρίνουν δε εντελώς ανόμοια πράγματα.
Πρώτον, ο Κάρολος Μαρξ (1818-1883) ήταν φιλόσοφος και δημοσιογράφος, με ερασιτεχνική πολιτική δραστηριότητα. Το δε πολύκροτο έργο του «Το Κεφάλαιο» (τρεις τόμοι) δημοσιεύτηκε τμηματικά το 1867, το 1893 από τον Ένγκελς και το 1985 επίσης από τον Ένγκελς. Πριν την δημοσίευση των τριών τόμων του «Κεφαλαίου», την δεκαετία τού 1840, είχαν προηγηθεί άλλα σημαντικά έργα του Μαρξ, όπως το «Εβραϊκό Ζήτημα» (1843), το «Ιερά Οικογένεια» (1845), το «Θέσεις για το Φούερμπαχ» (1845) και το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (1848). Το τελευταίο δε, που έχει επίσης ως συγγραφέα και τον φίλο του Φρήντριχ Ένγκελς, είναι ίσως και το πιο πολιτικό έργο του Μαρξ –αλλά, κατά δήλωσή του, δεν αποτελεί συνταγολόγιο εξουσίας.
Το πολύκροτο «Κεφάλαιο», από την πλευρά του, είναι μία όσο γίνεται σε βάθος για την εποχή της οικονομική, φιλοσοφική και κοινωνιολογική ανάλυση, η οποία βαπτίστηκε επιστήμη εντελώς αυθαίρετα και άρα χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, οι τρεις τόμοι του «Κεφαλαίου» σε καμμία περίπτωση δεν εμπεριέχουν μεθόδους κατάληψης και παραμονής στην εξουσία. Όσον αφορά δε στον ιστορικό υλισμό που χρησιμοποιεί ο Κ. Μαρξ ως εργαλείο κοινωνικο-οικονομικής ανάλυσης και ερμηνείας της ταξικής πάλης, πρέπει κανείς να τον δει υπό το πρίσμα εκείνης της εποχής και όχι βέβαια με τα σημερινά δεδομένα.
Το κολοσσιαίο μαρξικό έργο, κορυφαίο από κάθε άποψη για την εποχή του, σε καμία απολύτως περίπτωση δεν μπορεί, ούτε καν ως σκέψη, να τύχει συγκρίσεως με ένα παραληρηματικό λιβελλογράφημα ενός αγράμματου εθνικοσοσιαλιστή-ακτιβιστή, ο οποίος –όπως και ο ομοϊδεάτης του Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία– ήταν η ζωντανή έκφραση ενός χυδαίου και εγκληματικού λαϊκισμού, που στην συνέχεια έγινε γνωστός ως εθνικοσοσιαλισμός (ναζισμός).
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι κάποιες από τις αρχές και τις ιδέες που διατυπώνουν οι Μαρξ και Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο τού 1848 είναι παρούσες στις καταστατικές αρχές του «Κόμματος των Εργατών» το οποίο, από το 1920 και μετά, υπήρξε το φυτώριο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Το τελευταίο, μετά την μεγάλη οικονομική κρίση τού 1930, είχε βάλει στόχο την άνοδό του στην εξουσία, επωφελούμενο της οξύτατης οικονομικής κρίσης που έπληττε την Γερμανία. Και στην διαδικασία αυτή χρησιμοποίησε αρκετές από τις λενινιστικές μεθόδους ανατροπής και καταλήψεως της εξουσίας, για τις οποίες βέβαια ελάχιστος λόγος έχει γίνει στην Ελλάδα.
Αν υπάρχουν λοιπόν κοινά σημεία μεταξύ κομμουνισμού και εθνικοσοσιαλισμού, αυτά θα πρέπει να αναζητηθούν στο πρακτικό και όχι στο θεωρητικό σκέλος. Εξάλλου, όπως έχει αποδείξει ο αείμνηστος (άγνωστος στην Ελλάδα) φιλόσοφος και ιστορικός της τέχνης Κώστας Παπαϊωάννου, η εγκατάσταση του κομμουνισμού στην Ρωσία, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και στην Ασία, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το μεγάλο θεωρητικό έργο του Καρόλου Μαρξ.
Εξάλλου, το σημαντικό αυτό έργο –που ακόμα και σήμερα εμπεριέχει αναλυτικά εργαλεία τα οποία δεν μπορούν να αγνοηθούν– από πολλές πλευρές έχει διαψευστεί και από αυτή την ίδια την πορεία του καπιταλισμού. Κατά συνέπεια, ο «θεωρητικός» κομμουνισμός δεν μπορεί να συγκριθεί με τα εγκλήματα που έγιναν στο όνομά του. Υπό αυτή την έννοια, ούτε κατά διάνοια μπορεί να γίνει συζήτηση για το «Κεφάλαιο» και την χυδαία σε αντισημιτισμό χιτλερική αυτοβιογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου