Στις 27 Ιουνίου 1850 0 Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα από πατέρα Ιρλανδό και μητέρα από τα Κύθηρα, αλλά έζησε σε διάφορα μέρη, στην Ιρλανδία, Ουαλία, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Οχάιο, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος (1872-1877), στη Νέα
Ορλεάνη , όπου έμεινε για 10 χρόνια, συνεργαζόμενος με εφημερίδες και περιοδικά, γράφοντας δοκίμια, άρθρα, μεταφράζοντας και σκιτσάροντας. Το 1877 πήγε στις Δυτικές Ινδίες και το 1890 έφυγε για την Ιαπωνία ως ανταποκριτής του Harper’s Magazine,όπου και έμεινε ως το τέλος της ζωής του. Το 1896 έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα και το όνομα Κοϊζούμι Γιακούμο. Δίδαξε Αγγλική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, όπου και εγκαταστάθηκε αρχίζοντας μια λαμπρή συγγραφική καριέρα. Πέραν των άλλων, με θέμα την Ιαπωνία, χώρα του ήλιου και των λουλουδιών, έγραψε 12 βιβλία, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας και ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση.
Ηταν 2 ετών όταν ο πατέρας του, Κάρολος Χερν, πήγε την οικογένειά του στο Δουβλίνο. Η Ρόζα, ευγενούς καταγωγής και κόρη του Αντωνίου Κασιμάτη, δεν άντεξε το αυστηρό περιβάλλον, την ξενιτιά, και μετά τον χωρισμό της γύρισε στα Κύθηρα, όταν ο Λευκάδιος ήταν μόλις 4 ετών. Ο πατέρας του, στρατιωτικός χειρουργός στο Βρετανικό Σώμα, ανέθεσε την επιμέλεια του γιου του στη συγγενή του, Σάρα Μπρέναν. Εκεί βίωσε την απώλεια της μητρικής αγκαλιάς, ενώ σε ένα παιχνίδι με τους συμμαθητές του, 16 ετών, έχασε το αριστερό του μάτι.
Σε ηλικία 19 ετών μεταναστεύει στην Αμερική. Ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, μέχρι να εξασφαλίσει μια θέση στην εφημερίδα του Σινσινάτι, Daily Enquirer. Εκεί παντρεύεται, όμως ο γάμος με έγχρωμη γυναίκα είναι απαγορευμένος και προκαλεί την απόλυσή του και την επιστροφή στην απόγνωση. Μετά το διαζύγιο, βρίσκεται στη Νέα Ορλεάνη, όπου ανακαλύπτει έναν κόσμο εξωτικό, πολύχρωμο. Ακολουθεί διετές πέρασμα από τη Μαρτινίκα και κατόπιν μεταφέρεται στη Νέα Υόρκη για να πάρει τον δρόμο που οδηγεί στην Ιαπωνία. Εκεί ο Χερν θα συναντήσει έναν καινούργιο κόσμο. Παντρεύεται τη Σετζουσόκο Κοϊζούμι και παίρνει το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι. Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά.
Σήμερα, οι κατοικίες του στην Ιαπωνία, τη Νέα Ορλεάνη, το Δουβλίνο αποτελούν ιστορικά σημεία μνήμης. Στη Λευκάδα, το σπίτι που γεννήθηκε έχει έντονο το στίγμα της παρουσίας του αλλά δεν αποτελεί πόλο έλξης, όπως ενδεχομένως θα έπρεπε για τον Λευκάδιο, που ταξίδεψε με το όνομά της σε κόσμους μαγικούς, εξωτικούς.
Στην καρδιά της Απω Ανατολής, ρίζωσε και εργάστηκε ως δάσκαλος Αγγλικών και συγγραφέας, μέχρι το θάνατό του, σε ηλικία 54 χρονών. Εκεί αφηγήθηκε με χαρτί και μελάνι παραδοσιακές ιστορίες, σκοτεινούς μύθους, αλλόκοτες δοξασίες, παγερές νύχτες με φαντάσματα, νεαρούς σαμουράι και ματωμένα ξίφη.
Αφησε λογοτεχνική προίκα 4.000 σελίδων και έναν πολυπολιτισμικό μύθο, αναζητώντας τη φωνή που «μου έλεγε πάντα Ιστορίες που με έκαναν να αναρριγώ από το κεφάλι ώς τα πόδια από την Ευχαρίστηση». Όπως περιγράφει στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Ημέρας», «στο τέλος ήρθε η μέρα του αποχωρισμού. Και κλαίγοντας μου έλεγε για ένα φυλακτό που μου είχε δώσει, ότι δεν θα έπρεπε ποτέ μα ποτέ να το χάσω, γιατί θα με κράταγε πάντα Νέο και θα μου έδινε τη δύναμη να επιστρέψω. Αλλά ποτέ δεν γύρισα. Και τα χρόνια πέρασαν. Και μία μέρα ήξερα ότι είχα χάσει το φυλακτό και ότι ήμουν πια απελπιστικά γέρος». Κι εκείνη είχε πεθάνει, στις 12 Δεκεμβρίου 1882, στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
Αυτή η επίκληση στη χαμένη παιδικότητα αποτέλεσε τη γέφυρα συνάντησης Δύσης και Ανατολής, μέσα στο συγγραφικό έργο του Λευκάδιου. Με έναν μαγικό τρόπο, σφυρηλατημένο στη διαδρομή της ζωής του, ο άνδρας από τη Λευκάδα έδωσε στους Ιάπωνες τους μύθους τους. Ανέδειξε την ψυχή τους με την αγάπη, τη φροντίδα ενός παραμυθά και τον θαυμασμό ενός ξένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου