Μολονότι
το κτίριο ήταν σταθερό, με πέτρινα θεμέλια και τοίχους από τούβλα, το
οικοδόμημα είχε έναν χαρακτήρα εποχιακό ο οποίος ήταν φανερός στην
επίστρωση των τοίχων και στους κίονες που είχαν κατασκευαστεί από
σανίδες και γύψο, αλλά και τα ίδια τα γλυπτά ήταν εξ ολοκλήρου
κατασκευασμένα από γύψο. Το κτίριο άρχισε να αποσυντίθεται και παρά το
γεγονός ότι επιδιορθώθηκε επανειλημμένα, η ανάγκη να εξασφαλιστεί η ζωή
των κατοίκων από ατυχήματα, προοδευτικά οδήγησε στη σκέψη της
κατεδάφισης του και της ολοκληρωτικής ανακατασκευής του από στέρεα
υλικά.
Στα
1920 το δημοτικό συμβούλιο πήρε την απόφαση για την κατεδάφιση του
Παρθενώνα. Ο αρχιτέκτονας του Νάσβιλ, Ράσσελ Ε. Χαρτ ανέλαβε την
ανακατασκευή και ο Γούίλλιαμ Μπελ Ντίνσμουρ, επιφανής ιστορικός
αρχιτεκτονικής και συγγραφέας του βιβλίου “Η Αρχιτεκτονική στην Αρχαία
Ελλάδα”, συμφώνησε να εργασθεί σαν σύμβουλος αρχιτέκτων. Ο Παρθενών της
Εκατόστής επετείου ήταν ένα αντίγραφο της εξωτερικής μόνον όψης και όχι
ένα καθ’ ολοκληρία πιστό αντίγραφο. Κατά τη διάρκεια της ανακατασκευής, η
οποία έλαβε χώρα από το 1921 ως το 1931, χρειάστηκε μεγάλος μόχθος ώστε
να διορθωθούν οι λανθασμένες μετρήσεις, να ληφθούν υπ’ όψιν όλες οι
εκτιμήσεις των ερευνητών και οι αρχαιολογικές ενδείξεις και να
αναπαραχθούν οι οπτικές εκλεπτύνσεις του πρωτοτύπου. Το αντίγραφο έπρεπε
να είναι απόλυτα πιστό, τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του
όψη.
Το
μέγεθος της δαπάνης όπως είναι φυσικό υπήρξε ένας καθοριστικός παράγων
και γι’ αυτό το λόγο το ενισχυμένο σκυροκονίαμα επελέγη ως το καλύτερο
οικοδομικό υλικό που θα εξισορροπούσε την διάρκεια και το κόστος. Ωστόσο
το σκυροκονίαμα ομοιάζει ελάχιστα με το Πεντελικό μάρμαρο και έχει το
επιπρόσθετο μειονέκτημα να είναι ένα μάλλον ψυχρό και εχθρικό υλικό. Για
να υπερκεράσουν αυτή τη δυσκολία, οι κτίστες επέλεξαν να επενδύσουν το
σκυροκονίαμα με ένα επίχρισμα που επινόησε ο Τζων Έαρλυ από την
Ουάσινγκτον.
Από
το Βρετανικό Μουσείο αγοράστηκαν εκμαγεία από τα συντρίμμια του
αετώματος του αυθεντικού Παρθενώνα, γνωστά σαν Ελγίνεια Μάρμαρα, έτσι
ώστε οι γλύπτες Λέοπολντ και Μπέλλι Κίννεϋ Σολτζ, να επιτύχουν όσο το
δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια στην ανακατασκευή των αετωμάτων. Μετά τη
χρήση τους, τα εκμαγεία αυτά παρέμειναν ως μέρος των εκθεμάτων μιας
μόνιμης εκθέσεως που αφορούσε τον Παρθενώνα.
Με
το σκεπτικό ότι ο Παρθενώνας θα συνέχιζε να υπηρετεί την κοινότητα του
Νάσβιλ σαν ένα κέντρο τεχνών, προσετέθη ένα χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο
στεγάσθησαν έργα του 20ου αιώνα και το οποίο παρείχε επικουρικές
υπηρεσίες σε ολόκληρο το οικοδόμημα. Αυτό το χαμηλότερο πάτωμα και το
κατά πολύ υποδεέστερο υλικό κατασκευής, είναι τα κυριότερα σημεία στα
οποία παρεκκλίνει το αντίγραφο του Νάσβιλ από το πρωτότυπο. Υπήρχαν όμως
δύο ακόμη σημαντικές διαφορές: από το κτίριο έλειπε το κεντρικό του
κομμάτι, το υπερμεγέθες άγαλμα της θεάς Αθηνάς και η Ιωνική ζωφόρος. Η
Μπέλλι Κίννεϋ Σολτζ πρότεινε στο Δημοτικό Συμβούλιο στα 1931 να
κατασκευάσει και τα δύο, αλλά η οικονομική κρίση προκάλεσε την αναβολή
των έργων επ’ αόριστον.
Στα
1990, σχεδόν 60 χρόνια αργότερα, ο Παρθενώνας του Νάσβιλ, έχει την
Αθηνά του. Με την εξαιρετική αναπαραγωγή του αγάλματος από τον Άλαν Λη
Κουάίερ, το έργο ολοκληρώνεται και γίνεται ένα γιγάντιο βήμα προς την
απόκτηση ενός πλήρους αντιγράφου του οικοδομήματος που τόσο πολλές ιδέες
συμβολίζει και στο οποίο ο πολιτισμός μας οφείλει τόσα πολλά.
Wesley M. Pane
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου