Γράφει ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤ. ΠΟΡΠΟΡΗΣ
Ιστορικός Ερευνητής - Φοιτητής ΔΙ.ΠΑ.Ε
Στις 15 Αυγούστου του 1940, η Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι προέβη σε μία τελείως εχθρική και άνανδρη -σύμφωνα με την παγκόσμια κοινή γνώμη- ενέργεια εναντίον της πατρίδας μας: στον τορπιλισμό του ελληνικού εύδρομου πολεμικού πλοίου “ΈΛΛΗ” που βρίσκονταν σημαιοστολισμένο στο λιμάνι της Τήνου, συμμετέχοντας στον εορτασμό της κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Η ελληνική κυβέρνηση χωρίς να δημιουργήσει το παραμικρό διπλωματικό επεισόδιο στην εγχώρια ή διεθνή σκηνή, έστρεψε όλη την προσοχή και την ενέργειά της στην στρατιωτική και διοικητική οργάνωση προκειμένου να προετοιμαστεί η μικρή Ελλάδα κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την επικείμενη πολεμική σύρραξη, η οποία όπως όλα έδειχναν αργά ή γρήγορα θα της χτυπούσε την πόρτα.
Στις 3:00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, λοιπόν, ο Ιταλός πρεσβευτής Εμμανουέλε Γκράτσι, χτυπώντας την πόρτα του Έλληνα πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων στα ελληνικά εδάφη, με σκοπό την εξυπηρέτηση των στρατιωτικών και πολεμικών συμφερόντων των χωρών του Άξονα, στον αιματηρό πόλεμο που είχαν ξεκινήσει.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΑ – ΓΚΡΑΤΣΙ…
Φρονώ, πως σε τούτο το σημείο θα αποτελούσε αξιοσημείωτο αναγνωστικό ενδιαφέρον εάν παραθέταμε τον διάλογο που διαδραματίστηκε μεταξύ των δύο αυτών ανδρών, όπως ακριβώς τον αποτύπωσε στο βιβλίο του ο ίδιος ο Ιταλός πρεσβευτής Εμμανουέλε Γκράτσι:
«Δέκα λεπτά πριν από τις 3:00 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιας μικρής οικείας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικείας είπα ότι επιθυμώ να δω τον πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικείας, αλλά δεν ελάμβανε καμμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήτο δυνατόν μία πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφον στις 3:00 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940, λόγω δε της προσπάθειάς μου να ακουσθεί το κουδούνι και να ανοίξει η πόρτα, η ώρα είχε ήδη φθάσει 3:00. Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό. Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3:00, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να του εγχειρήσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6:00 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
-Μεταξάς: Λοιπόν έχουμε πόλεμο.
-Γκράτσι: Όχι απαραίτητα εξοχότατε. Η ιταλική Κυβέρνηση ελπίζει ότι θα δεχθείτε την αξίωσίν της και θ’ αφήσετε τα ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
-Μεταξάς: Και ποια είναι τα στρατηγικά αυτά σημεία, περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις;
-Γκράτσι: Δεν είμαι εις θέσιν να σας ειπώ Εξοχότατε. Η Κυβέρνησίς μου δεν με ενημέρωσε… Γνωρίζω μόνον ότι το τελεσίγραφο εκπνέει εις τας 6:00 το πρωί.
-Μεταξάς: Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αυτή αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
-Γκράτσι: Όχι, Εξοχότατε. Είναι τελεσίγραφον.
-Μεταξάς: Ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
-Γκράτσι: Ασφαλώς όχι, διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τας διευκολύνσεις, τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
-Μεταξάς: ΟΧΙ! Ούτε λόγος δύναται να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως. Ακόμη όμως και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μιαν τοιαύτην διαταγήν (την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω), είναι τώρα τρεις το πρωί. Πρέπει να ετοιμασθώ να κατέβω εις τας Αθήνας, να ξυπνήσω τον Βασιλέα, να καλέσω τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλες τις στρατιωτικές τηλεγραφικές υπηρεσίες, έτσι που μια τέτοια απόφασις να γίνει γνωστή στα πλέον προκεχωρημένα τμήματα των συνόρων. Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα. Η Ιταλία, η οποία δεν μας παρέχει καν την δυνατότητα να εκλέξωμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος.
(Μετά από μία σύντομη παύση)
-Μεταξάς: Πολύ καλά λοιπόν, έχομεν πόλεμον…» (Ε. Γκράτσι «Η Αρχή του Τέλους»)
Μετά από αυτήν την ιστορική συνάντηση και κατόπιν της ηρωικής απάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού, η Ελλάς εισήλθε και επισήμως στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Συμμαχικών χωρών.
Ο Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΤΟ «ΟΧΙ» ΣΤΟΥΣ ΙΤΑΛΟΥΣ
Επί του θέματος αυτού βέβαια, έχει επικρατήσει στην λαϊκή συνείδηση μία ιστορική σύγχυση κατά τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την οποία το «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου του 1940 δεν οφείλεται στον Ιωάννη Μεταξά, αλλά στον ελληνικό λαό.
Βρίσκοντας έρεισμα στα γραφόμενα ενός ανθρώπου που διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην ευρύτερη πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος, θα ήθελα να επιχειρήσω την επίλυση της προαναφερθείσης συγχύσεως μεταφέροντάς σας αυτούσιες τις σκέψεις του, σχετικά με την ηρωική εκείνη απόφαση του 1940 και την πλευρά προελεύσεώς της. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, λοιπόν, αναφέρει:
«Λέγουν όσοι αντιμετωπίζουν με εμπάθεια και αυτά τα ανάγλυφα γεγονότα της Ιστορίας ότι το «ΟΧΙ» δεν το είπεν ο Μεταξάς, ότι το είπεν ο Λαός. Ναι, το είπεν ο λαός, αλλά αφού το είχεν ειπεί ο Μεταξάς. Εάν έλεγε ο Μεταξάς «ΝΑΙ», πώς θα έλεγεν «ΟΧΙ» ο ελληνικός λαός, που θα εξυπνούσε αργότερα; Θα το έλεγε, βέβαια μέσα του και θα το εξεδήλωνε έμπρακτα όταν θα οργάνωνε μυστικά την αντίστασή του, αλλά το βορειοηπειρωτικόν έπος δεν θα εγράφετο ποτέ. Ας είμεθα, λοιπόν, τίμιοι απέναντι της Ιστορίας. Το μεγάλο «ΟΧΙ» είναι πράξις του Ιωάννου Μεταξά.» («Τα Χρόνια του Μεγάλου Πολέμου 1939-1944», έκδοσις β’, Αθήναι 1964, σελ. 19-20)
ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΤΤΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΟΧΙ» ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ
Αλλά και ο Στυλιανός Παττακός γράφει χαρακτηριστικά:
«Σεις, όπως και ο γράφων ταύτα, δεν ηρωτήθημεν τας μεταμεσονυκτίους εκείνας ώρας -3.00- της 28ης Οκτωβρίου 1940- από τον Ιταλόν Πρέσβυν Γκράτσι, εάν δεχώμεθα να παραδώσωμεν την Πατρίδαν μας εις τους Ιταλούς, άλλως θα μας την πάρουν δια των όπλων. Πρέπει, πιστεύω, να θεωρούμαι και εγώ μέλλος του Ελληνικού λαού όπως και σεις… Σας διηγούμαι, λοιπόν, το πώς δεν είπα εγώ το «ΟΧΙ», το ήθελα όμως και θα το έλεγα εάν ηρωτώμην και το απεδέχθην και το εξετέλεσα με τόσον ενθουσιασμόν, όσον και όλος ο Ελληνικός Λαός της ενδόξου Γενεάς του 1940… Ήμουν 28 ετών. Υπίλαρχος, προ τριμήνου προαχθείς. «Νιόπαντρος», 5 μηνών έγγαμος και υπηρέτουν ως Υπασπιστής εις την Σχολήν Αξιωματικών Στρατιωτικών Υπηρεσιών Αθηνών, εις την οποίαν είχον τοποθετηθή προ διμήνου, μετατεθείς εκ του Δ.’ Συντάγματος Ιππικού Ελευθερουπόλεως Καβάλας. Την πρωίαν της 28ης Οκτωβρίου, εξερχόμενος της οικείας μου, δια να μεταβώ εις την ως άνω υπηρεσίαν μου, με εκαλημέρισε μία ευγενεστάτη γειτόνισσα, η αείμνηστη Στέλλα Αχιλ. Πόλιτου, από το παράθυρόν της και μου είπε: «κ. Στέλιο, μας εκήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί…» Υπήρξεν αιφνιδιασμός, χρονικώς, αλλά δεν εξεπλάγην. Ήτο αναμενόμενος από του Απριλίου 1939, όταν η Ιταλία είχε καταλάβει την Αλβανίαν και ιδίαν από τις 15ης Αυγούστου 1940, μετά τον άνανδρον τορπιλλισμόν του ευδρόμου μας Αντιτορπιλικού “ΕΛΛΗ”. Το ότι όμως εκηρύχθη ο πόλεμος –σήμερα- το πρωί το επληροφορήθην από την κ. Στέλλαν Αχιλλέως Πόλιτου, η οποία –ας είναι αιωνία η μνήμη της και ας την αναπαύει ο Θεός εν Παραδείσω- όμως δεν μου είπεν, αν αυτή ή ο σύζυγός της ή τα εξ παιδιά της ή άλλος τις είπεν «ΟΧΙ» ή «ΝΑΙ» εις τους Ιταλούς! Δεν το είπα, όπως δεν το είπε και κανείς άλλος, πλην του Πρωθυπουργού Ιωάννου Μεταξά, εις τον οποίον ετέθη το ερώτημα θρασέως, ανάνδρως και βαρβαρικώς, αναιτίως. Εξετελέσθη, όμως, μετ’ ενθουσιασμού και απαραμίλλου ηρωισμού το «ΟΧΙ» του πρωθυπουργού, υπό του Ελληνικού Λαού, συσσώμου, ομοψυχούντος και «με το χαμόγελο στα χείλη παν οι φαντάροι μας μπροστά… κορόιδο Μουσολίνι…» (Αθάνατη Σοφία Βέμπο! Δεν ετέθης συ επί κιλλίβαντος, ούτε κοσμεί το όνομά σου λεωφόρους ή ιδρύματα… άλλη έχει την χάριν αυτήν… διατί;). Ούτε ο Διοικητής μου – ο λεβέντης εκ Ρούμελης, Λοιδωρίκι – Συνταγματάρχης Ιππικού, Ασημάκης Κωνσταντίνος, μου είπε τίποτε, το προηγούμενον βράδυ, κατά τους γάμους του Υπολοχαγού Κολέτσου Γεωργίου, τους οποίους εστεφάνωσεν, ως παράνυμφος. Ασφαλώς δεν το εγνώριζεν ούτε εκείνος. Όλος ο Λαός το ανέμενεν, ίσως και το ήθελεν. Εκείνοι οι οποίοι το επόθουν ήσαν εκείνοι οι Αξιωματικοί της ενδόξου εκείνης εποχής, οι οποίοι ήθελον να τιμωρήσουν τον άνανδρον εχθρόν, ο οποίος είχε τορπιλλίσει το εύδρομον πολεμικόν μας πλοίον “ΕΛΛΗ”, εν ώρα προσευχών του Έθνους, δεομένου υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος Κόσμου. … (ες άλλην ευκαιρίαν, άλλα πολλά» (Στυλιανού Γ. Παττακού «Ημέραι και Έργα», σελ. 74-75.)
ΜΙΚΗΣ: ΟΤΑΝ Ο ΜΕΤΑΞΑΣ ΕΙΠΕ«ΟΧΙ», ΕΓΩ ΔΙΨΟΥΣΑ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΩ!
Αντίστοιχη άποψη σχετικά με την προέλευση εκείνης της απόφασης φαίνεται πως είχε και ο προσφάτως εκλιπών -παγκοσμίου φήμης και αναγνωρίσεως- μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος σε μία του αποκαλυπτική συνέντευξη (στην δημοσιογράφο Έλενα Ακρίτα) πριν από αρκετά χρόνια, αναφερόμενος στην 28η Οκτωβρίου 1940, δήλωσε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Διψούσα τότε για να πάω να πολεμήσω εναντίον των Ιταλών. Ο Μεταξάς είπε “ΟΧΙ”, η κυβέρνηση είπε “ΟΧΙ”. Μαζί κι εγώ»(!)
Είναι “φως-φανάρι” πως το «ΟΧΙ» του 1940 το είπε ο πρωθυπουργός της χώρας μας Ιωάννης Μεταξάς, όπως το «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» το είπε ο Λεωνίδας, όπως το «ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΣΟΙ ΔΟΥΝΑΙ…» το είπε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και όπως όλα τα γεγονότα της Ιστορίας, κυρίως τα πολεμικά, αναφέρονται υπό το όνομα του Ηγήτορος!
Φυσικά, η απόφαση εκείνη υποστηρίχθηκε τα μέγιστα από σύσσωμο τον ελληνικό λαό (πλην ορισμένων περιπτώσεων, οι οποίες πάντοτε αποτελούν την εξαίρεση του κάθε κανόνα!), ο οποίος έχυσε το αίμα του στα δοξασμένα χώματα του ελληνοϊταλικού μετώπου για να είμαστε εμείς σήμερα σε θέση να απολαμβάνουμε τον ούριο άνεμο της ελευθερίας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου