Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΝΆΛΑΤΟΥ (24-4-1827) (Η μοναδική μάχη που ηττήθηκαν οι Σουλιώτες)

 
Στη μάχη αυτή, οι Σουλιώτες υπέστησαν τη μοναδική ήττα στην ιστορία τους, διότι από το 1732 μέχρι και τον Απρίλιο του 1827, δεν είχαν νικηθεί σε καμία μάχη τόσο από τους Τουρκαλβανούς όσο και από τους Τούρκους. Στη μάχη του Ανάλατου έλαβαν μέρος οι πιο φημισμένοι οπλαρχηγοί του Σουλίου, οι οποίοι παρότι πολέμησαν με αυτοθυσία, υπέστησαν τέτοια καταστροφή, που όμοιά της δεν είχε συμβεί ποτέ στην μακρόχρονη πολεμική ιστορία τους. Η ήττα αυτή όμως, δεν οφειλόταν σε κάποιο λάθος τους, αλλά στο εγκληματικό σχέδιο του Λόρδου Κόχραν, που αποβίβασε μία μικρή δύναμη 2500 ανδρών σχεδόν ξημερώματα στην παραλία του παλαιού Φαλήρου, όπου δεν υπήρχε πλέον χρόνος για να ετοιμάσουν τα ταμπούρια τους. Παρά τις εκκλήσεις τους για να αναβάλει την αποβίβασή για το επόμενο βράδυ, εκείνος ήταν ανένδοτος και τους έστειλε να πολεμήσουν σε ανοιχτό πεδίο χωρίς τη βοήθεια ιππικού, το οποίο είχε αφήσει άπραγο στον Πειραιά. Είχε ακόμη παραβλέψει να τους δώσει αρκετές αξίνες, για να φτιάξουν τα ταμπούρια τους, και έτσι τους οδήγησε σε βέβαιη σφαγή. Ο Περραιβός σημειώνει, ότι από τη στιγμή που δεν υπήρχε γενικός αρχηγός, η παραλυσία στο στράτευμα ήταν αναπόφευκτη. Οι δευτεροκλασσάτοι οπλαρχηγοί έκαναν του κεφαλιού τους και δεν υπάκουαν στις διαταγές ή στις προτροπές των εμπειρότερων καπεταναίων, ενώ έτρεχαν να βρουν τοποθεσία της αρεσκείας τους, τυφλωμένοι από τα γρόσια που τους είχε υποσχεθεί ο άφρονας Κόχραν. Ο Μακρυγιάννης, μάλιστα, είχε πλησιάσει μέχρι τις όχθες της Καλλιρόης και είχε υποδείξει εντελώς ακατάλληλη θέση για το πρώτο οχύρωμα. Απείχε μόνο είκοσι περίπου οργιές από ένα λόφο, που πίσω του υπήρχε η ρεματιά του Ιλισσού, και θα μπορούσε εύκολα να κρυφτεί εκεί ο εχθρός, για να κάνει την επίθεσή του από κοντινή απόσταση. Ο Περραιβός ρίχνει την ευθύνη στον Μακρυγιάννη για την μετακίνησή των Σουλιωτών από τη θέση που είχαν επιλέξει, υπόδειξη που τους οδήγησε στον όλεθρο, και γράφει τα εξής: «ούτος (ο Μακρυγιάννης) πριν αποκατασκευάση το οχύρωμα, επανακάμψας εις τον μελισσώνα, άρχισε να ελέγχη τρόπον τινά τους οπλαρχηγούς (Σουλιώτας), ως φαινομένους προς τους άλλους Ελληνας το παράδειγμα της μικροψυχίας, ενώ παρά πάντων γνωρίζονται εκ των προτίστων ανδρείων και εμπειροπολέμων και ότι να μη καταδεχθώσι να συνέβη τι εις τους Έλληνας εξ αιτίας των. Η δευτέρα συμβουλή και παρακίνησις (αν και εξ αγνοίας) του Μακρυγιάννη μετ’ εκείνην του Κόχραν, (και) η ασυλλόγιστος πεποίθησις των ιδίων οπλαρχηγών επέσυραν τον τραγικόν θάνατον αυτών και τόσων άλλων συναξιωματικών και εκλεκτών στρατιωτών. Λαβόντες εν τοσούτω μεθ’ εαυτών τεσσαράκοντα στρατιώτας απήλθον μετά του Μακρυγιάννη εις το οχύρωμά του, επί σκοπώ, ει μεν είναι δυνατόν να προσκαλέσωσι και τους άλλους συντρόφους, τουναντίον, να επιστρέψωσι εις το πρώτον, αλλ’ ως είδον αυτό αδύνατον και εις επικίνδυνον θέσιν εστηριγμένον, (με το να εκρύπτετο ο εχθρός ακινδύνως εις τινας παρακειμένας όχθας) ηγανάκτησαν κατά του Μακρυγιάννη δια την απάτην και ολεθρίαν τόλμην του.».3 3.(Χριστόφ. Περραιβού, Πολεμ. Απομνημ, Εκδ. Βεργίνα, σελ. 307), Ο Δημήτρης Φωτιάδης αναφέρει, ότι σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα της μάχης του Γερμανού Krazeisen, οι Σουλιώτες, με αρχηγούς τον Γεώργιο Δράκο, τον Λάμπρο Βέικο, και τον Γεώργιο Ζήκου Τζαβέλλα, οι Κρήτες του Δημητρίου Καλλέργη και οι λίγοι Φιλέλληνες αντί να ταμπουρωθούν στον λόφο του Μολυβά, (εκεί που σήμερα αρχίζει η Καλιθέα) για να είναι προστατευμένοι από την καβαλαρία του εχθρού, τοποθετήθηκαν μπροστά από το ρεύμα του Ιλισσού, αντίκρυ από το λόφο του Φιλοπάππου. Οι Κρήτες του Καλλέργη είχαν αρχίσει να φτιάνουν το οχύρωμα, αλλά είχαν ελάχιστα τσαπιά και αξίνες. Τις ίδιες δυσκολίες για την κατασκευή των ταμπουριών τους είχαν και τα άλλα σώματα. Το δεύτερο οχύρωμα, που ήταν πίσω από τους Σουλιώτες, το κρατούσε ο Ιωάννης Νοταράς και ο Μακρυγιάννης με τους Αθηναίους, το τρίτο ο Παναγιώτης Νοταράς με ένα σώμα Αθηναίων, μεταξύ των οποίων και Συμεών Ζαχαρίτσας, το τέταρτο οι τακτικοί του Χριστόφορου Ιγγλέση με δύο πυροβόλα, που είχαν τοποθετηθεί στον Ανάλατο, νοτιοανατολικά από τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Σώστη. Έπειτα ακολουθούσε το πέμπτο οχύρωμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη, μετά το έκτο που το κρατούσαν ο Κώστας Μπότσαρης με τον Διαμάντη και τον Νικόλαο Ζέρβα και βρισκόταν πίσω από μια μάντρα, το έκτο οχύρωμα το κρατούσαν οι Δερβενοχωρίτες και ήταν μέσα σε έναν αμπελώνα, το δε τελευταίο ήταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Παλαιό Φάληρο και το κρατούσε ο Χριστόδουλος Μέξης (Ποργιώτης) Εκείνες τις κρίσιμες ώρες, ο Κώστας Μπότσαρης έστειλε επιστολή στον Τζουρτς και του ζήτησε να στείλει επειγόντως μπαρούτι, διότι είχαν πάρει μαζί τους τις οκτώ κάσες που είχε στείλει πριν από λίγες μέρες στον Καραϊσκάκη και ήταν χαλασμένο. Η απάντηση από τον Τζούρτς δεν έφτασε ποτέ.4 4.(Δημ. Φωτιάδη, Η Επαν. τ. 1821, Εκδ. Μέλισσα, τ. 3, σελ.363-364) Οι δυνάμεις του Κιουταχή αριθμούσαν δύο χιλιάδες ιππείς και οχτώ έως δέκα χιλιάδες πεζούς, τους οποίους διέταξε να συγκεντρωθούν στο ρέμα του Ιλισσού, απ’ όπου ήταν αθέατες από τα Ελληνικά Σώματα. Κατά το μεσημέρι, όταν ο Κιουταχής βεβαιώθηκε ότι τα νώτα του ήταν καλυμμένα, μιας και δεν έβλεπε καμία επίθετική κίνηση των Ελλήνων τόσο από την Ακρόπολη όσο και απ’ τον Πειραιά, διέταξε να γίνει ταυτόχρονο γιουρούσι από το πεζικό και από το ιππικό στο πρώτο οχύρωμα. Οι Σουλιώτες με τους Κρήτες απέκρουσαν με μεγάλη γενναιότητα το πρώτο γιουρούσι του πεζικού, επιφέροντας στους Τούρκους μεγάλες απώλειες. Το χαμηλό όμως ύψος του οχυρώματος προμήνυε την καταστροφή τους. Οι Τούρκοι ιππείς έκαναν σφοδρή επίθεση και κατάφεραν να πηδήσουν το χαμηλό οχύρωμα και να επιπέσουν μέσα με τα σπαθιά. Οι Έλληνες, επειδή δεν πρόλαβαν να ξαναγεμίσουν τα τουφέκια τους, έβγαλαν τα σπαθιά και άρχιζαν να σφάζουν τους επιτιθέμενους εχθρούς. Ο αγώνας τους όμως ήταν άνισος, διότι όσους Τούρκους και αν έσφαζαν, άλλοι έπαιρναν αμέσως τη θέση τους και έτσι άρχισαν σιγά σιγά να αποδεκατίζονται, περικυκλωμένοι από πολυάριθμους πεζούς και ιππείς. Ο Περραιβός σημειώνει: «εδώ πίπτει εκτάδην ο ανδρείος Λάμπρος Ζάρμπας (Βέικος) από βολήν σφαίρας, ήτις πλήξασα το μέτωπον διέβη το μετάφρενον. Συντρίβεται ο δεξιός βραχίων του ατρομήτου Δράκου από άλλην και ούτω συλλαμβάνεται ζων, Ο Γεώργιος Ζήκου Τζαβέλλας, αφού θυσίασε με το ξίφος του ικανούς εκτός του οχυρώματος, επληγώθη έπειτα καιρίως δια της λόγχης παρά τινος ιππέως και ούτως (εκτός τεσσάρων) απώλοντο άπαντες»5 5.(Χριστόφ. Περραιβού, Πολεμ. Απομνημ, Εκδ. Βεργίνα, σελ. 308) Εκτός από τον βαριά τραυματισμένο Γεώργιο Δράκο, πιάστηκε αιχμάλωτος και ο Δημήτριος Καλλέργης, ενώ σκοτώθηκαν πάνω από τριακόσιοι και μόνο είκοσι έξι διασώθηκαν.6 6.(Διον. Κόκκινου, Η Ελλην. Επανάστ, Εκδ. Μέλισσα, τ. 6ος, σελ.36) Μετά την κυρίευση του πρώτου οχυρώματος, οι τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν στα επόμενα τρία, όπου εκεί αντιστάθηκαν οι τακτικοί του Χαράλαμπου Ιγγλέση, οι Αθηναίοι με τον Ζαχαρίτσα και οι Νοταραίοι. Ο Κασομούλης αναφέρει ότι ο Ιγγλέσης με τους τακτικούς του παρατάχτηκαν έξω απ’ το οχύρωμά τους, περικυκλωμένοι από πολυάριθμους εχθρούς και αφού άδειασαν τρεις φορές τα ντουφέκια τους και τα δύο πυροβόλα τους, μετά πολεμούσαν με τις λόγχες των τουφεκιών τους, μέχρι που σκοτώθηκαν όλοι.7 7.(Νικ. Κασομούλη, Ενθυμ. Στρατ. Επαν. τ. Ελλήν. Εκδ. Βεργίνα, τομ.3ος, σελ.393) Ο γραμματικός του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Μιχαήλ Οικονόμου αναφέρει, ότι σκοτώθηκαν εκατόν πενήντα έξι τακτικοί μαζί με τον αρχηγό τους, Χαράλαμπο Ιγγλέση, ενώ από τους λίγους φιλέλληνες που πολεμούσαν μαζί τους διασώθηκαν μόνο τέσσερις.8 8.(Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορ. Ελλην. Παλιγγεν, έκδ. ιδίου, σ. 730) Όσοι βρίσκονταν πίσω από τα πρώτα οχυρώματα, βλέποντας την σφαγή των άλλων, τράπηκαν σε φυγή προς τη θάλασσα για να σωθούν στα καράβια. Τα ιππικά και πεζικά στρατεύματα των Τούρκων, που βρίσκονταν στα πλάγια, όταν είδαν τους Έλληνες να τρέπονται σε φυγή, άρχισαν να τους κυνηγούν και να συμπλέκονται άγρια μαζί τους αλληλοσφαζόμενοι.9 9.(Χριστόφ. Περραιβού, Πολεμ Απομνημ, Εκδ. Βεργίνα, σελ. 309) Ο Κόχραν και ο Τζουρτς που είχαν βγεί στη ξηρά, «εκινδύνευσαν να λιποθυμήσουν από το τρέξιμον, και πρόφτασαν και εμβαρκαρίσθησαν».10 10.(Νικ. Κασομούλη, Ενθυμ. Στρατ. Επανασ. τ. Ελλήν. Εκδ. Βεργίνα, τομ.3ος, σελ.394) Οι διασωθέντες Έλληνες, πάνω από χίλιοι, είχαν φτάσει κυνηγημένοι απ’ τους Τούρκους στην παραλία του Φαλήρου, κι όλοι αυτοί θα χάνονταν, γιατί οι βάρκες δεν έβγαιναν έξω να τους πάρουν, επειδή τις κτύπαγαν οι Τούρκοι. Εκείνη την κρίσιμη ώρα, ο αντρειωμένος Σουλιώτης οπλαρχηγός, Νικόλαος Ζέρβας πήρε την κατάσταση στα χέρια του και άρχισε να βρίζει εκείνους που έτρεχαν, ενώ παράλληλα φώναζε με τα μικρά ονόματα τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες που ήταν γνωστοί για την ανδρεία τους. Σε ελάχιστο χρόνο κατάφερε να συγκεντρώσει εκατόν πενήντα περίπου άνδρες και να αποκρούσει τις επιθέσεις των Τούρκων ιππέων, σώζοντας πολλούς μέσα απ’ τα χέρια των εχθρών και μεταφέροντας πολλούς πληγωμένους.11 11.(Χριστόφ. Περραιβού, Πολεμ Απομνημ, Εκδ. Βεργίνα, σελ. 309) Ο Λάμπρος Κουτσονίκας, για την ανδραγαθία του Νικόλαου Ζερβα αναφέρει τα εξής: «Ο Ζερβας ρίψας και αυτός άλλον ντελήν ανέβη τον ίππον του και περιέτρεχε μόνος του εμποδίζων τας φονικάς πράξεις πολλών, παρακινών τους Έλληνας εις αντίστασιν».12 12.(Λάμπρου Κουτσονίκα, Γεν. Ιστορ. Ελλ. Επαναστ. Εκδ. Βεργίνα, 2ος τόμ. σελ.212) Για τον θάνατο του Τούσα Μπότσαρη, ο Περραιβός αναφέρει ότι έφθασε στο γιαλό, ιπεύοντας το άλογο ενός Τούρκου ιππέα που είχε σκοτώσει στον δρόμο και «δεν ευχαριστήθη μολοντούτο να βλέπει εαυτόν ασφαλή, τους δε συναγωνιστάς του εκ του όπισθεν κατακερματιζομένους, αλλ’ επιστρέψας ορμά κατά των εχθρών, σώζει πολλούς, εκδικείται εχθρούς. Τέλος συμπλακείς με πολιαρίθμους πεζούς τε και ιππείς, πίπτει ο ήρως κατά γης, δεχθείς ευχαρίστως ως δώρα πολύτιμα και αιώνια τα υπέρ πίστεως και πατρίδος γλυκύτατα τραύματα.»13 13(Χριστ. Περραιβού, Πολεμ. Απομν, Εκδ. Βεργίνα, σελ. 309-310) Οι νεκροί Ελληνες υπερέβησαν τους χίλιους, ενώ αιχμαλωτίστηκαν εκατόν πενήντα, μεταξύ των οποίων ο Τσελεπής Αιγινήτης και μερικοί Φιλέλληνες. Οι Τούρκοι είχαν πολυάριθμους νεκρούς, κυρίως στα οχυρώματα των Σουλιωτών και του Ιγγκλέση, ενώ σκοτώθηκε και ο αρχηγός του ιππικού τους.14 14.(Διον. Κόκκινου, Η Ελλην. Επανάστ, Εκδ. Μέλισσα, τ. 6, σελ.37) Για την αδράνεια του στρατοπέδου του Πειραιά, ο Σπηλιάδης γράφει τα εξής: «αλλά δια τον θάνατον του Καραϊσκάκη νάρκωσις κατέλαβεν τους Ελληνας και έγιναν δυσπειθείς και δύσκολοι και ο Ντσιαβέλλας, βλέπων μάλιστα πολύ ανωτέρας δυνάμεις του εχθρού ανθισταμένας, δεν ηδυνήθη να τους καταπείσει να κινηθώσι, και δεν εκινήθησαν, και ο Κιουταχής πολεμεί κατ’ εκείνων με όλας του τας δυνάμεις».15 15. (Ν. Σπηλιάδη, Απομν. Ν. Ελλην.Ιστορ. Εκδ. Φιλαδελφέως, τόμ. 3ος, σελ.294)
Ο απολογισμός της μάχης ήταν τραγικός. Σκοτώθηκαν πολλοί από τους πιο φημισμένους Σουλιώτες οπλαρχηγούς και μπουλουξήδες, και είναι οι εξής: Τούσιας Μπότσαρης, Γεώργιος Δράκος (αιχμαλωτίσθηκε και εκτελέστηκε ή αυτοκτόνησε λίγο αργότερα στη Χαλκίδα), Λάμπρος Βέικος (Ζάρμπας), Κώστας Διαμάντη Τζαβέλας, Γεώργιος Ζήκου Τζαβέλας, Φώτος Φωτομάρας, καθώς και οι Σουλιώτες μπουλουξήδες, Φώτος Βέικος, Πάσχος Κοσμάς, Κίτσος Κοσμάς, Νικολής Νιανούρης, Νούτσος Τσάτσης. Ο Κασομούλης αναφέρει, ότι αποδεκατίστηκαν τα περισσότερα μέλη της φάρας των Μποτσαραίων, των Τζαβελλαίων και των Ζερβαίων: «Ο Κώστας όμως Μπότσαρης, ο Κίτσος Τζαβέλλας και οι Ζερβαίοι έχασαν όλους σχεδόν τους συγγενείς των, ομού και τα στηρίγματα, τους ανδρείους αξιωματικούς των και έμειναν μονάχοι τους εις τας σκηνάς»16. 16(Νικ. Κασομούλη, Ενθυμ. Στρατ. Επανασ. τ. Ελλήν. Εκδ. Βεργίνα, τομ.3ος, σελ.405)
Η αναφορά του Φωτιάδη για την τύχη των αιχμαλώτων είναι συγκλονιστική: «Διακόσιοι σαράντα αγωνιστές πέσανε ζωντανοί, στη μάχη του Ανάλατου, στα χέρια των Τούρκων. Φρικτή στάθηκε η τύχη τους. Αφού με κάθε τρόπο τους εξευτέλισαν, ο Κιουταχής τους παράδωσε στον καφάσμπασή του να τους χαλάσει όλους. Έπειτα γδάρανε τα κεφάλια τόσων αυτών όσο και των σκοτωμένων, παραγεμίσανε μ’ αλάτι τα δέρματα και τα στείλανε στην πόλη, απόδειξη της νίκης τους». Μας δίνει ακόμη τον επίλογο της μεγάλης αυτής τραγωδίας, όχι με φτιασιδωμένα λόγια, αλλά με λόγια πύρινα, βασισμένα σε αδιάσειστες αποδείξεις, που ρίχνουν στην αιώνια καταισχύνη εκείνους τους Έλληνες που συνήργησαν μαζί με τους Άγγλους στην καταστροφική ήττα του Ανάλατου, που είχε οδυνηρές επιπτώσεις στην επιβίωση της Επαναστατημένης Ελλάδος. Γράφει τα εξής: «Ναι η Αγγλία επέμενε να γίνει η Ελλάδα μια αδύνατη και ημιανεξάρτητη ναυτική επικράτεια από τον Μωριά και τις Κυκλάδες, για να την έχει, έτσι κάτω από τον απόλυτο έλεγχό της. Πολέμησε με φανατισμό την ιδέα μιας Ελλάδας που θα ήταν όχι μονάχα Μεσογειακή, μα και Βαλκανική χώρα. Κι έκανε πάντα ό,τι μπόρεσε να πνίξη την Επανάσταση στην Στερεά. Γι αυτό με όργανο το αγγλόφιλο κόμμα του Μαυροκορδάτου, έσπρωξε τον ήρωα της Ανατολικής Ελλάδας, τον Οδυσσέα Αντρούτσο, στην προδοσία και τέλος τον εδολοφόνησε, γι αυτό άφησε ξεπίτηδες αβοήθητο το Μεσολόγγι, γι’ αυτό, με τον Τσορτς και τον Κόχραν, ξεπάστρεψε τον Καραϊσκάκη κι έριξε τους Έλληνες στην καταστροφή του Ανάλατου. Αυτή στέκεται η αλήθεια» 17 17.(Δημήτρη Φωτιάδη, Καραϊσκάκης, Εκδ. Ζαχαρόπουλος, σελ. 881,885)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου