Γράφει ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης, Υποστράτηγος ε.α., Διευθυντής Μελετών, Μέλος ΔΣ ΕΛΙΣΜΕ
Προ ημερών στην στήλη «Άμυνα και Διπλωματία» την προσοχή μου τράβηξε η είδηση της έγκρισης από τη βουλή του Ισραήλ ενός επιπλέον και μη ευκαταφρόνητου ποσού για τις ανάγκες άμυνας και ασφάλειας της χώρας. Συγκεκριμένα, η επιτροπή οικονομικών υποθέσεων της βουλής του Ισραήλ ενέκρινε την χορήγηση επιπλέον 3,4 δισεκατομμύρια δολαρίων για αμυντικές δαπάνες και ασφάλειας μετά από μια θυελλώδη συνεδρίαση κατά
την οποία μέλη της αντιπολίτευσης κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι θέτει σε προτεραιότητα την άμυνα εις βάρος των κοινωνικών δαπανών.
Μια συζήτηση και ένα πολυσυζητημένο και αρκετά παραπλανητικό ερώτημα (βούτυρο ή κανόνια) που ταλανίζει τις κοινωνίες από αρχαιοτάτων χρόνων. Δύσκολη η επίτευξη ισορροπίας και χωρίς να υπάρχει μαγική συνταγή ή δοσολογία της τέλειας επιτυχίας ενώ ούτε και η εκ του αποτελέσματος κριτική είναι πάντοτε αξιόπιστη και αποδεκτή. Βέβαια ορισμένες χώρες και για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους πέτυχαν να εκπληρώσουν αμφότερους τους στόχους είτε πουλώντας τα δικής τους κατασκευής κανόνια είτε πείθοντας άλλους να χρηματοδοτούν την πολεμική τους προσπάθεια.
Η περίπτωση όμως του Ισραήλ είναι αξιοπρόσεκτη. Ένα έθνος σε κατάσταση μόνιμης πολεμικής ετοιμότητος και σε περιβάλλον αυξημένων απειλών έχει κατορθώσει (και με την εξωτερική χρηματοδότηση) να εξισορροπήσει τις προτεραιότητες και ανάγκες του και να καταστήσει αν όχι κερδοφόρα, τουλάχιστον ανταποδοτική μέχρι ενός βαθμού, την αμυντική βιομηχανία του. Δεν απέφυγε όμως και αυτό την παγίδα της περικοπής και κυρίως της λανθασμένης κατανομής των πιστώσεων που οδήγησαν (όπως παραδέχεται και το πόρισμα της επίσημης επιτροπής διερεύνησης των γεγονότων του 2006) μαζί και με άλλους παράγοντες στη πτωχή απόδοση των ενόπλων δυνάμεων του στο επικαλούμενο δεύτερο πόλεμο του Λιβάνου. Το παράδειγμα αυτό αναδεικνύει την αναγκαιότητα όχι μόνο της συνεχούς διατήρησης των αναγκαίων πιστώσεων στην άμυνα αλλά και της ορθής κατανομής και αξιοποίησης τους. Αξιοσημείωτη και η περίπτωση της ΕΣΣΔ που κατέρρευσε και υπό το βάρος των αλόγιστων στρατιωτικών δαπανών από ένα γραφειοκρατικό σύστημα που αδυνατούσε να είναι ανταγωνιστικό και επιζητούσε την απατηλή υπεροχή των αριθμών των μεραρχιών και των οπλικών συστημάτων.
Αντίστοιχα με το Ισραήλ και η Ελλάδα περιτριγυρισμένη από ασταθείς γείτονες σε εύφλεκτες περιοχές βιώνει επιπλέον και την οικονομική δυσπραγία και τους οικονομικούς περιορισμούς που δημιουργούν οι μνημονιακές υποχρεώσεις και κυρίως η δημοσιοοικονομική της αποτυχία. Παρά ταύτα διατηρεί το δεύτερο υψηλότερο, μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ, ποσοστό αμυντικών δαπανών (2.4%) σε σχέση με το κατακρημνιζόμενο ΑΕΠ της. Το μεγαλύτερο μέρος μάλιστα του αμυντικού προϋπολογισμού κατευθύνεται στις αποκαλούμενες ανελαστικές δαπάνες, κυρίως μισθοδοσίας. Το δε υπόλοιπο μέρος εξαντλείται στην αποπληρωμή υποχρεώσεων για παλαιότερες εξοπλιστικές δαπάνες. Ένα ελάχιστο δε μέρος αποτελεί τα λειτουργικά έξοδα εντός των οποίων περιλαμβάνονται και οι βασικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες χωρίς τις οποίες η αποτελεσματικότητα οποιοδήποτε στρατού φθίνει ραγδαία. Ούτε φυσικά κουβέντα να γίνεται για αγορά νέων πολικών συστημάτων ή εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων. Συχνή η επίκληση από όλους τους κυβερνώντες των τελευταίων ετών για μείωση των δαπανών με ταυτόχρονη αύξηση της μαχητικής ικανότητος, αρχής και ευχής αποδεκτής εντός ορισμένων ορίων και για περιορισμένο διάστημα και υπό προϋποθέσεις. Η αλήθεια είναι ότι οποιαδήποτε εφευρετικότητα, οικονομία και πρωτοτυπία δεν μπορούν να αντικαταστήσουν ούτε το πανάκριβο ανταλλακτικό του σύγχρονου αεροσκάφους ούτε και να καταστήσουν τον πλου της φρεγάτας στο Αιγαίο ανέξοδη. Συχνές και δικαιολογημένες οι αγωνιώδεις κραυγές τα τελευταία χρόνια για ανατροπή της στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας αλλά συνήθως δεν συνοδεύονται από ρεαλιστικές λύσεις. Ούτε οι ηρωικές λύσεις παύσεων των πληρωμών ή επιστροφής στο εθνικό νόμισμα θα επιφέρουν την επιζητούμενη ενδυνάμωση της ισχύος των ενόπλων δυνάμεων, μάλλον θα οδηγήσουν σε πλήρη απαξίωση ένεκα της αδυναμίας οποιασδήποτε αγοράς ανταλλακτικού, πυρομαχικών και καυσίμων.
Οπότε τίθεται το ερώτημα υπάρχει τελικά λύση που θα διασφαλίσει την αποτρεπτική μας ικανότητα και ποια είναι αυτή? Δυστυχώς οποιαδήποτε λύση θα προέλθει μόνο μέσω της χρονοβόρας ανόρθωσης της οικονομίας. Μέχρι τότε οποιαδήποτε δαπάνη των ενόπλων δυνάμεων πρέπει να είναι απόλυτα προσεκτικά σχεδιασμένη με διακλαδική σκόπευση, μακριά από κάθε είδους συμφέροντα, σε συνάρτηση με μια πανεθνική προσπάθεια εκμετάλλευσης όλων των πόρων και του ανθρωπίνου δυναμικού. Παράλληλα και από θέση αδυναμίας πρέπει να εξασφαλιστούν, όσο είναι δυνατόν οι απαραίτητες ισορροπίες στο διεθνές περιβάλλον αλλά και η αποφυγή εγκλωβισμού μας σε αδιέξοδες πολιτικές, περιπέτειες, κρίσεις και παγιδεύσεις.
Όμως και οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να αποτολμήσουν επιτέλους έναν ριζικό εκσυγχρονισμό που θα οδηγήσει σε μικρότερο μέγεθος, ικανό όμως, αν όχι να ανταπεξέλθει επιτυχώς σε όλες τις απειλές, να είναι τουλάχιστον λειτουργικό και αξιόμαχο υπό τις παρούσες οικονομικές συγκυρίες και να μπορεί να επιφέρει ένα υπολογίσιμο πλήγμα στον εξ ανατολών κύριο αντίπαλο. Σε αυτήν την κατεύθυνση του αναγκαίου εκσυγχρονισμού όλες οι προηγούμενες προσπάθειες έχουν τελματώσει ένεκα σκοπιμοτήτων, ατολμίας, πολιτικών παρεμβάσεων, μιας ακατανόητης έλξης των αριθμών και κυρίως της αδυναμίας μας να συνειδητοποιήσουμε τις περιορισμένες οικονομικές μας δυνατότητες. Η ορθή κρίση και τόλμη είναι αναγκαίο εχέγγυο της επιτυχημένης πολιτικής αλλά και στρατιωτικής ηγεσίας σε πόλεμο, κρίση και ειρήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου