Με
άλλα λόγια, μια συναλλαγή Cum-Cum σημαίνει ότι μια γερμανική τράπεζα
δανείζεται τις μετοχές που κρατά ένας ξένος επενδυτής σε μια εταιρία,
την περίοδο πριν αυτή η εταιρία πληρώσει μέρισμα. Με αυτή την πρακτική
οι τράπεζες μπορούσαν να εκμεταλλευτούν ένα παραθυράκι στο γερμανικό
νόμο, το οποίο επέτρεπε σε εγχώριους επενδυτές ακόμη και να διεκδικήσουν
επιστροφή ενός μέρους του φόρου επί του μερίσματος.
Οι δε συναλλαγές «Cum-Ex trades» ή «divided stripping» χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό προκειμένου η αναδιανομή των κερδών μιας επιχείρησης προς τους ιδιοκτήτες της να εκλαμβάνεται ως άθροισμα κεφαλαίων αντί για μέρισμα. Αυτό συμφέρει τους παραπάνω, αφού συνήθως τα κεφαλαιουχικά κέρδη φορολογούνται λιγότερο απ’ ό,τι τα μερίσματα.
Οι δε συναλλαγές «Cum-Ex trades» ή «divided stripping» χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό προκειμένου η αναδιανομή των κερδών μιας επιχείρησης προς τους ιδιοκτήτες της να εκλαμβάνεται ως άθροισμα κεφαλαίων αντί για μέρισμα. Αυτό συμφέρει τους παραπάνω, αφού συνήθως τα κεφαλαιουχικά κέρδη φορολογούνται λιγότερο απ’ ό,τι τα μερίσματα.
Σημειώνεται
πάντως ότι και οι δύο τύποι συναλλαγών έχουν εν τω μεταξύ απαγορευτεί
στη Γερμανία, οι μεν πρώτες το 2016 οι δε δεύτερες το 2012.
Υπενθυμίζεται ότι η Deutsche Bank πιάστηκε το 2015 να αποκρύπτει από
τους ισολογισμούς της τεράστιες ποσότητες «τοξικών» παραγώγων μετά το
2008, αλλά και επισφαλή δάνεια ύψους 400 δις ευρώ.
Τα
16 γερμανικά κρατίδια που συλλέγουν τους φόρους και συναποφασίζουν τους
σχετικούς κανόνες διαφωνούν ως προς το πώς πρέπει να διαχειριστούν όσες
συναλλαγές Cum-Cum έγιναν το 2016 και συζητούν σχετικά με το πόσο «πίσω»
θα πάνε, πράγμα που αναμένεται να επηρεάσει αναλογικά τις γερμανικές
τράπεζες.
Έως τώρα την πιο επιθετική στάση επί του θέματος έχει υιοθετήσει το πολυπληθέστερο γερμανικό κρατίδιο, εκείνο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, το οποίο ζητάει να εφαρμοστεί απόφαση του ομοσπονδιακού οικονομικού δικαστηρίου από το 2015, έτσι ώστε να μπορούν οι περιφερειακές αρχές να συλλέξουν αναδρομικά φόρους από τράπεζες για όλες τις επίμαχες συναλλαγές πριν από το 2016.
Έως τώρα την πιο επιθετική στάση επί του θέματος έχει υιοθετήσει το πολυπληθέστερο γερμανικό κρατίδιο, εκείνο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, το οποίο ζητάει να εφαρμοστεί απόφαση του ομοσπονδιακού οικονομικού δικαστηρίου από το 2015, έτσι ώστε να μπορούν οι περιφερειακές αρχές να συλλέξουν αναδρομικά φόρους από τράπεζες για όλες τις επίμαχες συναλλαγές πριν από το 2016.
Πώς γινόταν η «δουλειά» πριν απαγορευτεί δια νόμου
Μια
επιχείρηση εκτός γερμανικών συνόρων κατέχει μετοχές ενός γερμανικού
επιχειρηματικού ομίλου. Μόλις πριν από την καταβολή των μερισμάτων η
επιχείρηση του εξωτερικού δανείζει τις μετοχές της σε μια γερμανική
τράπεζα. Τα μερίσματα εισρέουν στα ταμεία της τράπεζας, η οποία αποδίδει
στη συνέχεια το 25% ως φόρο επί της απόδοσης κεφαλαίου στο γερμανικό
κράτος.
Ωστόσο,
έχοντας την έδρα της στη Γερμανία, η τράπεζα έχει τη δυνατότητα
έκπτωσης από τον φόρο του συνολικού ποσού, που σημαίνει ότι στο τέλος
έχει πάλι στη διάθεσή της το 100% του μερίσματος. Λίγο μετά την ημέρα
καταβολής των μερισμάτων η τράπεζα επιστρέφει το μετοχικό πακέτο στον
πραγματικό ιδιοκτήτη του (επενδυτή), παρακρατώντας 5% του ποσού των
μερισμάτων ως αμοιβή για τις υπηρεσίες της.
Η
αλλοδαπή επιχείρηση επωφελείται σημαντικά, δεδομένου ότι – σε αντίθεση
με την τράπεζα που μπορεί να πετύχει φορολογική έκπτωση στο 100% – για
την ίδια θα εξέπιπτε της φορολογίας μόνο το 50% των κερδών από την
απόδοση κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, μεγάλος ζημιωμένος από αυτή τη
διαδικασία είναι ο γερμανικός προϋπολογισμός, καθώς το κράτος
αναγκάζεται να προβεί σε μεγαλύτερες επιστροφές φόρων.
Πηγή φωτογραφίας: Zeit Online
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου