Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Οι Βορειοηπειρώτες στην Κατοχή: Τα διλήμματα της ελληνικής μειονότητας

 

Γράφει ο Αθανάσιος Γκότοβος, τ. καθηγητής Παν/μίου Ιωαννίνων

Τι γνωρίζει σήμερα ο μέσος απόφοιτος του ελληνικού λυκείου γύρω από την περιδίνηση της ελληνικής μειονότητας στην πολύ δύσκολη για την ίδια την υπόστασή της δεκαετία του ’40; Τι γνωρίζει ο μέσος Έλληνας φιλόλογος, που διδάσκει το μάθημα της Ιστορίας στα γυμνάσια και τα λύκεια για το ίδιο θέμα; Παρότι δεν διαθέτουμε συγκεκριμένα εμπειρικά ερευνητικά δεδομένα, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι, αν ξέρουν κάτι, τότε αυτό το έχουν μάθει στο πλαίσιο της «αυτομόρφωσης», δηλαδή χωρίς τη συμβολή του εκπαιδευτικού θεσμού. Για πολλές δεκαετίες, η φράση «Βόρειος

Ήπειρος» και η λέξη «Βορειοηπειρώτες» ανήκαν στο μη πολιτικά ορθό λεξιλόγιο της πολιτικής και της εκπαίδευσης. Συνάδελφοι στα ελληνικά ΑΕΙ, που θα μπορούσαν να είναι η πηγή για τη γνώση που χρειάζονται οι εκπαιδευτικοί για τη διδασκαλία της Ιστορίας, διστάζουν να καταπιαστούν με ζητήματα που μπορεί να τους επιδαψιλέψουν την ετικέτα του «εθνικιστή» και του «γραφικού». Η ιδεολογική συγκυρία, ίσως σκέφτονται, δεν είναι ευνοϊκή, ας αναμένουμε πρώτα να προκύψει μια ευνοϊκότερη. Υπάρχουν, όμως, εκπαιδευτικοί και μαθητές που ζητούν αυτή την γνώση τώρα, κι όχι στο απώτερο μέλλον. Το παρόν άρθρο θέλει να είναι μια μικρή συμβολή για όσους επιθυμούν να μάθουν τώρα τι βίωσε και πώς έδρασε η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία στη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής και του αλβανικού κατοχικού εμφυλίου, και όχι όταν έρθει πρώτα η «ευνοϊκή» ιδεολογική  συγκυρία.

Στο νότιο τμήμα της επικράτειας της σημερινής Αλβανίας – το οποίο για ιστορικούς, γεωγραφικούς και πολιτισμικούς λόγους έχει επικρατήσει να ονομάζεται Βόρειος Ήπειρος από όσους κατοικούσαν στο παρελθόν και όσους κατοικούν ακόμη και σήμερα στην περιοχή αυτή, χωρίς η ονομασία αυτή να συνδέεται αφ’εαυτής με αλυτρωτικές διαθέσεις – σημαντικό τμήμα του πληθυσμού είχε, και συνεχίζει να έχει, ελληνική εθνική συνείδηση ή ταυτότητα, παρά τον μακρόχρονο συγχρωτισμό (γάμοι, συγγενικοί δεσμοί) με μέλη της αλβανικής εθνοτικής ομάδας. Διεθνείς συσχετισμοί ισχύος και συγκυρίες της ελληνικής πολιτικής σκηνής σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές οδήγησαν στη μη ενσωμάτωση της περιοχής αυτής στην ελληνική επικράτεια και, επομένως, στην ύπαρξη μιας ελληνικής μειονότητας στο σύγχρονο – από το 1912 και μετά – αλβανικό κράτος. Η τύχη της μειονότητας αυτής κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και η προσπάθεια της Αλβανίας να την εργαλειοποιήσει ως μοχλό άσκησης πίεσης προς την ελληνική πολιτεία για την προώθηση οικονομικών και άλλων διεκδικήσεων, αλλά και ως αντίβαρο στη διαχείριση εκ μέρους της Ελλάδας μιας μη αναγνωρισμένης, αλλά ντε φάκτο υπαρκτής, (μουσουλμανικής) αλβανικής μειονότητας στην Ήπειρο, και συγκεκριμένα των μουσουλμάνων Τσάμηδων, είναι λίγο πολύ γνωστές[1].

Η κατάληψη της Αλβανίας από τον ιταλικό στρατό το 1939 και η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας ένα χρόνο αργότερα από αλβανικό έδαφος είχαν αρνητικές επιπτώσεις για την ελληνική μειονότητα, δεδομένου ότι η Ιταλία τη θεωρούσε ανέκαθεν απειλή για τα στρατηγικά συμφέροντά της στην Αλβανία. Η νικηφόρα ελληνική αντεπίθεση του 1940, η απώθηση των ιταλικών δυνάμεων από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου και η εγκατάσταση ελληνικών στρατευμάτων στην ίδια περιοχή δημιούργησε, προς στιγμήν, την ελπίδα ότι η τύχη της μειονότητας θα μπορούσε να αλλάξει άρδην, με την ελληνική στρατιωτική παρουσία στα εδάφη της να εγγυάται τουλάχιστον την παραχώρηση εκ μέρους της Αλβανίας μιας σχετικής αυτονομίας στην ελληνική μειονότητα. Η έκβαση του πολέμου υπήρξε πολύ διαφορετική, όμως, και τα ιταλικά στρατεύματα θα καταλάβουν ξανά την περιοχή και, μαζί με αυτή, και την Ελλάδα, μετά τη γερμανική επίθεση του Απριλίου του 1941, την ήττα του ελληνικού στρατού και την αποχώρησή του από την Αλβανία. Μέσα σε λίγους μήνες, η τύχη της μειονότητας έπαιρνε διαφορετική τροπή και, τα επόμενα δύο χρόνια, οι Βορειοηπειρώτες βρέθηκαν μπροστά σε νέα, δύσκολα και, ίσως, καθοριστικά για την επιβίωσή τους στις πατρογονικές εστίες, διλήμματα.

Τα διλήμματα αυτά δεν αφορούσαν μόνο την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, αλλά ουσιαστικά όλες τις μειονότητες στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια: ποια θα είναι η στάση της μειονότητας απέναντι στο νέο καθεστώς πραγμάτων;  Με ποια πλευρά θα συμμαχήσουν στη μεγάλη σύγκρουση; Και, σε περίπτωση που συμμαχούσε με τις δυνάμεις που αντιμάχονταν τα σχέδια της Ιταλίας και της Γερμανίας, ποιο θα ήταν το στίγμα της, όταν, μεταξύ των δυνάμεων αυτών, υπήρχαν ήδη από την αρχή της αντιστασιακής δράσης ορατά πολιτικοστρατιωτικά ρήγματα, εξ αιτίας των αμοιβαία αναιρούμενων στοχεύσεων των «συνεταίρων» στον αντιφασιστικό αγώνα αναφορικά με το καθεστωτικό ζήτημα (δηλαδή το πολιτικοοικονομικό σύστημα που προωθούσε κάθε πλευρά για την περίοδο μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου); Η ελληνική περίπτωση είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική για το τι θα μπορούσαν να σημαίνουν για μια χώρα οι ρηγματώσεις αυτές μεταξύ των εταίρων του αντιστασιακού αγώνα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Παρότι η Αλβανία στο σημείο αυτό στάθηκε πιο τυχερή, με την έννοια ότι ο κατοχικός εμφύλιος που εκδηλώθηκε κι εκεί, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που είχε εκδηλωθεί και στην Ελλάδα, δεν είχε τη διάρκεια και την ένταση του ελληνικού εμφυλίου μετά τον πόλεμο, η δομή του αλβανικού κατοχικού εμφυλίου εμφανίζει πολύ μεγάλη συγγένεια με την αντίστοιχη του ελληνικού. Μέσα στη διαφαινόμενη ήδη από το 1942  ένοπλη ανταγωνιστική αναμέτρηση μεταξύ των συντηρητικών, αντικομμουνιστικών εθνικιστικών δυνάμεων του Εθνικού Μετώπου (Bali Kombetar, BK) και του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου (Fronti National Clirimtar, FNCL), δηλαδή του αλβανικού ΕΑΜ, η ελληνική μειονότητα βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, διότι, όποια κι αν ήταν η απόφασή της – ουδετερότητα, σύμπραξη με τα στρατεύματα κατοχής, σύμπραξη με τους μπαλίστες, σύμπραξη με τους κομμουνιστές – θα αντιμετώπιζε νομοτελειακά την αντίδραση κάποιου ή κάποιων από τους αντιμαχομένους και, στη χειρότερη περίπτωση, την αντίδραση όλων μαζί εναντίον της.

Όπως θα δούμε, η φάση αναζήτησης και επιβολής της «ορθής» πολιτικής γραμμής υπήρξε σχετικά σύντομη και φαίνεται να επηρεάστηκε από τους εξής παράγοντες: (α) τη συνεννόηση και τη  συνεργασία του ελληνικού και του αλβανικού κομμουνιστικού κόμματος και των αντίστοιχων στρατιωτικών τους βραχιόνων[2], (β) τη διατήρηση σε προπαγανδιστικό επίπεδο εκ μέρους του ΚΚΑ (Kομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας) της προοπτικής για αυτονομία και αυτοδιάθεση της μειονότητας μετά τον πόλεμο[3], (γ) την έντονη προπαγανδιστική δράση μιας σειράς Βορειοηπειρωτών διανοουμένων (κυρίως εκπαιδευτικών) που είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα και είχαν διαμορφώσει σοσιαλιστικό προσανατολισμό[4], (δ)  τη νομιμοποίηση που παρείχε στο αλβανικό κομμουνιστικό κόμμα και στο αντίστοιχο εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο ο συμμαχικός παράγοντας, με την αποστολή ειδικών οργανωτών αντιστασιακής δράσης, συμβούλων και σαμποτέρ στα πλαίσια της δράσης του OSS και του SOE στα Βαλκάνια, αλλά και της τροφοδοσίας του FNCL με οπλισμό και στρατιωτικό υλικό[5], (ε) την αποτυχία των προσπαθειών του ΕΔΕΣ του Ζέρβα για την οργάνωση της μειονότητας σε μια αυτόνομη αντιστασιακή δράση, έξω από το πλαίσιο του FNCL, εξ αιτίας κυρίως της δυναμικής εναντίωσης σε μια τέτοια προοπτική του KKA, του FNCL και των παραγόντων της μειονότητας που είχαν ενταχθεί σε αυτό, αλλά και της απαξίωσης της μειονότητας ως αυτόνομου φορέα αντίστασης εκ μέρους του συμμαχικού παράγοντα[6] και, τέλος, (στ) την έγκαιρη επικράτηση του FNCL στον αλβανικό Νότο για διάφορους λόγους, ένας εκ των οποίων υπήρξε και η αδυναμία των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων να καλύψουν επαρκώς από στρατιωτικής πλευράς αυτή την περιοχή, ιδιαίτερα μετά τη συνθηκολόγηση και την αιχμαλωσία των ιταλικών δυνάμεων κατοχής, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1943[7].

Κατά τη διάρκεια της ιταλικής και αργότερα – από τον Σεπτέμβριο του 1943 και μετά – της γερμανικής κατοχής στην Αλβανία, διεξάγεται ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ ένοπλων ανταγωνιστικών ομάδων, που όλες δηλώνουν, μεν, ότι πολεμούν εναντίον του κατακτητή, πράγμα που ως ένα βαθμό και για μια ορισμένη περίοδο, ισχύει[8] για δύο τουλάχιστον από αυτές – το FNCL και το ΒΚ. Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του FNCL και του ΒΚ, ιδιαίτερα μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του συμμαχικού παράγοντα να γεφυρώσει τις ήδη διαφαινόμενες αντιθέσεις το καλοκαίρι του 1943, με τη λεγόμενη συμφωνία του Μούκιε[9], επιβεβαιώνονται από όλα τα πληροφοριακά δελτία της 100ης γερμανικής μεραρχίας καταδρομών, που εγκαθίσταται στην κεντρική περιοχή της Αλβανίας από τα τέλη Αυγούστου του 1943[10] και επιχειρεί, για όλο σχεδόν το διάστημα, μέχρι την απαγκίστρωσή της από την περιοχή αυτή το Φθινόπωρο του 1944, εναντίον των δυνάμεων του FNCL, δηλαδή βρίσκεται σε ένοπλη σύγκρουση και με τα τρία μειονοτικά παρτιζάνικα τάγματα που είναι ενταγμένα πλέον στους στρατιωτικούς σχηματισμούς του FNCL.

Η εμφύλια σύγκρουση πιστοποιείται, επίσης, από τις αναφορές των υπευθύνων των ειδικών ομάδων διαφωτιστών, στρατιωτικών συμβούλων και σαμποτέρ που βρίσκονται στην Αλβανία ως απεσταλμένοι της OSS και της SOE κατά το επίμαχο διάστημα[11]. Ήταν σαφές, από το καλοκαίρι του 1943, ότι το κύριο μέλημα των αντιμαχόμενων πολιτικοστρατιωτικών παρατάξεων και τo βασικό τους διακύβευμα δεν υπήρξε η εκδίωξη των κατοχικών στρατευμάτων – ούτως ή άλλως, ένας τέτοιος στόχος θα ήταν στρατιωτικά ανέφικτος –, αλλά ο έλεγχος της πολιτικής κατάστασης στην Αλβανία μετά τη λήξη του πολέμου. Η αρχική προσπάθεια συνεννόησης, τον Σεπτέμβριο του 1942, μεταξύ των υποστηρικτών του εξόριστου βασιλιά Ζώγου – κυρίως η ομάδα του Αμπάς Κουπί – του ΒΚ και του FNCL είχε πολύ μικρή διάρκεια, εφόσον κατέστη σαφές ότι το κομμουνιστικό κόμμα, μέσω του FNCL, στόχευε στην ηγεμονία του αντιστασιακού αγώνα και στη δημιουργία μονοπωλίου στρατιωτικής ισχύος στη χώρα, με την υπαγωγή όλων των υπόλοιπων αντιστασιακών οργανώσεων στην ελεγχόμενη από αυτό στρατιωτική δομή, ή την εξουδετέρωσή τους. Σε μια αναφορά του Πίτερ Κεμπ, μέλους της συμμαχικής αποστολής των ειδικών δυνάμεων (SOE) στην Αλβανία κατά τη διάρκεια της Κατοχής, περιγράφεται η στάση και η τακτική της ηγεσίας του αλβανικού ΕΑΜ, ως εξής:

«Υπήρχε βεβαίως ένα σημείο το οποίο δεν είχε ακόμη καταστεί σε μένα προφανές: ο Εμβέρ Χότζα και ο Μεχμέτ Σέχου δεν οικοδομούσαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να πολεμήσουν τους Γερμανούς ή τους Ιταλούς, αλλά για να αποκτήσουν τον έλεγχο της Αλβανίας οι ίδιοι, με τη χρήση βίας. Δεν επρόκειτο να διακινδυνεύσουν σοβαρές απώλειες σε επιχειρήσεις που γι’ αυτούς είχαν δευτερεύουσα σημασία».[12]

Ο συνταγματάρχης Ντέιβιντ Σμάιλι, ένας από τους πρωταγωνιστές της βρετανικής εμπλοκής στην αλβανική αντίσταση, ως μέλος των ειδικών αποστολών στην Αλβανία (SOE), περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο την ίδια πτυχή του αλβανικού εμφυλίου, όταν αναφέρει ότι ο Μεχμέτ Σέχου, πρωταγωνιστής της αντίστασης στις ομάδες του ΕΑΜ Αλβανίας και στενός συνεργάτης του αρχηγού του ΚΚΑ Εμβέρ Χότζα εκείνη την περίοδο, ματαίωσε ένα σχεδιασμένο σαμποτάζ εναντίον γερμανικών δυνάμεων κοντά στην Κορυτσά:

«Εκείνο τον καιρό, είχαμε αποδώσει το φιάσκο σε συνηθισμένη δειλία. Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, με τον Σέχου, που υπήρξε γενναίος άνδρας, αλλά και με τους παρτιζάνους, δεν γνωρίζαμε τότε ότι ο Σέχου είχε λάβει οδηγία που τον διέτασσε να μη δίνει μάχες με Ιταλούς και Γερμανούς, αλλά να διατηρεί την ταξιαρχία του σε ετοιμότητα  για τις μάχες που έρχονται στο μέλλον, με τους πολιτικούς αντιπάλους».[13]

Παρόμοια είναι τα συμπεράσματα της Βέρμαχτ σε σχέση με την απώτερη επιδίωξη του FNCL και του ΚΚΑ, δηλαδή του κύριου φορέα της αντιφασιστικής αντίστασης στην Αλβανία, όπως προκύπτει από ένα έγγραφο του διοικητή της 100ης Μεραρχίας Καταδρομών, στρατηγού Ουτζ, προς τον διοικητή του ΧΧΙ Ορεινού Σώματος Στρατού, στρατηγό Φεν (στο οποίο υπάγεται διοικητικά η 100η Μεραρχία), όταν, στις 15.10.43, γράφει χαρακτηριστικά τα εξής σε σχέση με την παρατηρούμενη επιφυλακτικότητα των κομμουνιστών (FNCL) να δίνουν μάχες με γερμανικά τμήματα:

«[…] Ωστόσο η μεραρχία είναι πεπεισμένη για τις κατά βάση εχθρικές διαθέσεις των κομμουνιστών [σ.σ. της περιοχής Μπερατίου] και εκτιμά τη μέχρι τώρα επιφυλακτικότητα ως συνειδητή διατήρηση δυνάμεων για την επικείμενη αναμέτρηση με τις εθνικές ομάδες ή για την εμπλοκή της στην περίπτωση αγγλικής απόβασης, σε σχέση και με την προσπάθεια να βάλουν στο χέρι τους σημεία της περιοχής μέσω προπαγάνδας και «διείσδυσης». Αργά ή γρήγορα, επομένως, πρέπει να επιτεθούμε στις συμμορίες αυτές. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να εμπλέξουμε από την αρχή τις αλβανικές εθνικές ομάδες στην πλευρά μας στον αγώνα αυτόν, προκειμένου να τις δεσμεύσουμε για το καλό και το κακό […]».[14]

Παρότι, όπως έχει ήδη επισημανθεί, οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών αντιστασιακών ομάδων και των αντίστοιχων πολιτικών τους φορέων ήταν ήδη ορατές από το φθινόπωρο του 1942, το κρίσιμο γεγονός, που επιτάχυνε την ένοπλη σύγκρουση και την παγίωσε σχεδόν μέχρι το τέλος της Κατοχής, ήταν η εξουδετέρωση της ιταλικής κατοχικής δύναμης και η αιχμαλωσία του μεγαλύτερου μέρους της από τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1943. Μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε ακριβώς εκείνη την εποχή στην Αλβανία δίνει ένα εμπιστευτικό ενημερωτικό φυλλάδιο του Γραφείου Πληροφοριών (Ic) της 100ης Γερμανικής Μεραρχίας Καταδρομών, μιας δύναμης περίπου 15.000 ανδρών[15] που, από τις αρχές Σεπτεμβρίου, βρίσκεται στην Αλβανία προερχόμενη από το Βούκοβαρ μέσω Σκοπίων[16], προκειμένου, από κοινού με τρεις άλλους σχηματισμούς (104η Μεραρχία Καταδρομών, 1η Μεραρχία Ορεινών Καταδρομών και 297η Μεραρχία Πεζικού), να αποτρέψουν ενδεχόμενη συμμαχική απόβαση στα παράλια του Ιονίου και της Αδριατικής. Ανάμεσα στα άλλα στο κείμενο αυτό, που φέρει ημερομηνία 17.9.1943,  αναφέρονται και τα εξής:

«[…] β) Η σχέση των Αλβανών με τους Ιταλούς είναι οφθαλμοφανώς εχθρική. Όλοι οι Αλβανοί προσμένουν την απελευθέρωση από την ιταλική κυριαρχία.

γ) Το πρωτίστως ελληνορθόδοξο και κομμουνιστικά διαβρωμένο νότιο τμήμα της χώρας είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία εχθρικό απέναντι στη Γερμανία. Αντιθέτως, η κεντρική και η βόρεια Αλβανία ουσιαστικά δείχνει φιλογερμανική στάση. Τούτο πρέπει να αποδοθεί στην άψογη στάση και τη δίκαιη διοίκηση των αυστροουγγρικών στρατευμάτων στην Αλβανία κατά τη διάρκεια του [σ.σ. πρώτου παγκόσμιου] πολέμου. Οι περισσότεροι Αλβανοί δείχνουν σεβασμό απέναντι στον Γερμανό και φροντίζουν να καλλιεργήσουν μια καλή σχέση μαζί του. Η στάση αυτή πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί, καθώς μας προσφέρει  ανεκτίμητες υπηρεσίες, ενώ, από την άλλη, μια εχθρική στάση των Αλβανών εναντίον μας θα μας δημιουργούσε σημαντικές δυσκολίες (διακοπή του εφοδιασμού). Κάθε στρατιώτης της 100ης Μεραρχίας πρέπει να συμβάλει στην πραγμάτωση αυτού του στόχου μέσω της υποδειγματικής του συμπεριφοράς απέναντι στον [σ.σ. αλβανικό] πληθυσμό. Εξ αιτίας της θολής και πολύ συγκεχυμένης προς το παρόν εσωτερικής κατάστασης, λόγω της εξουδετέρωσης της ιταλικής κυριαρχίας και της δράσης των κομμουνιστών, αλλά και εξ αιτίας της αγγλικής προπαγάνδας στην οποία βασίζεται η προσδοκία μιας επικείμενης συμμαχικής απόβασης στην Αλβανία, ο πληθυσμός δείχνει μεγάλη επιφύλαξη και δεν αποτολμά να εξωτερικεύσει με σαφήνεια τη φιλογερμανική του στάση.

4) Κόμματα

α) Το ισχυρότερο κόμμα είναι το «Εθνικό Μέτωπο», το οποίο δεν μπόρεσε να οργανωθεί επαρκώς κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής. Στην παράταξη αυτή ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της διανόησης της χώρας, κυρίως η αλβανική αριστοκρατία. Με βάση τις μέχρι τώρα εμπειρίες, το κόμμα αυτό προτίθεται να συνεργαστεί με τη Γερμανία.

β) Το κομμουνιστικό κόμμα μπόρεσε να βάλει πόδι στον ορθόδοξο πληθυσμό της Νότιας Αλβανίας, ο οποίος είναι αναμεμειγμένος με σημαντικό ποσοστό Ελλήνων, καθώς και στον πληθυσμό των πόλεων της κεντρικής Αλβανίας. Το κόμμα αυτό έχει μια πολύ σαφή εχθρική στάση απέναντί μας. Πρωτοστατούν μπολσεβίκοι και Άγγλοι πράκτορες, καθώς και ο ορθόδοξος κλήρος. Η ηγεσία ανήκει σε πρόσωπα που κατάγονται από άλλα μέρη. Σημαντικό ποσοστό, ιδιαίτερα στην κεντρική Αλβανία, συνίσταται από φανατισμένους οπαδούς, κυρίως νεολαία. Οι τάσεις στο κόμμα κυμαίνονται από τον μπολσεβικισμό μέχρι τη δημοκρατία, ενώ [σ.σ. το κόμμα] εναντιώνεται στα αυταρχικά καθεστώτα.

γ) Το κόμμα του Ζώγου απώλεσε κάθε σημασία μετά τη φυγή του βασιλιά Ζώγου, τον Απρίλιο του 1939. Τον τελευταίο καιρό, ειδικά μετά την παραίτηση του Μουσολίνι, το κόμμα άρχισε ξανά να ενισχύεται σημαντικά. Κι αυτό έχει εθνικιστικό και φιλοαγγλικό προσανατολισμό. Προς το παρόν, η στάση του δεν είναι ξεκάθαρη. Υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης σε ό,τι αφορά τη στάση της Αγγλίας στο ζήτημα της αλβανικής ανεξαρτησίας. Οι Αλβανοί φοβούνται ενδεχόμενο διαμοιρασμό της χώρας τους από τους Άγγλους μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας.

5) Αντάρτικες ομάδες

Η νότια Αλβανία και, εν μέρει, η κεντρική Αλβανία, κυριαρχούνται σχεδόν ολοκληρωτικά από κομμουνιστικές συμμορίες [σ.σ. αντάρτικες ομάδες], οι οποίες βρίσκονται ως επί το πλείστον υπό την ηγεσία Άγγλων και Ελλήνων αξιωματικών και αυτοαποκαλούνται «Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός Αλβανίας», ή «Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα», ακολουθώντας τις περιπτώσεις των αντίστοιχων κινημάτων στην Κροατία και την Ελλάδα. Εφοδιάζονται με αεροπλάνα από τους Άγγλους με ηγεσία, οπλισμό, πυρομαχικά και χρήματα. Την τελευταία περίοδο, οι κομμουνιστές σημείωσαν αύξηση των δυνάμεών τους εξ αιτίας ανδρών του ιταλικού στρατεύματος, οι οποίοι αναζήτησαν εκεί καταφύγιο προκειμένου να αποφύγουν την αιχμαλωσία.

Στην κεντρική και βόρεια Αλβανία, υπάρχουν κυρίως εθνικές ομάδες, οι οποίες, ως υπέρμαχοι της εθνικής ανεξαρτησίας, είναι ορκισμένοι εχθροί των Ιταλών και των κομμουνιστών. Μεμονωμένες εθνικές ομάδες έχουν ήδη τεθεί στη διάθεση του γερμανικού στρατεύματος για την καταπολέμηση των κομμουνιστικών συμμοριών. Υπάρχει η προσδοκία ότι, με την εδραίωση της εσωτερικής κατάστασης, η σύνδεση αυτή θα ενδυναμωθεί. Απέναντι στους Ιταλούς, τόσο οι κομμουνιστές, όσο κυρίως οι εθνικιστές, υπήρξαν εχθρικά διακείμενοι. Οι Ιταλοί πολεμούσαν εναντίον και των δύο. […]»[17]

Το είδος και η έκταση της στρατιωτικής συνεργασίας των σχηματισμών της 100ης Μεραρχίας Καταδρομών με τις ομάδες του Μπάλι Κομπέταρ αμέσως μετά την άφιξη της μεραρχίας στο αλβανικό έδαφος και τον αφοπλισμό των ιταλικών μονάδων στη χώρα αυτή, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1943, περιγράφεται καθαρά σε έγγραφο του διοικητή της 100ης Μεραρχίας προς τον διοικητή του 21ου Σώματος Ορεινού Στρατού στρατηγού Γκούσταβ Φεν, με ημερομηνία 27.10.43, λίγες μέρες πριν την έναρξη μιας εκτεταμένης εκκαθαριστικής επιχείρησης στην κεντρική Αλβανία, με την κωδική ονομασία «επιχείρηση 505»:

«[…]Η υποχρεωτική συνέχεια της μεθόδου αυτής πρέπει να είναι η άμεση και σχολαστική έρευνα των περιοχών που καταλαμβάνονται για τον εντοπισμό κομμουνιστικών στοιχείων, η κατάληψή τους από δυνάμεις των αλβανικών εθνικών ομάδων και η οργάνωση του πληθυσμού σύμφωνα με το πνεύμα των εθνικιστών. Μόνον τότε υπάρχει η προοπτική να επικρατήσει ηρεμία στην περιοχή αυτή για μακρό χρονικό διάστημα. […] Για μια διαρκή ειρήνευση της περιοχής που πρόκειται να εκκαθαριστεί μέσω της επιχείρησης «505», έχει αποφασιστική σημασία να οργανωθεί ο πληθυσμός μέσω των εθνικών αλβανικών ένοπλων ομάδων και να εξοπλιστεί για αυτοάμυνα απέναντι σε ενδεχόμενη διείσδυση των κομμουνιστών. […]»[18]

Η περιγραφή της εσωτερικής κατάστασης στην Αλβανία από την υπηρεσία πληροφοριών της 100ης Μεραρχίας Καταδρομών φαίνεται αρκούντως ρεαλιστική. Από τα μέσα Σεπτεμβρίου 1943, επομένως, η ελληνική μειονότητα βρίσκεται στο κέντρο ενός τετράπλευρου από παράγοντες, καθένας από τους οποίους απαιτεί συγκεκριμένες συμπεριφορές εκ μέρους των μελών της.

Στη μία μεριά, βρίσκονται τα Τίρανα και η αλβανική κατοχική διοίκηση, η οποία απαιτεί ησυχία, τάξη και ασφάλεια, δηλαδή προσαρμογή της μειονότητας στο κατοχικό καθεστώς. Τα όργανα υλοποίησης αυτής της απαίτησης δεν είναι μόνον τα επίσημα όργανα του αλβανικού κράτους στη Βόρειο Ήπειρο, αλλά και σχηματισμοί εκτός Αλβανίας, που συνεργάζονται  ταυτόχρονα με τις κατοχικές γερμανικές δυνάμεις στην Ήπειρο και με την κατοχική αλβανική κυβέρνηση στα Τίρανα, όπως λ.χ. τα ένοπλα τμήματα των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας και η ηγεσία τους[19]. Στη δεύτερη μεριά, βρίσκεται ο γερμανικός κατοχικός στρατός, και μάλιστα τόσο το 22ο Ορεινό Σώμα Στρατού, με έδρα τα Ιωάννινα, όσο και η 100η Μεραρχία Καταδρομών, με έδρα το Μπεράτι και το Ελμπασάν. Η απαίτηση αυτού του παράγοντα είναι ίδια με των προηγούμενων, με την προσθήκη ότι κάθε στήριξη της δράσης των αντάρτικων ομάδων θεωρείται εχθρική ενέργεια, όπως θεωρείται και κάθε άρνηση στήριξης των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. Αρκετά χωριά της μειονότητας δοκίμασαν τις επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης στην παραπάνω απαίτηση τον χειμώνα του 1944, με την κοινή εκκαθαριστική επιχείρηση τμημάτων της 104ης, της 100ης και της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών στην περιοχή του Πωγωνίου με την κωδική ονομασία Horridoh και σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων μέσα στο αλβανικό έδαφος[20]. Όπως, επίσης, στο πλαίσιο της επιχείρησης Blindschleiche, στα μειονοτικά χωριά των περιοχών των Ριζών και του Βούρκου την άνοιξη του 1944 με δυνάμεις του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού, με εκτελέσεις αμάχων και καταστροφές περιουσιών πάλι σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή Ελλάδας-Αλβανίας, μέσα στο αλβανικό έδαφος[21]. Ο τρίτος παράγοντας, που αντιστοιχεί στην τρίτη πλευρά του τετράπλευρου, ήταν το μέτωπο των Εθνικών Ομάδων (ΒΚ, Μπάλι Κομπέταρ) με μια πολύ συγκεκριμένη απαίτηση προς την ελληνική μειονότητα και αντίστοιχη νοηματοδότηση των ενεργειών της: κάθε στήριξη του αντιπάλου μας (FNCL, αλβανικό ΕΑΜ) σημαίνει προδοσία της Αλβανίας και προσχώρηση στον κομμουνισμό, ενώ το πατριωτικό καθήκον, ως μειονοτικών πολιτών της Αλβανίας, σας καλεί να συνεργαστείτε μαζί μας και να συνδράμετε στην καταπολέμηση του κομμουνισμού[22]. Χαρακτηριστικό δείγμα της μη συμμόρφωσης στην απαίτηση του ΒΚ είναι η σφαγή των αμάχων του μειονοτικού χωριού Γλύνα, στις αρχές Αυγούστου του 1943[23], αλλά και η συνεχιζόμενη πίεση προς τον πληθυσμό της ελληνικής μειονότητας να διακόψει τη συνεργασία του με το FNCL[24]. Η τέταρτη πλευρά του τετράπλευρου, αυτή στην οποία τελικά προσανατολίστηκε μαζικά η ελληνική μειονότητα μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του ΕΔΕΣ του Ζέρβα να δημιουργήσει την οργάνωση ΜΑΒΗ, περισσότερο ως ένοπλη οργάνωση αυτοπροστασίας των μειονοτικών χωριών παρά ως αντιστασιακή οργάνωση[25], ήταν το αλβανικό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (FNCL). Η απαίτηση αυτού του παράγοντα ήταν ακριβώς το αντεστραμμένο είδωλο της απαίτησης του ΒΚ: η μειονότητα έχει πατριωτικό καθήκον να πυκνώσει τις τάξεις του αλβανικού απελευθερωτικού στρατού, που αγωνίζεται ενάντια στον κατακτητή, αλλά και στο προδοτικό ΒΚ, το οποίο συνεργάζεται με τον κατακτητή. Κάθε άλλη στάση – ουδετερότητα, συνεργασία με την αλβανική κυβέρνηση ή τον κατακτητή, ένταξη στο ΒΚ ή σε οργανώσεις που πρόσκεινται στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα – θεωρούνται προδοσία και τιμωρούνται αναλόγως. Τις  επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης στην απαίτηση του FNCL τις βίωσαν τα στελέχη της οργάνωσης ΜΑΒΗ με τη σύλληψη και την εκτέλεσή τους[26] – ενέργειες που κατέστησαν εφικτές με τη συνδρομή του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος και του ΕΑΜ – αλλά και μέλη της μειονότητας που στελέχωναν πολιτικά και στρατιωτικά όργανα της αυτόνομης μειονοτικής αντίστασης (Αρχηγείο της Μειονοτικής Αντίστασης), την πρώτη περίοδο από το καλοκαίρι και μέχρι τον Νοέμβριο του 1943, όταν η οργάνωση αυτή διαλύθηκε με δυναμικό τρόπο για να υπαχθεί άμεσα στο οργανωτικό σχήμα του FNCL[27], με απόφαση του αλβανικού κομμουνιστικού κόμματος και τη σύμφωνη γνώμη του ΚΚΕ.

Από τα παραπάνω, προκύπτει σαφώς ότι η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της Κατοχής ένα πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για την ίδια την υπόστασή της δίλημμα. Δεν πρόκειται για το συνηθισμένο δίλημμα σε κάθε στρατιωτική κατοχή (ένοπλη αντίσταση στα στρατεύματα κατοχής ή συμβιβασμός με τους όρους του κατακτητή και αναβολή της ένοπλης δράσης για ευθετότερο χρόνο, ανάλογα με την εξέλιξη του πολέμου στα κύρια στρατιωτικά μέτωπα), αλλά για δίλημμα εμπλουτισμένο με δύο ακόμη διαστάσεις: η πρώτη αφορούσε τον στρατηγικό εταίρο με τον οποίο θα συνεργάζονταν στρατιωτικά οι Βορειοηπειρώτες σε περίπτωση που επικρατούσε η άποψη ότι είναι προς το συμφέρον της μειονότητας η συμμετοχή των μελών της στην ένοπλη αντίσταση. Διότι, τη στιγμή που ετέθη το δίλημμα αυτό, και οι δύο αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις στη Νότια Αλβανία  – FNCL και ΒΚ – δρούσαν ως αντιστασιακές ομάδες με τη συνδρομή του συμμαχικού παράγοντα, οργανώνοντας ένοπλη δράση εναντίον των ιταλικών δυνάμεων κατοχής. Με ποια από τις δύο παρατάξεις θα συμμαχούσε η μειονότητα, όταν και οι δύο τη διεκδικούσαν ως εταίρο ενώ, ταυτόχρονα, ήταν έτοιμοι να τιμωρήσουν οποιαδήποτε συνεργασία της με τον πολιτικό αντίπαλο και ανταγωνιστή; Η όποια επιλογή της μειονότητας για συμμαχία ήταν βέβαιο ότι θα δημιουργούσε επικίνδυνη εχθρότητα από την πλευρά της ανταγωνιστικής παράταξης.

Η δεύτερη διάσταση του ίδιου πάντοτε διλήμματος ήταν κατά πόσο συνέφερε τη μειονότητα, εφόσον εντέλει αποφασιζόταν ότι αυτή έπρεπε να συμμετάσχει στην ένοπλη αντιστασιακή δράση κατά των κατοχικών στρατευμάτων, αν η δράση αυτή εκδηλωνόταν, μεν, στο πλαίσιο της συμμαχίας με τον πολιτικό εταίρο –FNCL ή  ΒΚ– αλλά είχε σχετική αυτονομία, είχε δηλαδή τη μορφή ξεχωριστής (μειονοτικής) πολιτικοστρατιωτικής αντιστασιακής οργάνωσης ή όχι.

Η λύση που επικράτησε, τελικά, στα διλήμματα αυτά, μετά από δοκιμές και παλινωδίες, από την άνοιξη μέχρι τον Νοέμβριο του 1943, επηρεάστηκε καθοριστικά από δύο παράγοντες: τη μεταφορά στη μειονότητα του πολιτικοστρατιωτικού διχασμού που είχε προκύψει ήδη στην ελληνική αντιστασιακή σκηνή, μεταξύ των οργανώσεων του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ του Ζέρβα, καθώς και την καχυποψία του αλβανικού κομμουνιστικού κόμματος απέναντι στο ενδεχόμενο μιας μη άμεσα ελεγχόμενης από αυτό μειονοτικής αντιστασιακής οργάνωσης, ακόμη κι αν αυτή προσαρμοζόταν πολιτικοστρατιωτικά στους στόχους του FNCL. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι, ενώ το ελληνικό ΕΑΜ, όπως και το αλβανικό κομμουνιστικό κόμμα άλλωστε, στην αρχική φάση οργάνωσης της μειονοτικής ένοπλης αντίστασης (Αύγουστος 1943), δεν είχε εναντιωθεί στη δημιουργία μιας αυτόνομης μειονοτικής αντιστασιακής οργάνωσης, συνεργαζόμενης με το αλβανικό Ενθικοαπελευθερωτικό Μέτωπο, μερικούς μήνες αργότερα, υπό την πίεση του αλβανικού ΚΚ, υποχώρησε από την αρχική του τοποθέτηση και δέχθηκε την εκτίμηση του τελευταίου ότι αυτή ήταν λαθεμένη και ότι η ορθή, από πολιτικής πλευράς θέση, ήταν η ένταξη των μειονοτικών ένοπλων ομάδων στην οργανωτική δομή του FNCL, με άλλα λόγια ο απόλυτος έλεγχος – πολιτικός και στρατιωτικός – της μειονοτικής αντίστασης από το αλβανικό ΚΚ. Θεωρήθηκε, μάλιστα, ότι τα στελέχη του ελληνικού ΕΑΜ που είχαν μεταβεί στη Βόρειο Ήπειρο για την οργάνωση της μειονοτικής αντίστασης είχαν διαπράξει πολιτικό σφάλμα αποδεχόμενα το μοντέλο της αυτόνομης μειονοτικής οργάνωσης[28]. Με τον τρόπο αυτό, η καχυποψία του ΚΚΑ απέναντι σε μια αυτόνομη μειονοτική αντίσταση, ακόμη και αν αυτή ήταν προσαρμοσμέν στους στόχους και τους σκοπούς του FNCL, οδήγησε, όπως προαναφέρθηκε, στη διάλυση των οργανωτικών δομών της μειονοτικής αντίστασης και την υπαγωγή της στρατιωτικά, πολιτικά και οργανωτικά στο FNCL, δηλαδή στο αλβανικό κομμουνιστικό κόμμα.

Ωστόσο η καχυποψία του ΚΚΑ για την παρουσία Ελλήνων «συντρόφων» στην ενταγμένη πλέον από τον Νοέμβριο του 1843 στο FNCL μειονοτική αντίσταση δεν σταμάτησε με τη διάλυση του Μειονοτικού Αρχηγείου και τη δίκη και εκδίωξη των «αντιφρονούντων», αλλά συνεχίστηκε μέχρι την άνοιξη του 1944 και τελικά εκφράστηκε ως ρητή αντίθεση του ΚΚΑ στην παρουσία στελεχών του ελληνικού ΕΑΜ στην Αλβανία ως καθοδηγητικών οργάνων της μειονοτικής αντίστασης[29].

Ένας δεύτερος παράγοντας που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιλογή εκ μέρους της ελληνικής μειονότητας του FNCL ως στρατηγικού εταίρου, κατά τη διάρκεια του αντιφασιστικού αγώνα, υπήρξε το γεγονός ότι η ανταγωνιστική παράταξη, το Μπάλι Κομπέταρ, εξέφραζε ανοικτά εθνικιστικές τάσεις σε σχέση με τις μελλοντικές προοπτικές της μειονότητας μετά τη λήξη του πολέμου. Σε αντίθεση, το FNCL προπαγάνδιζε – προφανώς με στόχο, υπερθεματίζοντας στα ιστορικά αιτήματα της ελληνικής μειονότητας, να την εντάξει στις γραμμές του, να ελέγχει τη δράση της και να απομακρύνει το ενδεχόμενο μια άλλης μορφής αντίστασης – τα συνθήματα της αυτονομίας και της αυτοδιάθεσης της μειονότητας μετά την απελευθέρωση, προοπτικές που ήταν συμβατές με τον ιστορικά γνωστό αυτονομιστικό αγώνα των Βορειοηπειρωτών. Στον ίδιο παράγοντα, πρέπει να υπολογίσει κανείς και τις ωμότητες του ΒΚ στη Βόρειο Ήπειρο εναντίον του μειονοτικού πληθυσμού, στο πλαίσιο του αλβανικού κατοχικού εμφυλίου, όταν δεν είχε ακόμη ισχυροποιηθεί στη Νότια Αλβανία η παρουσία του κομμουνιστικά προσανατολισμένου FNCL.

Η συμμετοχή των Βορειοηπειρωτών στην αλβανική αντίσταση στο πλευρό του FNCL υπήρξε μαζική. Από τον Νοέμβριο του 1943, όταν στη Δερβιτσιάνη σχηματίζεται το τάγμα «Θανάσης Ζήκος», μέχρι τις αρχές Μαρτίου του 1944, όταν στο χωριό Καλτσάτι της περιοχής του Βούρκου (ευρύτερη περιοχή Αγίων Σαράντα) ιδρύεται το τάγμα «Παντελής Μπότσαρης» και, τέλος, όταν στις αρχές Ιουνίου του ίδιου έτους, στο χωριό Δίβρη, εγκαινιάζεται το τάγμα «Λευτέρης Τάλλιος», έχουμε ήδη τρεις μεσαίους στρατιωτικούς σχηματισμούς ενταγμένους στις δυνάμεις του FNCL στην περιοχή της Νότιας Αλβανίας. Πέρα από το αρχείο του τάγματος «Θανάσης Ζήκος», τμήμα του οποίου έφερε στο φως της δημοσιότητας ο Μενέλαος Δαλιάνης, τέκνο του διοικητή του τάγματος αυτού Ιωάννη Δαλιάνη[30],  υπάρχουν, όπως προαναφέρθηκε ήδη, τα στρατιωτικά αρχεία τριών γερμανικών μεραρχιών – 100η Μεραρχία Καταδρομών, 1η Ορεινή Μεραρχία Καταδρομών, 297η Μεραρχία Πεζικού – στα οποία αποτυπώνεται σημαντική παρουσία μειονοτικών μαχητών στις ένοπλες συγκρούσεις με γερμανικές στρατιωτικές μονάδες, αλλά και η συμμετοχή της ελληνικής μειονότητας στην αντιστασιακή δράση.

Ακόμη, πριν ιδρυθεί επισήμως το μειονοτικό τάγμα «Θανάσης Ζήκος» (Νοέμβριος 1943), μειονοτικές ανταρτοομάδες συμμετέχουν ήδη στις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των τμημάτων του FNCL και της 100ης Μεραρχίας Καταδρομών, που, από τις αρχές του φθινοπώρου του 1943 μέχρι και την αποχώρησή της από το αλβανικό έδαφος, ενισχύεται με ένοπλα τμήματα του ΒΚ. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα από τις πολυάριθμες ένοπλες συγκρούσεις στις οποίες συμμετείχαν οι μειονοτικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί σε περιοχές της κεντρικής Αλβανίας καταγράφεται στην αναφορά μάχης που υποβάλλει στις 2.11.43 ο διοικητής της Μοίρας Αναγνωρίσεως της 100ης Μεραρχίας Καταδρομών, ίλαρχος Γκρουνχάγκεν, για την επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Regenpfeifer», που έλαβε χώρα στην ευρύτερη περιοχή του Ελμπασάν στις 31.10.1943:

«3. […] Οι εθνικές ομάδες των Αλβανών φτάνουν στην έδρα της μοίρας στις 12:45 (περίπου 100 άνδρες). Οι μισοί ακολουθούν τα τμήματά μας με κατεύθυνση το Μπελς. Οι υπόλοιποι ελέγχουν και καταλαμβάνουν τα χωριά της περιοχής προέλασης […]. Έναρξη της επιστροφής του συγκροτήματος από τις 6:00 το πρωί της 1.11.43. Άφιξη των πρώτων τμημάτων το μεσημέρι. Μέρος των εθνικιστών παραμένει στο Μπελς […]

4. Ημέτερες απώλειες: ουδείς […]

6. Απώλειες του εχθρού: εκτέλεση δύο ανταρτών κατά την προσπάθεια να δραπετεύσουν (ο ένας εξ αυτών έφερε γερμανική περιβολή)

Δύο αιχμάλωτοι (Ιταλοί) παραδόθηκαν στο Γραφείο Πληροφοριών [Ic] […]

10. Εχθρικά φυλλάδια και πληροφοριακό υλικό βρέθηκαν πάνω στους εκτελεσθέντες (το υλικό παραδόθηκε στο Γραφείο Πληροφοριών [Ic] […]

Σύνοψη:

α) Από πληροφορίες και ίχνη εξάγεται το συμπέρασμα ότι, στον χώρο αυτό, υπήρχαν ασφαλώς περί τους 100 κομμουνιστές. Στο Μπελς, φέρεται να υπήρχε ένα ελληνικό [σ.σ. μειονοτικό] αντάρτικο τάγμα (οι εκτελεσθέντες φέρονται επίσης να είναι Έλληνες [σ.σ. μειονοτικοί]).

β) Λίγες μέρες πριν την επιχείρηση, οι αντάρτες αποσύρθηκαν, με κατεύθυνση το Μπεράτι, έχοντας αφήσει πίσω ολιγάριθμα τμήματα οπισθοφυλακής.

γ) Δεν αναμένεται, στο προσεχές μέλλον, οι κομμουνιστές να επιστρέψουν στην περιοχή αυτή. Ο χώρος μεταξύ Λουσνία και Ελμπασάν μπορεί να καταληφθεί και να κρατηθεί με τη βοήθεια τμημάτων των διαθέσιμων εθνικιστών.

δ) Οι εθνικιστές, ωστόσο, δεν δείχνουν ιδιαίτερη επιθυμία να καταλάβουν τον προαναφερθέντα χώρο. Δημιουργούν την εντύπωση ότι δεν τολμούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από επιθέσεις των κομμουνιστών, χωρίς γερμανική μονάδα».[31]

Η κεντρική Αλβανία δεν ήταν η μόνη περιοχή εκτός μειονοτικής ζώνης στην οποία δραστηριοποιήθηκαν στρατιωτικά τα ανταρτικά τμήματα της ελληνικής μειονότητας. Στην από 15.12.43  Nr. 1094/43 geh. επιστολή του διοικητή της 100ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών προς τον διοικητή του 22ου γερμανικού Ορεινού Σώματος Στρατού, που εδρεύει την περίοδο εκείνη στα Ιωάννινα, στρατηγό Λαντζ, ο πρώτος αναφέρει μεταξύ άλλων και το εξής:

«[…] Μια ομάδα ανταρτών από περίπου 1400 κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων βρίσκεται μεγάλος αριθμός Ελλήνων [σ.σ. μειονοτικών], διενεργεί αυτή την περίοδο επιθέσεις στο Πόγραδετς, στη δυτική όχθη της λίμνης Οχρίδας, από τον νότο.[…]».[32]

Στην ίδια επιστολή, στην οποία ο επιστολογράφος ζητά τη βοήθεια του Λαντζ για τη δημιουργία νέων τμημάτων στις αλβανικές εθνικές ομάδες, επισημαίνει ότι το Μπάλι Κομπάτερ είναι η μόνη αλβανική ένοπλη δύναμη που ακολουθεί τα γερμανικά τμήματα στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και συμμετέχει σε αυτές, χωρίς όμως να είναι σε θέση να κρατήσει τις περιοχές που καταλαμβάνονται.

Η τύχη μιας μειονότητας στον σύγχρονο κόσμο προσδιορίζεται, εν πολλοίς, από την αλληλεπίδραση πέντε  παραγόντων μεταξύ τους. Ο πρώτος είναι η ίδια η μειονότητα, το μέγεθος και η συνοχή της, η ύπαρξη και εκδήλωση μειονοτικής συνείδησης και οι μορφές οργάνωσής της. Ο δεύτερος παραπέμπει στο κράτος στην επικράτεια του οποίου ζει και ενεργεί η μειονότητα και, πιο συγκεκριμένα, στο πώς το κράτος αυτό αντιλαμβάνεται τη σχέση της πολιτείας με τη μειονότητα σε μια σειρά από ζητήματα, όπως λ.χ. η οικονομία, η εκπαίδευση, η γλώσσα και οι πολιτισμικοί κώδικες. Ο τρίτος παράγοντας αφορά το κράτος αναφοράς της μειονότητας –ό,τι ονομάζεται συνήθως μητέρα-πατρίδα– και, για τη συγκεκριμένη περίπτωση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, η Ελλάδα. Έχει μεγάλη σημασία πώς αντιλαμβάνεται το εθνικό κράτος αναφοράς τη μειονότητα – αν τη βλέπει ως ευκαιρία συνεργασίας, ως γέφυρα με το κράτος το οποίο τη φιλοξενεί ή ως βαρίδι, ως πληγή που αποσπά πόρους και οδηγεί  σε σπατάλη διπλωματικού κεφαλαίου, ως κίνδυνο για την πιθανότητα δημιουργίας επεισοδίων εμπλοκής με το εν λόγω κράτος. Ο τέταρτος παράγοντας είναι οι, κάθε φορά, Μεγάλες Δυνάμεις. Δηλαδή, τα εθνικά κράτη με σημαντική ισχύ που έχουν συμφέροντα, οικονομικά και άλλα, στο κράτος που ζει η μειονότητα ή στην ευρύτερη περιοχή. Ο τελευταίος παράγοντας είναι οι ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες, που καθορίζουν νομικά πλαίσια για τις ενέργειες των παραγόντων που προαναφέρθηκαν σε σχέση με τη μειονότητα.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η τύχη μιας μειονότητας, και συγκεκριμένα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, δεν καθορίζεται τόσο από τη βούληση της ίδιας της μειονότητας, ακόμη κι αν αυτή υπήρχε πάντα με τη μορφή μιας ενιαίας γραμμής ή ενός σχεδίου για το παρόν και το μέλλον της. Από τη σκοπιά των ογδόντα περίπου ετών μετά την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Αλβανία, αυτό που αποδίδει καλύτερα την εμπειρία της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, τα βιώματα των Βορειοηπειρωτών στη δεκαετία του ’40 και αργότερα, είναι η λέξη τραγωδία.

Διότι, είναι τραγικό να περιστοιχίζεσαι από θανάσιμους κινδύνους για την ίδια την ύπαρξή σου και, ταυτόχρονα, στην προσπάθεια να τους αντιμετωπίσεις με κάποιον τρόπο, να κλυδωνίζεσαι από τη μεταφορά στη Βόρειο Ήπειρο του διχασμού σε εαμίτες και εδεσίτες, σε «πρόοδο» και «αντίδραση». Ευτυχώς για τους Βορειοηπειρώτες, ο διχασμός αυτός είχε ελάχιστα θύματα σε σύγκριση με την ελληνική περίπτωση. Το να συμμετέχουν, όμως, μειονοτικά ένοπλα αντάρτικα τμήματα στην περιοχή του Πωγωνίου, στις αρχές Ιανουαρίου του 1944, μέσα στο ελληνικό έδαφος, στο πλευρό του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, σε μάχες εναντίον τμημάτων του Ζέρβα στην ίδια περιοχή, είναι τραγωδία.

Είναι, επίσης, τραγικό όταν αποφασίζεις, μέσα από μια επικίνδυνη επιλογή, να συμμαχήσεις στην Κατοχή με εκείνον το φορέα της ένοπλης αντίστασης που, αντί για ελευθερία και ισονομία –ή αυτονομία και αυτοδιάθεση για τη μειονότητα, όπως προπαγανδιστικά υποσχόταν προκειμένου να τη μαντρώσει στην οργάνωσή του– φέρνει μια τυραννική δικτατορία, η οποία τελικά στρέφεται ακόμη και εναντίον εκείνων που με το όπλο τους την κατέστησαν εφικτή. Μπορεί η ελληνική μειονότητα με την επιλογή της να συμμετάσχει μαζικά στον αντιφασιστικό αγώνα του FNCL –αλλά και στον αλβανικό κατοχικό εμφύλιο– να βρέθηκε από την πλευρά του νικητή, αλλά πολύ γρήγορα διαπίστωσε ότι φανταζόταν τη νίκη αλλιώς και ότι οι δυνατότητες να διορθώσει το σφάλμα –στον βαθμό που συμμετείχε στη δημιουργία ενός ανελεύθερου καθεστώτος– απλώς δεν υπήρχαν πλέον. Και μόνο η σκέψη ότι το καθεστώς που προέκυψε δεν ήταν αυτό που είχαν φανταστεί οι Βορειοηπειρώτες όταν πολεμούσαν στα αλβανικά βουνά τους Γερμανούς και τους μπαλίστες, θα μπορούσε να έχει πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις, όχι μόνο για εκείνον που την έκανε, αλλά και για το άμεσο συγγενικό του περιβάλλον.

Τέλος, μοιάζει με τραγωδία το γεγονός ότι η ιστορική εξέλιξη ήρθε να διαψεύσει ακόμη κι εκείνους τους Βορειοηπειρώτες που έβλεπαν με θετική ματιά το καθεστώς Χότζα και, ενδεχομένως, να αισθάνονταν κάποια δικαίωση που, με τη δική τους αντιστασιακή συμβολή, το έκαναν πραγματικότητα. Η ιδέα, στο όνομα της οποίας πήραν το όπλο και στήριξαν τον αγώνα του FNCL εναντίον του κατακτητή, αλλά και των εθνικών ομάδων, κατέρρευσε σε όλη την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, χωρίς να βρεθούν ομοϊδεάτες που να επιχειρήσουν, τουλάχιστον, να την υπερασπιστούν, σαν να υπήρχαν ελάχιστοι ωφελημένοι από το καθεστώς που κατέρρευσε. Και σε κάθε περίπτωση είναι τραγωδία να βιώνεις το ότι, με τη νέα κατάσταση στην Αλβανία, η ιστορία της Κατοχής ξαναγράφεται και οι θύτες και τα θύματα αλλάζουν πρόσημο, όπως το εκφράζει, με χαρακτηριστικό τρόπο, ένας Βορειοηπειρώτης που, ως νεολαίος, συμμετείχε ενεργά στον αντιφασιστικό αγώνα του FNCL μαζί με τον πατέρα του:

Στις 12 Μαρτίου 1995, σε μια λεγόμενη ιστορικοαναμνηστική συγκέντρωση που έγινε στο Λιμπόχοβο, με διάταγμα του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας της Αλβανίας Σαλή Μπερίσα, ανακηρύχτηκαν «Μάρτυρες της Δημοκρατίας» οι φονιάδες, οργανωτές και εκτελεστές του αποτρόπαιου εγκλήματος της Γλύνας, ο Φεμί Κούλα, ο Σελαμί Μπιλιμπάσι, ο Φεσάτ Χότζα και λοιποί. Μεγαλύτερη βεβήλωση της μνήμης των θυμάτων της Γλύνας και της Βλαχογοραντζής δε μπορούσε να γίνει! Έτριξαν τα κόκαλα των αδικοσκοτωμένων. Έμεινε άναυδος ο λαός της Δρόπολης και όλης της Μειονότητας απ’ αυτήν την εξωφρενική και προσβλητική πράξη  που το καθεστώς Μπερίσα, γνωστούς εγκληματίες και ανοιχτούς συνεργάτες των καταχτητών, τους ανακήρυξε «Μάρτυρες της Δημοκρατίας»![33]

Από το 1995 μέχρι σήμερα, έχουν σημειωθεί πολλά επεισόδια που δείχνουν ότι η ιστορία της Κατοχής και του κατοχικού εμφυλίου στην Αλβανία και της μειονοτικής εμπλοκής σε αυτόν ξαναγράφεται. Και στην περίπτωση της εκτέλεσης του άτυχου Κωνσταντίνου Κατσίφα στο μειονοτικό χωριό Βουλιαράτες από κρατικά όργανα στις 28.10.2018, ξαναγράφεται αιματηρά. Και όχι μόνον από την πλευρά της Αλβανίας.


[1] Μιχαλόπουλος 1993, Μαντά 2004

[2] Δαλιάνης 2000:94 κ.ε., 110 κ.ε.

[3] Δαλιάνης 2000: 134 κ.ε.

[4] Δαλιάνης 2000: 200 κ.ε.

[5] Pearson 2006

[6] Μυριδάκης 1976, Γκουβέλης/Παππάς 1986, Σαράντης 1985

[7] Barch MA RH 26-100-34

[8] Η ένοπλη αντιστασιακή δράση της τρίτης ομάδας, αυτής των οπαδών του βασιλιά Ζώγου γύρω από τον Αμπάς Κούπι, υπήρξε υποτονική, παρά τις προσπάθειες του συμμαχικού παράγοντα να τη ζεστάνει με τη χορήγηση πολεμικού υλικού.

[9] Βλ. Pearson 2007: 265

[10] Barch MA RH 26-100-44

[11] Βλ. Lucas 2007, Baily 2011

[12] Βλ. Lucas ό.π. , σ. 30 (μετάφραση ΑΓ)

[13] Lucas ό.π., σ. 29 κ.ε. Για το ίδιο θέμα βλ. επίσης Pearson 2006: 267 κ.ε. Η εκτίμηση του συμμαχικού παράγοντα ότι στην Αλβανία ταυτόχρονα με τον αντιστασιακό αγώνα εναντίον των ιταλικών και των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων διεξάγεται κι ένας εμφύλιος, με στόχο τον πολιτικό έλεγχο της χώρας μετά τον πόλεμο, αντιστοιχεί στην άκρα καχυποψία με την οποία ο αρχηγός του κομμουνιστικού κόμματος και πολιτικός επίτροπος του αλβανικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού Εμβέρ Χότζα αντιμετώπιζε την παρουσία των συνδέσμων της SOE στην Αλβανία, με τους οποίους όμως ήταν υποχρεωμένος να συνεργαστεί για προφανείς λόγους (εφοδιασμός με όπλα, πυρομαχικά, στρατιωτικό υλικό και τεχνογνωσία). Βλ. Pearson 2007: 267.

[14] Barch MA RH 26-100-33

[15] Barch MA RH 26-100-54

[16] Barch MA RH 26-100-66

[17] Barch MA RH 26-100-32

[18] Barch MA RH 26-100-33

[19] Βλ. Γκότοβος 2014: 65 κ.ε.

[20] Barch MA RH 24-22-7.

[21] Barch MA RH 24-22-20, βλ. επίσης Δαλιάνης 2000: 108 κ.ε.

[22] Βλ. Δαλιάνης 2000:101 κ.ε.

[23] Βλ. Δαλιάνης 2000: 104 κ.ε.

[24] Βλ. Δαλιάνης 2000: 158 κ.ε.

[25] Βλ. Δαλιάνης 200: 96 κ.ε.

[26] Βλ. Δαλιάνης 2000: ΧΧ, Pearson 2006:306

[27] Βλ. Δαλιάνης 2000: 144 κ.ε., Γκουβέλης/Παππάς 1986:61.

[28] Βλ. Δαλιάνης 2000:147 κ.ε.

[29] Βλ. Δαλιάνης 2000: 223 κ.ε. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι υποσχέσεις αυτές έμειναν νεκρό γράμμα όχι μόνον μετά τον πόλεμο και την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος, αλλά ήδη κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Έτσι π.χ. στο συνέδριο της Πρεμετής, την άνοιξη του 1944, όπου με πρωτοβουλία του ΚΚΑ δημιουργήθηκε ένα πρόπλασμα της μελλοντικής αλβανικής κυβέρνησης – κάτι σαν την ελληνική ΠΕΕΑ – με επικεφαλής τον ίδιο τον ηγέτη του ΚΚΑ, Εμβέρ Χότζα, οι προοπτικές της ελληνικής μειονότητας για αυτονομία ή αυτοδιάθεση αποσιωπήθηκαν όχι μόνον από τους Αλβανούς συνέδρους, αλλά και από τους μειονοτικούς αντιπροσώπους σε αυτό. Βλ. Δαλιάνης 2000:221 κ.ε.

[30] Δαλιάνης 2000

[31] Barch MA RH 26-100-33

[32] Barch MA RH 26-100-34

[33] Δαλιάνης 2000: 106 κ.ε.


Πηγές

Γκουβέλης, Λ., Παπάς, Γ. (1986). Άγνωστες ιστορικές στιγμές από το δράμα της Βορείου Ηπείρου, ΕΒΑΙ, Ιωάννινα.

Γκότοβος, Α. (2014). «Τσαμουριά»: Ταυτότητες στην κατοχική Θεσπρωτία και ο ρόλος της μουσουλμανικής μειονότητας,  Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα.

Δαλιάνης, Μ. (2000). Η εθνική αντίσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία (1940-1944), Εκδ. Ιωλκός, Αθήνα.

Μαντά, Ε. (2004). Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000),  ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη.

Σαράντης, Θ. (1985). Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα και ο Ναπολέων Ζέρβας, Αθήνα.

Μιχαλόπουλος, Δ. (1993). Τσάμηδες, Αρσενίδη, Αθήνα.

Μυριδάκης, Μ. (1976). Αγώνες της φυλής. Η εθνική αντίσταση ΕΔΕΣ-ΕΟΕΑ 1941-1944, Τόμος Α΄, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα.

Bailey, R. (2011). The Wildest Province: SOE in the Land of the Eagle, Vintage Digital, Λονδίνο.

Barch MA RH-26-100-32

Barch MA RH-26-100-33

Barch MA RH-26-100-34

Barch MA RH-26-100-44

Barch MA RH-26-100-54

Barch MA RH-26-100-66

Barch MA RH-24-22-7

Barch MA RH-24-22-20

Lucas, P. (2007). The OSS in World War II Albania: Covert Operations and Collaboration with Communist Partisans, Jefferson, N.C.: McFarland & Co.

Pearson, O. (2006). Albania in Occupation and War: From Fascism to Communism 1940-1945, I.B. Tauris.

Smiley, D. (1985). Albanian Assignment, Chatto & Windus.

ΑΡΔΗΝ Τ. 114

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου