Πώς στρατολογούσε πράκτορες στην Αθήνα. Κυκλοφορούν
Αμερικανοί πράκτορες ανάμεσά μας;
Αν ναι, πώς δρούν, τι είδους ζωή κάνουν και τι προσπαθούν να πετύχουν;
Μια –έστω και περιορισμένη- απάντηση σε όλα αυτά δίνει η πρώην πράκτορας της CIA Βάλερι Πλέιμ, με την αυτοβιογραφία της «Fair Game» (Τίμιο Παιχνίδι), που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα στις ΗΠΑ.
Πολλά κομμάτια της βέβαια, είναι εμφανώς λογοκριμένα από τη CIA, που διατηρεί αυτό το δικαίωμα σε όλα τα γραπτά νυν και πρώην πρακτόρων της. Για αυτό το λόγο πολλές αναφορές σε τοποθεσίες ή πρόσωπα-κλειδιά έχουν απαλειφθεί και τη θέση τους στο βιβλίο έχει πάρει μια γκρίζα γραμμή!
Το κύριο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στο σκάνδαλο «Πλέιμ-γκέιτ» που συντάραξε το Λευκό Οίκο και αφορά στην αποκάλυψη της μυστικής ταυτότητάς της από Αμερικανό δημοσιογράφο, με διασυνδέσεις στο στενό περιβάλλον του προέδρου Μπους.
Το δεύτερο κεφάλαιο, όμως, του πολυσυζητημένου βιβλίου είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στη ζωή της γοητευτικής ξανθιάς κατασκόπου στην Αθήνα: από την άνοιξη του 1989, που η 26χρονη τότε Πλέιμ νοίκιασε ένα διαμέρισμα στα βόρεια προάστια και ανέλαβε την πρώτη της αποστολή στο εξωτερικό (επισήμως, ως απλή υπάλληλος της πρεσβείας των ΗΠΑ) μέχρι το 1992, που αποδεσμεύτηκε από το κυνήγι των τρομοκρατών της «17 Νοέμβρη» και γύρισε στην Ουάσιγκτον.
«Με τους επιχειρηματίες, τους ξένους διπλωμάτες, τους κομμουνιστές, τα γραφεία παλαιστινιακών και μεσανατολικών οργανώσεων, τους ιστορικούς και γεωγραφικούς δεσμούς με την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, τους εύκολους στόχους για τους τρομοκράτες και τις εκτεταμένες ακτογραμμές και τα νησιά, η Ελλάδα ήταν ένας σημαντικός τόπος για την Υπηρεσία (σ.σ. CIA)», διαβάζουμε στον επίλογο του βιβλίου.
Τι έκανε λοιπόν η Βάλερι Πλέιμ στην Αθήνα;
Ο ρόλος της στην Ελλάδα:
«Η αποστολή της για τη CIA ήταν να βρίσκει πηγές και να στρατολογεί πράκτορες που θα βοηθούσαν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να κατανοήσει, να προβλέψει και να επηρεάσει καλύτερα τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα»
Περιγράφοντας μία από τις πρώτες τις ημέρες στην Αθήνα:
«Κάθισα στη μικρή ξύλινη καρέκλα μου σε μια υπαίθρια καφετέρια σε ένα πολυσύχναστο, γεμάτο ενέργεια μέρος της Αθήνας και ασχολούμουν με την ανάγνωση ενός τουριστικού οδηγού κι ενός χάρτη.
Ήταν η καλύτερη ώρα: νωρίς το απόγευμα, ο καύσωνας από την καλοκαιρινή ημέρα είχε κοπάσει, τα γιασεμιά μόλις άνθιζαν και γέμιζαν με αρώματα τον αέρα και το ηλιοβασίλεμα έδινε ένα ροζ και πορτοκαλί χρώμα στον ουρανό.
Παρήγγειλα ένα κρύο καφέ με τα σπαστά ελληνικά μου και κάθισα, φαινομενικά μελετώντας το χάρτη. Άναψα ένα τσιγάρο, άλλη μια κίνηση για να ταιριάξω με το πλήθος, αφού οι περισσότεροι Έλληνες καπνίζουν σαν φουγάρα και προσπαθούσα να φαίνομαι χαλαρή.
Για την ακρίβεια ήμουν πολύ νευρική και περίμενα για το στόχο μου, κάποιον που η CIA θεωρούσε ότι σχετίζεται με μία άκρως επικίνδυνη τρομοκρατική οργάνωση.
Είχαμε μια αδρή περιγραφή του από μια άλλη πηγή και γνωρίζαμε ότι συχνάζει σε αυτή την καφετέρια τα απογεύματα.
Όπως μια γυναίκα με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια, έμοιαζα όσο πιο αθώα γινόταν και αυτή ήταν η βασική ιδέα.
Συχνά όταν οι αξιωματούχοι είναι πολύ «καθαροί», δηλαδή δεν τους γνωρίζουν οι ξένες μυστικές υπηρεσίες, είναι σε θέση να εκτελέσουν τις πιο ευαίσθητες αποστολες».
«Ήμουν ενθουσιασμένη που με επέλεξαν για την αποστολή στην Ελλάδα και περνούσα μέρες ολόκληρες με τους συναδέλφους μου να σχεδιάζουμε κάθε πτυχή της αποστολής.
Το Χόλιγουντ δίνει τη λανθασμένη εντύπωση ότι οι πράκτορες της CIA παίρνουν αποφάσεις.
Στον αληθινό κόσμο της CIA υπάρχουν στιγμές αιφνίδιων ατομικών ενεργειών, οι επιτυχημένες επιχειρήσεις όμως είναι πάντα αποτέλεσμα ομαδικής προσπάθειας»
Για την πρώτη της μυστική αποστολή στην Αθήνα, σε βραδινή εκδήλωση:
«Φαινόταν να υπάρχει μια ασυνήθιστα υψηλή αναλογία περίεργα ντυμένων παρτόβιων και μια παράξενη συμπεριφορά στο πλήθος.
Εντούτοις, έβαλα τα δυνατά μου για να ανακατευτώ στο πλήθος και να μοιράσω την κάρτα μου, παίρνοντας επίσης πολλές κάρτες σε ανταπόδοση.
Την επόμενη ημέρα στο γραφείο, συγκρίναμε με ένα συνάδελφό μου τις σημειώσεις μας για το ποιους είχαμε συναντήσει και με ποιους θα έπρεπε να επιδιώξουμε να συνεχίσουμε τις επαφές μας.
Ο Τζιμ (υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA στην Αθήνα) πέρασε τυχαία από μπροστά μας και μας ρώτησε ποιους είχαμε συναντήσει το περασμένο βράδυ.
Του δώσαμε με περηφάνεια τη μικρή στοίβα με τις επαγγελματικές κάρτες και τις κοίταξε στα γρήγορα, απορρίπτονας κάθε μία λέγοντας ‘τον έχουμε ήδη στρατολογήσει – μην ασχολείστε – αναξιόπιστος – τον έχουμε ήδη στρατολογήσει – ίσως’.
Κοιταχτήκαμε με το συνάδελφό μου και βάλαμε τα γέλια. Ο Τζιμ είχε πάει νωρίτερα στο πάρτι και είχε ελέγχξει το δωμάτιο σχολαστικά. Φάγαμε τη σκόνη του»
Ποιο ήταν το καθημερινό της πρόγραμμα:
«Είχα ένα βαρύ πρόγραμμα: Μια μέρα γεμάτη δουλειά, ακολουθούμενη από μερικές ώρες στο γραφείο όπου κάναμε την ‘πραγματική’ δουλειά, διαβάζοντας εισερχόμενα τηλεγραφήματα, γράφοντας αναφορές για να τις στείλουμε στα κεντρικά γραφεία (σ.σ. στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ) και εκπονώντας τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, συν τοις άλλοις.
Τα απογεύματα ήταν αφιερωμένα σε συναντήσεις ή κοινωνικές εκδηλώσεις. Πολλές φορές επέστρεφα σπίτι μου γύρω στις 12.30 π.μ. και έπρεπε να είμαι στο γραφείο στις 8.30 π.μ.»
Η πρώτη της επιτυχημένη αποστολή «στρατολόγησης»:
«Ασχολούμουν με ένα πολύ έξυπνο και και με υψηλές γνωριμίες άνρθρωπο, που απολάμβανε της εμπιστοσύνης ορισμένων από τους πιο υψηλόβαθμους παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού, για κάποιους μήνες.
Αναπτύξαμε τη γνωριμία μας πρώτα με κάποια ραντεβού στο γραφείο του και μετά με μεγάλης διάρκειας γεύματα, όπου συζητούσαμε τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Δούλεψα σκληρά για να τον πείσω ότι εγώ ήμουν το άτομο που έπρεπε να μιλήσει αν ήθελε να περάσει τις απόψεις του σε αυτούς που κινούν τα νήματα στην Ουάσιγκτον»
Πώς περιγράφουν οι συνάδελφοί της την Ελλάδα:
«Βρισκόμουν σε ολοένα και μεγαλύτερη αμηχανία καθώς πολλοί από τους συναδέλφους μου έμοιαζαν αποφασισμένοι να περιφρονούν την Ελλάδα και τους κατοίκους της, απομονώνοντας τις πικρές εμπειρίες και τα μειονεκτήματα της ζωής.
Έμοιαζαν να κολλάνε στις πολλές αρνητικές πτυχές της ζωής στο εξωτερικό, κατηγορώντας την απίθανη οδηγική συμπεριφορά των Ελλήνων, την περίεργη έλλειψη οδικών σημάτων κυκλοφορίας, τις παράξενες ώρες λειτουργίας των καταστημάτων (κάποιος έφτιαξε ένα πίνακα για να ξέρει κανείς τι ώρες ήταν ανοιχτό το φαρμακείο της γειτονιάς του αν ήταν Τετάρτη, καλοκαίρι ή απόγευμα) και το διεφθαρμένο και στα όρια της κατάρρευσης κρατικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών, όπου μπορεί να περίμενες για χρόνια για να βάλεις τηλεφωνική γραμμή.
Κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, οι σύζυγοι των αξιωματούχων ήταν εκείνες που παραπονούντο δριμύτατα»
Για την «προθυμία» των Ελλήνων να τη βοηθήσουν:
«Είχα την ευκαιρία να εξερευνήσω μια από τις πιο ενδιαφέρουσες χώρες της Ευρώπης, καθώς έκανα τη δουλειά μου.
Η –με πολύ κόπο κερδισμένη- ικανότητά μου να μιλάω τη γλώσσα βελτιωνόταν, με τη βοήθεια των κατοίκων των πόλεων, αλλά και των χωρικών, που κυριολεκτικά άναβαν όταν έβλεπαν μια ξανθιά γαλανομάτα να προσπαθεί να μιλήσει τη γλώσσα τους».
----------------------------------
Πηγή: Washington Post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου