«Έσπασε» κάθε προηγούμενο ρεκόρ η -συνειδητή- αποχή των Ελλήνων εκλογέων
από τις κάλπες της περασμένης Κυριακής, αναδεικνύοντας ζήτημα
κοινωνικής νομιμοποίησης μιας κυβέρνησης που είναι το αποτέλεσμα της
βούλησης μόλις του 20% ελληνικού πληθυσμού.
Τα δύο κόμματα –ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ- που θα σχηματίσουν κυβέρνηση ψηφίστηκαν από μόλις 2.122.744 Έλληνες, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας, οι πολίτες που δεν πήγαν να ψηφίσουν να υπερβαίνουν κατά πολύ τον απόλυτο αριθμό των ψήφων που έλαβε το μεγαλύτερο κόμμα (1.922.710).
Σε ένα σύνολο 9.824.952 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, προσήλθαν για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα μόνον 5.556.439 που είναι ο μικρότερος εδώ και πολλές δεκαετίες απόλυτος αριθμός ψηφισάντων. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι περισσότεροι από 400.000 εκλογείς -ή 7,5% του εκλογικού σώματος- που είχαν ψηφίσει πριν από οκτώ μήνες τα δύο κόμματα που θα συνεχίσουν να κυβερνούν, δεν τους ξαναέδωσαν την ψήφος τους.
Σε σχέση με το ρεκόρ συμμετοχής που καταγράφηκε στις βουλευτικές κάλπες του 2004, όταν συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία 7.573.368 εκλογείς, είναι σαφές ότι οι συνειδητά απέχοντες συγκροτούν την ισχυρότερη πολιτική δύναμη, η οποία δεν εκπροσωπείται στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώθηκε από τις κάλπες.
Το γεγονός ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες της ακραίας οικονομικής κρίσης που βιώνουμε, περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Έλληνες απέστρεψαν το βλέμμα τους από τα κόμματα τα οποία ζήτησαν την ψήφο τους και έκαναν ειδικές καμπάνιες προσέλκυσης τους, συνιστά ένα πραγματικό πολιτικό πρόβλημα που δεν μπορεί να το παραβλέψει κανείς.
Όλος αυτός ο όγκος των πολιτών, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πολιτικά περιθωριοποιημένος, αφού είναι στην πλειονότητά τους ψηφοφόροι που στο παρελθόν συμμετείχαν κανονικά στην εκλογική διαδικασία, δεν μπορεί να αγνοείται και να μη λαμβάνεται υπόψιν η διάθεσή τους να διαμαρτυρηθούν -έστω και με τον «παθητικό» τρόπο της αποχής- απέναντι σε όλες τις συστημικές και αντισυστημικές δυνάμεις.
Στο μετεκλογικό σκηνικό που ανέδειξε η κάλπη της 20ής Σεπτεμβρίου ένα από τα μεγάλα ζητούμενα είναι η εκπροσώπηση όλων αυτών των ανθρώπων που είναι δύσκολο σε αυτή τη φάση να προδικαστεί η αντίδρασή τους: Θα εκφραστούν αρνούμενοι να εκπληρώσουν τις –φορολογικές και άλλες- υποχρεώσεις τους; Θα επιδιώξουν, οι νεότεροι, με μεγαλύτερη ένταση να βρουν διέξοδο στη μετανάστευση; Θα βγουν στους δρόμους να φωνάζουν ή θα κλείσουν το μαγαζί που δεν πάει καλά και από τον καναπέ θα μουντζώνουν τους πάντες;
Σε κάθε περίπτωση, μια κυβέρνηση η οποία εκφράζει μόνον έναν στους πέντε Έλληνες, όπως είναι το νέο σχήμα που ετοιμάζονται να σχηματίσουν ο Αλέξης Τσίπρας με τον Πάνο Καμμένο, αν δεν κάνει τα απαραίτητα ανοίγματα, πολύ σύντομα, μόλις κοπάσουν οι πανηγυρισμοί από την φαινομενικά άνετη εκλογική νίκη, θα βρεθεί μοιραία αντιμέτωπο με το ζήτημα κοινωνικής νομιμοποίησης των σκληρών αποφάσεων που επιβάλλεται να ληφθούν με βάση τις δεσμεύσεις έναντι των εταίρων και δανειστών της χώρας που έχει αναλάβει ο επανεκλεγείς πρωθυπουργός κ. Τσίπρας.
Η αποχή αυξήθηκε κατά 20% τα τελευταία 15 χρόνια
Με 4.268.479 Έλληνες πολίτες να μην συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, το ποσοστό της αποχής σημείωσε νέο ιστορικό ρεκόρ τον Σεπτέμβριο του 2015. Το 43,45% των πολιτών που επέλεξαν να απόσχουν, μαρτυρά την διαρκώς αυξανόμενη τάση απαξίωσης των εκλογών και πιθανώς ολόκληρου του πολιτικού συστήματος τα τελευταία χρόνια.
Είναι απολύτως χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας 15ετιας, από το 2000 έως το 2015, η αύξηση του ποσοστού της αποχής αγγίζει το 20%. Συγκεκριμένα, στις εκλογές του 2000 η αποχή ήταν 25,1%, το 2004 μειώθηκε ελαφρώς στο 23,5% και από το 2007 άρχισε η -αλματωδώς- ανοδική πορεία: 25,85% το 2007, 29,05% το 2009, 34,88% τον Μάιο του 2012 και 37,51% τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Τον Ιανουάριο του 2015 εμφανίστηκε κάμψη στο ποσοστό της αποχής, με 36,38%, η οποία όμως αποδείχθηκε πρόσκαιρη. Έτσι, στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 φτάσαμε στο 43,45%.
Σε ό,τι αφορά στην απώλεια ψήφων εξαιτίας της αποχής που επιμερίζεται στα κόμματα, προφανώς είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να αποφανθεί κάποιος ακριβώς ποια παράταξη ζημιώθηκε ή επωφελήθηκε περισσότερο. Ενδεικτικά, πάντως και λαμβάνοντας υπόψιν τη συσπείρωση των κομμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 325.440 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου, κάτι που μεταφράστηκε σε ποσοστό -0,87% της εκλογικής του δύναμης. Η Νέα Δημοκρατία, ενώ και αυτή απώλεσε 197.632 ψήφους, αύξησε το ποσοστό της κατά 0,28%. Εξυπακούεται ότι είναι άγνωστο το τι θα ψήφιζαν όσοι απείχαν, φαίνεται όμως εύλογο ότι η απογοήτευση από την πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ κατά το επτάμηνό του στην διακυβέρνηση της χώρας συνέτεινε στην αύξηση της αποχής.
Το Ποτάμι, το οποίο είχε αναλογικά τη μεγαλύτερη ζημία σε εκλογικό ποσοστό (-1,96%) κατά πάσα πιθανότητα επιβαρύνθηκε σημαντικά και αυτό από την αποχή. Από τα υπόλοιπα κόμματα που κέρδισαν την είσοδό τους στην νέα Βουλή, φυσικά, κερδισμένος και μάλλον απτόητος από την ογκώδη αποχή, είναι ο Βασίλης Λεβέντης και η Ένωση Κεντρώων, σημειώνοντας αύξηση του ποσοστού τους κατά 1,64%, προσελκύοντας περί τους 75.000 επιπλέον ψηφοφόρους συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2015.
Μια πρόχειρη ματιά στην γεωγραφική κατανομή της αποχής επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι ετεροδημότες απέφυγαν το ταξίδι στην ιδιαίτερη πατρίδα τους προκειμένου να ψηφίσουν. Είτε λόγω χρονικής εγγύτητας με τις θερινές διακοπές, είτε για λόγους οικονομίας, τα σημεία της ελληνικής επικράτειας που χρίστηκαν «κάστρα της αποχής» ήταν περιοχές όπως η Φλώρινα (64,06%), η Κεφαλονιά (61,15%), η Λακωνία (59,51%), η Λέσβος (56,81%), η Ευρυτανία (55,79%), η Αρκαδία (54,28%), η Χίος (54,25%), η Θεσπρωτία (53,31%), η Καστοριά (52,21%), η Σάμος (51,95%), η Λευκάδα (51,66%), η Μεσσηνία (51,22%), η Ζάκυνθος (50,41%), η Κέρκυρα (50,4%), η Δράμα (50,39%), οι Σέρρες (50,38%) και τα Δωδεκάνησα (50,19%).
Σε όλα τα ανωτέρω μέρη η αποχή ξεπέρασε το 50%, και εάν γι' αυτά υπάρχει η δικαιολογία της μεγάλης απόστασης από τα μεγάλα αστικά κέντρα, η δυσκολία και το πολυδάπανο της μετακίνησης κ.ο.κ., για μια περιφέρεια όπως πχ η Β' Πειραιώς η οποία εμφανίζει ποσοστό αποχής 48,59% θα πρέπει να γίνει μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Ενδεχομένως είναι πολιτικά τα κριτήρια που οι πολίτες της Β' Πειραιώς δεν προσήλθαν στα εκλογικά κέντρα, κάτι που θα πρέπει να ισχύει και για την Α' Αθήνας, όπου το ποσοστό αποχής έφτασε το 47,59%.
Συνδυάζοντας δειγματοληπτικά το ποσοστό αποχής με το εκλογικό αποτέλεσμα, στην μεν Β' Πειραιώς ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε το ποσοστό του σχεδόν αναλλοίωτο παρά τον μειωμένο συνολικό αριθμό ψήφων, κάτι που ισχύει και για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία στη συγκεκριμένη περιφέρεια έχασε 0,66% από την εκλογική της δύναμη. Στη δε Α' Αθήνας, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε ένα σημαντικό ποσοστό 2,06%, ενώ η Νέα Δημοκρατία 1,05%, πάντα σε σχέση με τα αντίστοιχα αποτελέσματα των εκλογών του περασμένου Ιανουαρίου.
Πηγή: Πρώτο Θέμα
Τα δύο κόμματα –ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ- που θα σχηματίσουν κυβέρνηση ψηφίστηκαν από μόλις 2.122.744 Έλληνες, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας, οι πολίτες που δεν πήγαν να ψηφίσουν να υπερβαίνουν κατά πολύ τον απόλυτο αριθμό των ψήφων που έλαβε το μεγαλύτερο κόμμα (1.922.710).
Σε ένα σύνολο 9.824.952 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, προσήλθαν για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα μόνον 5.556.439 που είναι ο μικρότερος εδώ και πολλές δεκαετίες απόλυτος αριθμός ψηφισάντων. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι περισσότεροι από 400.000 εκλογείς -ή 7,5% του εκλογικού σώματος- που είχαν ψηφίσει πριν από οκτώ μήνες τα δύο κόμματα που θα συνεχίσουν να κυβερνούν, δεν τους ξαναέδωσαν την ψήφος τους.
Σε σχέση με το ρεκόρ συμμετοχής που καταγράφηκε στις βουλευτικές κάλπες του 2004, όταν συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία 7.573.368 εκλογείς, είναι σαφές ότι οι συνειδητά απέχοντες συγκροτούν την ισχυρότερη πολιτική δύναμη, η οποία δεν εκπροσωπείται στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώθηκε από τις κάλπες.
Το γεγονός ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες της ακραίας οικονομικής κρίσης που βιώνουμε, περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Έλληνες απέστρεψαν το βλέμμα τους από τα κόμματα τα οποία ζήτησαν την ψήφο τους και έκαναν ειδικές καμπάνιες προσέλκυσης τους, συνιστά ένα πραγματικό πολιτικό πρόβλημα που δεν μπορεί να το παραβλέψει κανείς.
Όλος αυτός ο όγκος των πολιτών, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πολιτικά περιθωριοποιημένος, αφού είναι στην πλειονότητά τους ψηφοφόροι που στο παρελθόν συμμετείχαν κανονικά στην εκλογική διαδικασία, δεν μπορεί να αγνοείται και να μη λαμβάνεται υπόψιν η διάθεσή τους να διαμαρτυρηθούν -έστω και με τον «παθητικό» τρόπο της αποχής- απέναντι σε όλες τις συστημικές και αντισυστημικές δυνάμεις.
Στο μετεκλογικό σκηνικό που ανέδειξε η κάλπη της 20ής Σεπτεμβρίου ένα από τα μεγάλα ζητούμενα είναι η εκπροσώπηση όλων αυτών των ανθρώπων που είναι δύσκολο σε αυτή τη φάση να προδικαστεί η αντίδρασή τους: Θα εκφραστούν αρνούμενοι να εκπληρώσουν τις –φορολογικές και άλλες- υποχρεώσεις τους; Θα επιδιώξουν, οι νεότεροι, με μεγαλύτερη ένταση να βρουν διέξοδο στη μετανάστευση; Θα βγουν στους δρόμους να φωνάζουν ή θα κλείσουν το μαγαζί που δεν πάει καλά και από τον καναπέ θα μουντζώνουν τους πάντες;
Σε κάθε περίπτωση, μια κυβέρνηση η οποία εκφράζει μόνον έναν στους πέντε Έλληνες, όπως είναι το νέο σχήμα που ετοιμάζονται να σχηματίσουν ο Αλέξης Τσίπρας με τον Πάνο Καμμένο, αν δεν κάνει τα απαραίτητα ανοίγματα, πολύ σύντομα, μόλις κοπάσουν οι πανηγυρισμοί από την φαινομενικά άνετη εκλογική νίκη, θα βρεθεί μοιραία αντιμέτωπο με το ζήτημα κοινωνικής νομιμοποίησης των σκληρών αποφάσεων που επιβάλλεται να ληφθούν με βάση τις δεσμεύσεις έναντι των εταίρων και δανειστών της χώρας που έχει αναλάβει ο επανεκλεγείς πρωθυπουργός κ. Τσίπρας.
Η αποχή αυξήθηκε κατά 20% τα τελευταία 15 χρόνια
Με 4.268.479 Έλληνες πολίτες να μην συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, το ποσοστό της αποχής σημείωσε νέο ιστορικό ρεκόρ τον Σεπτέμβριο του 2015. Το 43,45% των πολιτών που επέλεξαν να απόσχουν, μαρτυρά την διαρκώς αυξανόμενη τάση απαξίωσης των εκλογών και πιθανώς ολόκληρου του πολιτικού συστήματος τα τελευταία χρόνια.
Είναι απολύτως χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας 15ετιας, από το 2000 έως το 2015, η αύξηση του ποσοστού της αποχής αγγίζει το 20%. Συγκεκριμένα, στις εκλογές του 2000 η αποχή ήταν 25,1%, το 2004 μειώθηκε ελαφρώς στο 23,5% και από το 2007 άρχισε η -αλματωδώς- ανοδική πορεία: 25,85% το 2007, 29,05% το 2009, 34,88% τον Μάιο του 2012 και 37,51% τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Τον Ιανουάριο του 2015 εμφανίστηκε κάμψη στο ποσοστό της αποχής, με 36,38%, η οποία όμως αποδείχθηκε πρόσκαιρη. Έτσι, στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 φτάσαμε στο 43,45%.
Σε ό,τι αφορά στην απώλεια ψήφων εξαιτίας της αποχής που επιμερίζεται στα κόμματα, προφανώς είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να αποφανθεί κάποιος ακριβώς ποια παράταξη ζημιώθηκε ή επωφελήθηκε περισσότερο. Ενδεικτικά, πάντως και λαμβάνοντας υπόψιν τη συσπείρωση των κομμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 325.440 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου, κάτι που μεταφράστηκε σε ποσοστό -0,87% της εκλογικής του δύναμης. Η Νέα Δημοκρατία, ενώ και αυτή απώλεσε 197.632 ψήφους, αύξησε το ποσοστό της κατά 0,28%. Εξυπακούεται ότι είναι άγνωστο το τι θα ψήφιζαν όσοι απείχαν, φαίνεται όμως εύλογο ότι η απογοήτευση από την πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ κατά το επτάμηνό του στην διακυβέρνηση της χώρας συνέτεινε στην αύξηση της αποχής.
Το Ποτάμι, το οποίο είχε αναλογικά τη μεγαλύτερη ζημία σε εκλογικό ποσοστό (-1,96%) κατά πάσα πιθανότητα επιβαρύνθηκε σημαντικά και αυτό από την αποχή. Από τα υπόλοιπα κόμματα που κέρδισαν την είσοδό τους στην νέα Βουλή, φυσικά, κερδισμένος και μάλλον απτόητος από την ογκώδη αποχή, είναι ο Βασίλης Λεβέντης και η Ένωση Κεντρώων, σημειώνοντας αύξηση του ποσοστού τους κατά 1,64%, προσελκύοντας περί τους 75.000 επιπλέον ψηφοφόρους συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2015.
Μια πρόχειρη ματιά στην γεωγραφική κατανομή της αποχής επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι ετεροδημότες απέφυγαν το ταξίδι στην ιδιαίτερη πατρίδα τους προκειμένου να ψηφίσουν. Είτε λόγω χρονικής εγγύτητας με τις θερινές διακοπές, είτε για λόγους οικονομίας, τα σημεία της ελληνικής επικράτειας που χρίστηκαν «κάστρα της αποχής» ήταν περιοχές όπως η Φλώρινα (64,06%), η Κεφαλονιά (61,15%), η Λακωνία (59,51%), η Λέσβος (56,81%), η Ευρυτανία (55,79%), η Αρκαδία (54,28%), η Χίος (54,25%), η Θεσπρωτία (53,31%), η Καστοριά (52,21%), η Σάμος (51,95%), η Λευκάδα (51,66%), η Μεσσηνία (51,22%), η Ζάκυνθος (50,41%), η Κέρκυρα (50,4%), η Δράμα (50,39%), οι Σέρρες (50,38%) και τα Δωδεκάνησα (50,19%).
Σε όλα τα ανωτέρω μέρη η αποχή ξεπέρασε το 50%, και εάν γι' αυτά υπάρχει η δικαιολογία της μεγάλης απόστασης από τα μεγάλα αστικά κέντρα, η δυσκολία και το πολυδάπανο της μετακίνησης κ.ο.κ., για μια περιφέρεια όπως πχ η Β' Πειραιώς η οποία εμφανίζει ποσοστό αποχής 48,59% θα πρέπει να γίνει μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Ενδεχομένως είναι πολιτικά τα κριτήρια που οι πολίτες της Β' Πειραιώς δεν προσήλθαν στα εκλογικά κέντρα, κάτι που θα πρέπει να ισχύει και για την Α' Αθήνας, όπου το ποσοστό αποχής έφτασε το 47,59%.
Συνδυάζοντας δειγματοληπτικά το ποσοστό αποχής με το εκλογικό αποτέλεσμα, στην μεν Β' Πειραιώς ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε το ποσοστό του σχεδόν αναλλοίωτο παρά τον μειωμένο συνολικό αριθμό ψήφων, κάτι που ισχύει και για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία στη συγκεκριμένη περιφέρεια έχασε 0,66% από την εκλογική της δύναμη. Στη δε Α' Αθήνας, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε ένα σημαντικό ποσοστό 2,06%, ενώ η Νέα Δημοκρατία 1,05%, πάντα σε σχέση με τα αντίστοιχα αποτελέσματα των εκλογών του περασμένου Ιανουαρίου.
Πηγή: Πρώτο Θέμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου