Ο Ευ. Βενιζέλος σε άρθρο του στην Καθημερινή (14 Νοεμβρίου 2021) με τίτλο «Το ελληνικό εθνικό συμφέρον για σεβασμό της Συνθήκης των Πρεσπών» γράφει: «Η υπεύθυνη εθνική θέση που πρέπει να συνιστά την ενιαία εθνική στρατηγική, είναι η επιμονή στην υποχρέωση της άλλης πλευράς να σεβαστεί πλήρως τη Συνθήκη των Πρεσπών καθώς με τον τρόπο αυτό διατηρείται και η συνακόλουθη υποχρέωση των διεθνών οργανισμών και των άλλων κρατών να σέβονται τις προβλέψεις της Συνθήκης (…) Περιθώρια για εθνικολαϊκιστικές ανευθυνότητες δεν υπάρχουν ούτε στην ελληνική πλευρά». Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών δηλώνει με σαφήνεια ότι η Ελλάδα πρέπει να σεβαστεί την περιώνυμη συνθήκη οδηγώντας και το έτερο μέρος να κάνει το ίδιο. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι σε αντίθετη περίπτωση η χώρα μας θα ήταν «τμήμα του και
πάλι ανοικτού ζητήματος των Δυτικών Βαλκανίων [γεγονός που θα] απάλλασσε τη Βουλγαρία από την ευθύνη χειρισμού των δικών της επιφυλάξεων και ευαισθησιών, κυρίως όμως θα επέτρεπε σε πολλά αλλά κράτη – μέλη της Ε.Ε. να συγκαλύψουν τις αντιρρήσεις και την αμηχανία τους που καθιστά πρακτικά πολύ μακρινή και αχνή την προοπτική ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Στο επίπεδο δε του Διεθνούς Δικαίου [μια τέτοια ενέργεια εκ μέρους της Ελλάδας θα έφτανε να] επιτρέπει σε κάποια τυχοδιωκτική κυβέρνηση της γειτονικής χώρας να απαλλαγεί από την υποχρέωση εσωτερικής χρήσης του σύνθετου ονόματος, να επιδιώξει την αντιστροφή της αναθεώρησης του Συντάγματος, για την οποία απαιτείται βεβαίως αυξημένη πλειοψηφία δυο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών ή ακόμη και να διεκδικήσει τη διεθνή χρήση του λεγόμενου συνταγματικού ονόματος (εάν αυτό έχει στο μεταξύ επανέλθει σύμφωνα με την εκδοχή αυτή) χωρίς τον προσδιορισμό “Βόρεια”».Το καίριο ερώτημα εδώ είναι αν χρησιμοποιείται από τη γειτονική χώρα ο προσδιορισμός «Βόρεια», η απάλειψη του οποίου θα είχε συνέπεια για την Ελλάδα, εάν δεν σεβαστεί την εν λόγω συνθήκη, να ενσκήψει θύελλα που θα γκρέμιζε όσα θαυμαστά έχτισε η ελληνική διπλωματία, θέτοντας παραλλήλως τη χώρα σε κίνδυνο. Η απάντηση, ασφαλώς, είναι γνωστή: οι γείτονες δεν χρησιμοποιούν τον γεωγραφικό προσδιορισμό πράγμα που, όσο περνάει ο καιρός, φαίνεται να κάνει όλο και περισσότερο και η διεθνής κοινότητα. Τι γίνεται, όμως, με την περίπτωση καταγγελίας της συνθήκης; Η άλλη πλευρά έχει δώσει τόσες ευκαιρίες για κάτι τέτοιο, και παρόλα αυτά οι ελληνικές κυβερνήσεις εμμένουν σε μια παράξενη προσήλωση στα συμφωνηθέντα, ψέγοντας μάλιστα τον ελληνικό λαό που τους θυμίζει τις … γειτονικές παρασπονδίες. Πάντως, και στην περίπτωση της καταγγελίας, αυτή δεν θα αφορούσε τις επίμαχες παραγράφους για το όνομα, την εθνικότητα (nationality) και τη γλώσσα. Θα ήταν, ωστόσο, μία αρχή. Η ελληνική πλευρά θα έδειχνε ότι δεν ανέχεται τις «πονηριές» αυτού του είδους, ενισχύοντας ταυτοχρόνως με αδιάσειστα στοιχεία τη θέση της για τη στιγμή εκείνη, κατά την οποία θα επέλθει το πλήρωμα του χρόνου για να ακυρωθεί η συμφωνία.
Βεβαίως, ο Ευ. Βενιζέλος έχει δίκιο ως προς τη γενική αρχή της
τήρησης των συμφωνηθέντων (Pacta sunt servanda). Αυτό, όμως, σημαίνει
ότι η χώρα (η κάθε χώρα) θα πρέπει να υφίσταται διαρκώς τις συνέπειες
μιας εσφαλμένης απόφασης ή μιας επιζήμιας ενέργειας; Όπως γίνεται
φανερό, για το ελληνικό πολιτικό σύστημα η τήρηση των συμφωνηθέντων
είναι ιερή, ασχέτως εθνικού κόστους. Άλλοι, ωστόσο, που έχουν διδάξει
πολιτική πρακτική και άσκηση διπλωματίας σε όλο τον κόσμο, δεν ήταν ούτε
τόσο «εύκολοι» ούτε τόσο «κολλημένοι», αν και θεωρούνταν εκνευριστικά
τυπικοί και υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας. Περί βρετανικής
αυτοκρατορίας ο λόγος —σε σχέση μάλιστα με εμάς: Το 1826, στην Αγία
Πετρούπολη, υπογράφτηκε το ομώνυμο πρωτόκολλο μεταξύ βρετανικής και
ρωσικής αυτοκρατορίας σχετικά με την τακτική που θα ακολουθούσαν αυτές
οι δύο Μεγάλες Δυνάμεις ως προς την επίλυση του ελληνικού ζητήματος (η
ελληνική επανάσταση ήταν ήδη στον πέμπτο χρόνο). Η ρωσική διπλωματία,
ωστόσο, «τύλιξε» σε μια κόλλα χαρτί τον Άγγλο πρεσβευτή. Ο νικητής του
Ναπολέοντα, Ουέλλιγκτον, υπέγραψε το πρωτόκολλο διά του οποίου
αναγνωριζόταν η δυνατότητα στη Ρωσία, εάν το ήθελε, να λύσει μονομερώς
το ελληνικό ζήτημα. Αυτό, ασφαλώς, θα σήμαινε στρατιωτική προσβολή της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, «σφήνα» στη
(χερσαία) γραμμή επικοινωνίας με την Ινδία και προφανώς αναίρεση της
βρετανικής πολιτικής έναντι του ανταγωνιστή της, της ρωσικής
αυτοκρατορίας, δίχως το Λονδίνο να μπορεί να αντιδράσει. Φρύαξε ο
υπουργός Εξωτερικών Γ. Κάννιγκ (George Canning) από το ασύλληπτης
ευήθειας ατόπημα του περίφημου στρατηγού, φευ ανεπαρκούς διπλωμάτου.
Σύμφωνα με τη βενιζέλεια λογική, ωστόσο, η βρετανική πλευρά θα έπρεπε να
σεβαστεί τη συμφωνία, υφιστάμενη ταυτοχρόνως το κόστος της εσφαλμένης
ενέργειας. Ποσώς! Την ακύρωσε … διά της επιμονής στον βασικό στόχο της:
την επίλυση του ελληνικού ζητήματος! Καλώντας ο Κάννιγκ τη Γαλλία στη
«συντροφιά» των δύο, προκάλεσε νέες διαπραγματεύσεις —μεταξύ τριών
πλέον— και στο Λονδίνο αυτή τη φορά, για να … ελέγχει τη διαδικασία.
Αποτέλεσμα; Ούτε λόγος για μονομερή προσπάθεια επίλυσης του ελληνικού
ζητήματος: η Ρωσία έμεινε —και θα παρέμενε— πίσω από τα Στενά!
Ναι, οι συνθήκες πρέπει να τηρούνται, αλλά όταν προσβάλλεται η ουσία της
ύπαρξης ή της πολιτικής ενός κράτους, αυτό (πρέπει να) ψάχνει τρόπους
να απαλλαχθεί από τη δέσμευση. Δεν μένει προσκολλημένο στην (όποια)
αρχή, υπονομεύοντας την ίδια του την ύπαρξη! Προφανώς, η ελληνική
πολιτική ελίτ δεν εμφορείται από την πατριωτική (απαγορευμένος όρος!)
λογική του Κάννιγκ. Γι’ αυτήν πρωτεύει η πίστη στο διεθνές δίκαιο, όταν
βεβαίως αυτό συμπίπτει με τις υποσχέσεις/δεσμεύσεις της. Η δέσμευση η
δική μας, ωστόσο, είναι απέναντι στη χώρα και το συμφέρον της.
Διευρύνοντας, λοιπόν, τους δημοκρατικούς μας ορίζοντες και ταυτίζοντάς
τους με εκείνους των συνελλήνων, τους καλούμε να πάψουμε να
εμπιστευόμαστε αυτούς που, πέραν πάσης αμφιβολίας, έχουν αποδείξει ότι
όχι μόνον φοβούνται, αλλά και δεν προτίθενται να υπηρετήσουν τα εθνικά
συμφέροντα! Να ενωθούμε όλοι με ένα νέο, κοινό, όραμα, το οποίο έχει
ανάγκη η πατρίδα. Γιατί τα σοβαρά κράτη χτίζονται με αλήθειες και όχι με
ψέματα, με όραμα και όχι κοινοτοπίες, με λελογισμένη τόλμη κι όχι με
«σωφροσύνη» που πηγάζει από διάθεση υποχώρησης, η οποία προκύπτει όχι
από την ανάγκη της στιγμής αλλά τίθεται ως ζήτημα αρχής!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου