Το πιθανότερο όλων είναι να παραμείνει στην εξουσία για άλλα τέσσερα χρόνια, είτε επιτυγχάνοντας την αυτοδυναμία στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουλίου, είτε σχηματίζοντας μια συμμαχική κυβέρνηση με μεγάλη κοινοβουλευτική ισχύ. Το αποτέλεσμα είτε έτσι, είτε αλλιώς θα είναι τέτοιο που δεν θα επιδέχεται αμφισβήτηση από κανένα, ενώ και οι αυτοδιοικητικές εκλογές που θα ακολουθήσουν, θα επιβεβαιώσουν την κυριαρχία του κυβερνώντος κόμματος στους μεγάλους δήμους της Χώρας και την απόλυτη κυριαρχία στις Περιφέρειες.
Επομένως, η πολιτική ένταση θα μεταφερθεί με βεβαιότητα στο
εσωτερικό της αντιπολίτευσης. Η ελληνική αριστερά που είχε τη σπάνια ευκαιρία να διακυβερνήσει την Χώρα (2015-19), μετακινήθηκε με μορφή γυμναστικών επιδείξεων από το χώρο της πατριωτικής αριστεράς (του δημοψηφίσματος του 2015), στο πεδίο της εξαπατημένης αφελούς αριστεράς ενός δρακόντειου μνημονίου και της ανεπίληπτης «Συνθήκης των Πρεσπών». Η απόπειρα ιστορικών αναγωγών και ταυτίσεων της πολυθρύλητης κυβερνώσας αριστεράς με την «επική περίοδο του ᾽40» απέτυχε, αφού η ιστορία όταν επαναλαμβάνεται καταλήγει την πρώτη φορά σε τραγωδία και τη δεύτερη σε φάρσα! Η πολύφημη «δρακογενιά» των ηγετών της οδήγησε την παράταξή τους στην πολιτική απαξίωση. Η διαδικασία πολιτικής αποδρομής προσώπων, σχηματισμών, ιδεών και η πολιτική περιθωριοποίηση που ξεκίνησαν το 2019, δεν είναι αναστρέψιμες!Από την άλλη πλευρά, η Νέα Δημοκρατία που επιβλήθηκε στο χώρο της δεξιάς, για πολλά χρόνια καταπονήθηκε από ακατανόητα ενοχικά σύνδρομα της νικήτριας δεξιάς. Η ιστορική πορεία της με την στερέωση της Δημοκρατίας και τα προκλητικά πολλαπλάσια από οτιδήποτε άλλο επιτεύγματα θα έπρεπε να είναι αποτρεπτικά αυτής της τάσης. Στην ιστορία, όμως, τα πράγματα δεν αλλάζουν αυτόματα, απαιτείται χρόνος και πάντα σημαντικές αλλαγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ενοχικά σύνδρομα δεν αποβλήθηκαν ούτε κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά, όταν στο τιμόνι της Χώρας βρέθηκε ο πιο συντηρητικός ηγέτης μετά την Μεταπολίτευση, αλλά και ο πιο ακαταπόνητος. Και ενώ σε πρώτη ανάγνωση το ιδεολογικό πλαίσιο της διακυβέρνησης 2012-14 δεν επιβλήθηκε, στην πραγματικότητα ανέστρεψε κυρίαρχα πολιτικά στερεότυπα δεκαετιών, μεταστρέφοντας μόνιμα τη γενική πολιτική τάση. Από τότε η ποιοτική ανάλυση της κοινής γνώμης καταδεικνύει την διαρκώς ενισχυόμενη στροφή προς συντηρητικές επιλογές και πατριωτικές θέσεις.
Ταυτόχρονα, η αποτυχία της της αριστερής διακυβέρνησης που ακολούθησε, επιβεβαίωσε τη γενική ιδεολογική υπεροχή των φιλελεύθερων δημοκρατικών αρχών. Αλλά το τελικό στάδιο αυτής της μεταστροφής, ήταν η εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία. Ο Ελληνικός λαός παρά την ανθελληνική τελικά στάση των Ρώσων το 1770 και το 1922, διατηρούσε πάντοτε αισθήματα συμπάθειας προς τον αδελφό ορθόδοξο ρωσικό λαό. Αντιθέτως, τα συναισθήματα προς τους Αμερικάνους ήταν καταρχήν οφειλετικά για την στάση τους στο παρελθόν, και εχθρικά για το πρόσφατο παρελθόν. Όλα αυτά, όμως, μεταβλήθηκαν και η Ελληνική δεξιά κυρίως επανατοποθετήθηκε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Και ενώ όλα τα παραπάνω οδήγησαν στην πλήρη υπέρβαση ενοχικών συνδρόμων, η κοινή διαπίστωση των πολλών, για την πολιτική κυριαρχία του νέου πατριωτισμού οδήγησε σε ζυμώσεις, που δεν γέννησαν, όμως, ένα νέο ισχυρό πολιτικό φορέα, αφού δεν αναδείχθηκε το πρόσωπο που θα τον εξέφραζε. Αντιθέτως, η επιλογή της αριστεράς να εκχυδαΐσει (με συνθήματα χαμαιτυπείου) την πολιτική αντιπαράθεση με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, της στέρησε οριστικά κάθε ηθικό πλεονέκτημα, εξανάγκασε την παράταξή του να τον υπερασπισθεί απροϋπόθετα και οδήγησε στην παγίωση της θέσης για μια απαραίτητη κυβερνητική συνέχεια, χωρίς ενοχές αλλά με ξεκάθαρες τοποθετήσεις.
Η Νέα Δημοκρατία μετά τη νίκη της στις επικείμενες εκλογές και την ανανέωση της κυβερνητικής ευθύνης, θα έχει μια ιστορική ευκαιρία να προσλάβει το μεγαλύτερο μέρος όσων θα κινηθούν δεξιότερα και εκτός αυτής, αντιμετωπίζοντας ευθέως τις θεσμικές και κοινωνικές προσκλήσεις! Το κυρίαρχο εθνικό και κοινωνικό ζήτημα που είναι το δημογραφικό, απαιτεί όχι μόνο την άμεση στήριξη της ελληνικής οικογένειας, αλλά κυρίως πολιτικές αλλαγής των ατομικών προτεραιοτήτων των πολιτών. Εάν σε αυτό συμπληρώσουμε αλλαγές με καθαρά θεσμικό περιεχόμενο (π.χ. περιορισμός του αριθμού των βουλευτών), το διαχωρισμό εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, και την εξυγίανση των δημόσιων φορέων, τότε καθίσταται σαφές ότι η πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας θα αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον.
*Ο Ιωάννης Παναγιωτόπουλος είναι Αν. Καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ διατέλεσε Γενικός Γραμματέας Μέσων Ενημέρωσης επί πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου