Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Γιατί η Ροζίτα Σώκου έβριζε το ΣΟΥΡΓΕΛΟ τη Μελίνα, τη Βουγιουκλάκη, τη Βλαχοπούλου και άλλους

 Η θρυλική Ροζίτα Σώκου, δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός, έφυγε χθες στα 98 της χρόνια, έπειτα από μάχη με τον κορωνοϊό, αφήνοντας πίσω της ένα μεγάλο κενό.

Η Ροζίτα Σώκου ήταν εγγονή του ιδρυτή της ΜΙΣΚΟ Φώτη Μιχαηλίδη, μεγάλωσε με Γαλλίδα γκουβερνάντα, πήγε στο Αρσάκειο, σπούδασε στην Οξφόρδη αμέσως μετά τον πόλεμο, έγινε ένα tomboy της εποχής και περνούσε τον χρόνο της σε βιβλιοθήκες, κινηματογράφους και θεατρικές αίθουσες.

Το όνομά της συνδέθηκε με την εκπομπή ταλέντων «Να η ευκαιρία» καθώς έτσι μπήκε στα σπίτια όλων των Ελλήνων και έγινε πολύ γνωστή. Έγινε επίσης διάσημη και για τις χολερικές ρήσεις για επώνυμους Έλληνες, τους οποίους αποκαθήλωνε με τα λόγια της. Είχε συχνά προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων με τις δηλώσεις της, αλλά ποτέ δεν φοβήθηκε να εκφράσει την άποψή της, να τσεκουρώσει τον στόχο της, με τον μοναδικό της τρόπο, χωρίς να λειαίνει τις λέξεις. Είναι ενδεικτικό ότι η κόρη της, Ιρένε Μαραντέι, ανακοινώνοντας τον θάνατο της μητέρας της, από κορωνοϊό, σημείωσε: «...Μη γράψετε πολλές κακίες και ανακρίβειες αν μπορείτε. Αυτά πονάνε πολύ. Στο κανάλι Ροζίτα Σώκου στο YouTube θα βρείτε ενδιαφέρον και χρήσιμο υλικό».

Χαρακτηριστικές της ατίθασης γλώσσας της Ροζίτας Σώκου ήταν οι δηλώσεις της για τη Μελίνα Μερκούρη, την οποία δεν εκτιμούσε καθόλου. Πολλά για εκείνη έγραψε στον δεύτερο αυτοβιογραφικό της τόμο «Ο αιώνας της Ροζίτας (1957-2017)». Ο εν λόγω τόμος περιλαμβάνει ερωτικά πάθη, απίθανες κόντρες, ίντριγκες και καυτά μυστικά διάσημων προσώπων.


Ο εν λόγω τόμος περιλαμβάνει ερωτικά πάθη, απίθανες κόντρες, ίντριγκες και καυτά μυστικά διάσημων προσώπων

«Εμείς τη Μελίνα… τα ξέραμε όλα της τα κουτσομπολιά. Στα 17 της σηκώθηκε κι έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον Γιώργο Παππά, ο οποίος ήταν και κ…λάγνος! Θέλω να πω, ότι εμένα δεν με απασχολούσε καθόλου κι εγώ τη λάτρεψα όταν έκανε τη Στέλλα παρότι σε όλη την Κατοχή τα είχε με τον πιο φανερό συνεργάτη των Γερμανών, τον Γιαδικιάρογλου, ο οποίος έδωσε σε συνάδελφο δικό μου ένα μπουκάλι λάδι κι εκείνος του έδωσε ένα χρυσό μενταγιόν με αλυσίδα και το φορούσε η Μελίνα και καμάρωνε», έχει πει για την αείμνηστη ηθοποιό.

Και έχει δηλώσει για τη Μελίνα: «Ήταν ελεεινή ηθοποιός. Μιλώ ανεξάρτητα από ό,τι ηθικό της έχω προσάψει. Στη "Μήδεια" ήταν ανυπόφορη. Είχε νευριάσει, θυμάμαι με την Ντένη Βαχλιώτη, που της είχε κάνει ένα υπέροχο κοστούμι, που αυτή τη στιγμή εκτίθεται στο Τόκυο. Για να της πάει κόντρα, αγόρασε στην Αμερική ένα πολύ λαικό κοστούμι. Όμως, σύμφωνα με το συμβόλαιο, έπρεπε στην πρόβα τζενεράλε να φορέσει της Ντένης. Πήγαινε λοιπόν μπροστά της, σήκωνε το κοστούμι και φυσούσε τη μύτη της για να δείξει πόσο την περιφρονεί…
Μόνο στη "Στέλλα" ήταν καλή, γιατί είχε προσαρμόσει ο Κακογιάννης το ρόλο στο δικό της στιλ Έκανε τον εαυτό της. Αυτό το ύφος είχε και στην πραγματικότητα. Ήταν πολύ κακή ηθοποιός. Έκανε νάζια επί σκηνής. Όταν την έβλεπα να παίζει, ντρεπόμουν που ήμουν γυναίκα…».

Η Μελίνα έχει την… τιμητική της στο βιβλίο, καθώς αναφέρεται σε αυτήν, σε διάφορα κεφάλαια, με όχι και τόσο κολακευτικά σχόλια, αποκαλύπτοντας και «πιπεράτα» περιστατικά από τη ζωή της. Οπως γράφει, πήγε στο σπίτι της μόνο μία φορά και ήταν κυρίως γυναίκες και ένας νεαρός βοηθός από το Πακιστάν ή την Περσία που δούλευε εκεί.
«Η Μελίνα μας έβαλε να καθίσουμε γύρω γύρω και ανήγγειλε ότι θα συζητούσαμε όλοι για ένα θέμα που θα διάλεγε η ίδια και καθένας θα έλεγε την άποψή του. Απ’ ό,τι κατάλαβα, κάτι σαν το ‟Συμπόσιο” του Πλάτωνος, κι ας μην το είχε διαβάσει (…). Το θέμα της συζήτησης ήταν: ‟Θα με απατήσει ποτέ ο Ντασέν;”. Οι φίλες της όλες εξανέστησαν: ‟Οχι, ποτέ, ποτέ, ποτέ” και άρχισαν να προσπαθούν να αναλύσουν την άποψή τους. Δεν θυμάμαι τι είπαν. Εγώ δεν μίλησα». Στη συνέχεια -πάντα κατά τα γραπτά της Ροζίτας- τους πήγε σε ένα άλλο δωμάτιο αναγγέλλοντας ένα δεύτερο παιχνίδι. «Επρεπε ν’ απαντήσει καθένας -στην πραγματικότητα μόνο ο δυστυχής νεαρός βοηθός- τι θα μπορούσε να κάνει μαζί της. Να κάνει έρωτα; Να παίξει τένις; Χαρτιά; Οση ώρα τα έλεγε αυτά ξαπλωμένη σε ένα ντιβανάκι, κουλουριαζόταν και έκανε πολλά νάζια. Ο καημένος αυτός, όταν ήρθε η σειρά του, βρέθηκε σε τρομερά δύσκολη θέση».

Για την Αλίκη Βουγιουκλάκη

«Το πρόσωπό της Αλίκης Βουγιουκλάκη είχε πολλά ελαττώματα αλλά ήξερε να τα διορθώνει. Έβαζε τα χείλη ψηλά γιατί ήταν μεγάλη η απόσταση, ζωγράφιζε ψεύτικα μάτια μέχρι εκεί και δεν το κατάλαβε κανένας.

Στη ερώτηση: «Αν ζούσε σήμερα η Αλίκη θα είχε την ίδια επιτυχία;», η Ροζίτα Σώκου απάντησε: «Εγώ νομίζω ότι καλά έκανε και πέθανε».

Στην εφημερίδα Espresso, είχε μιλήσει τον Μάρτιο του 2019 και είχε πει: «Δεν θα ξεχάσω πως έπαιζαν για ώρες ότι εγώ είπα “καλύτερα που πέθανε η Βουγιουκλάκη”. Αυτή τη φράση δεν την είπα εγώ, αλλά η μαμά της, η κυρία Έμυ, παρουσία και του Τέλη Ζώτου. Συγκεκριμένα μας είχε πει “η κόρη μου θα υπέφερε τόσο πολύ όταν θα έβλεπε γερασμένο το πρόσωπό της στον καθρέφτη, που καλύτερα που πέθανε”. Και όμως με το κόψε – ράψε, έμοιαζε να τα είπα εγώ. Για την Αλίκη μπορώ να σας πω ότι το σπουδαίο ταλέντο της το είχα καταλάβει από νωρίς, όταν την είδα στα πρώτα της βήματα να παίζει Μολιέρο. Και πραγματικά είχε μεγάλο ταλέντο».

Για τη Ρένα Βλαχοπούλου

Για την Ρένα Βλαχοπούλου η Ροζίτα Σώκου έχει διηγηθεί ένα περιστατικό:

«Πήγαμε μια φορά, επί χούντας, στο θέατρο με τον άντρα μου -είχαν κάνει ένα θέατρο μέσα στον κήπο στο Ζάππειο. Τραγουδούσε: Παττακός περνάει και… κάτι τέτοιο, και σηκώνεται ο άντρας μου όρθιος και λέει: Εγώ δεν κάθομαι σε ένα θέατρο που τραγουδάει la vecchietta fasista! Θυμάμαι ακόμα που το είπε ιταλικά, η φασιστόγρια θα λέγαμε σήμερα».

Για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο: «Δε μου άρεσε καθόλου. Ήταν γελοίος. Δεν ήξερε να γράψει διάλογο. Άκουγες ένα παιδί τεσσάρων ετών να λέει: "Κατά βάθος, αγαπούσαμε τη μαμά μας". Τα παιδιά δεν αγαπούν κατά βάθος. Είναι αστεία φράση».

Για τον Μάνο Χατζιδάκι: «Τον θυμάμαι από την Κατοχή, που με είχαν καλέσει σε ένα φιλικό σπίτι για τσάι και μου είπαν: “Θα έρθει ένα παιδάκι να παίξει πιάνο”. Και ξαφνικά βλέπω ένα παιδάκι με κοντά χέρια και χοντρά δάχτυλα. Το παιδάκι αυτό ήταν ο Μάνος. Καθ’ όλη τη διάρκεια που έπαιζε, έλεγα: “Είναι αδύνατον αυτό το παιδάκι να γίνει πιανίστας”. Και ο Μάνος έγινε σπουδαίος και μεγαλούργησε. Κάναμε πολλή παρέα, είχε χιούμορ, αλλά είχε και ένα ελάττωμα: αργούσε πάντα. Μας έστηνε».

Για τον Σωτήρη Φωκά: Το βιβλίο της αρχίζει με τις αναμνήσεις της στην Ιταλία, όπου βρέθηκε νιόπαντρη για να γνωρίσει τους συγγενείς του συζύγου της και ειδικά την πεθερά της, με την οποία δεν τα πήγαινε καλά. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Σπύρο Φωκά, που τότε γύριζε την ταινία «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του» του Βισκόντι. Ο τελευταίος φαίνεται πως ήθελε κάτι… παραπάνω από την ηθοποιία του Ελληνα γόη!
«Μια μέρα ο Βισκόντι κάλεσε τον Σπύρο να βγουν μαζί μετά το γύρισμα κι εκείνος του απάντησε: “Ναι, αλλά θα πρέπει να ρωτήσω τη γυναίκα μου αν μπορεί, μήπως έχει κανονίσει κάτι άλλο”. Ο Βισκόντι δεν του το συγχώρεσε ποτέ. Δεν τον έδιωξε από την ταινία, όμως στο έργο δεν φαινόταν ποτέ το πρόσωπό του, παρά μόνο ένα τρίτο του προφίλ του» αναφέρει και προσθέτει πως ο Φωκάς παντρεύτηκε πάρα πολλές φορές και στο τέλος έμεινε απένταρος. Μάλιστα, όπως λέει, μία από τις γυναίκες του αγόρασε σπίτι κάτω από την Ακρόπολη με τα δικά του λεφτά και το έγραψε στο δικό της όνομα…»


Για τον Άλκη Γιαννακά: Στο βιβλίο μαθαίνουμε επίσης πως ο ηθοποιός Αλκης Γιαννακάς ήταν ανιψιός της και μια φορά -μεταξύ σοβαρού και αστείου- «της τα έριξε»: «Ηταν όντως ασυγκράτητος με τις γυναίκες και δεν ήταν ιδιότροπος. Θυμάμαι στη Θεσσαλονίκη, με έπιασε και μου λέει: “Θεία, έχω τρεις μέρες να πάω με γυναίκα. Μπορείς να με εξυπηρετήσεις, σε εσένα δεν χρειάζεται να πουλήσω αισθηματολογίες”.
Ευγενικά του εξήγησα πως δεν γίνεται και φρόντισα να του γνωρίσω τη φίλη μου τη Μαργαρίτα που ερχόταν στο φεστιβάλ εκείνη τη μέρα». Σχετικά με τον Γιαννακά όμως κάνει κι άλλες «πικάντικες» αποκαλύψεις: ότι έμαθε τον έρωτα από τα 13 του, ότι είχε πάει με μια 26χρονη καθηγήτριά του και ότι ήταν πολύ δύσκολο να τον ελέγξει ο εκάστοτε σκηνοθέτης αφού είχε συνέχεια στο μυαλό του τις γυναίκες. «Μέσα και έξω από την ταινία οι περιπέτειές του πολλαπλασιάζονταν. Είχε τη συνήθεια -που απήλπιζε φυσικά τον σκηνοθέτη- να εξαφανίζεται με το σκούτερ για άγνωστη κατεύθυνση, ακριβώς την ώρα που δεν έπρεπε».

Και όταν την είχε ρωτήσει ο Χρήστος Ζαμπούνης, σε συνέντευξη στα «Παραπολιτικά», αν θεωρεί τον εαυτό της φαρµακόγλωσσα, του απάντησε: «Το αντίθετο. Η δουλειά του κριτικού, εκτός του να µαλώνει, είναι να ανακαλύπτει ταλέντα. Μπορεί εγώ να µην είχα κάποιο ταλέντο, αλλά είχα την ικανότητα να µυρίζοµαι τα ταλέντα των άλλων. Ετσι, ανακάλυψα τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τον Ιάννη Ξενάκη, που ήταν το πρώτο µου µεγάλο αίσθηµα στη δραµατική σχολή του Βασίλη Ρώτα, και άλλους».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου