«Διήλθομεν ημέραν ταραχώδη. Οι Τούρκοι καθίστανται ανυπόφοροι. Μάχονται επί παντός σημείου ως εάν ήσαν οι κατακτηταί του κόσμου» (Λόρδος Κόρζον, Λωζάννη, 1 Δεκεμβρίου 1922). «Ο Ερντογάν νομίζει ότι είμαστε γυρολόγοι και πουλάμε κιλίμια στους δρόμους» (Ζαν Άσελμπορν, Βρυξέλλες, Δεκέμβριος 2004). Και στις δύο περιπτώσεις η Τουρκία ηττήθηκε. Σήμερα συνεχίζεται το ίδιο βιολί…
Τα δύο περιστατικά είναι χαρακτηριστικά. Η συνδιάσκεψη που οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922. Είχε φθάσει Δεκέμβριος και άκρη δεν είχε βγει. Την Ελλάδα εκπροσωπούσαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Δημήτρης Κακλαμάνος και της τουρκικής αντιπροσωπείας ηγείτο ο Ισμέτ πασάς. Ο λόρδος Κόρζον ήταν επικεφαλής της βρετανικής αντιπροσωπείας.
Την 1η Δεκεμβρίου 1922, ο λόρδος Κόρζον εξερράγη:
«Διήλθομεν ημέραν ταραχώδη. Οι Τούρκοι καθίστανται ανυπόφοροι. Χθες επί του θέματος των μειονοτήτων ο Ισμέτ απήγγειλε λόγον
άσχετον και μάλλον αναιδή. Είπον ότι ούτε εγώ ούτε οι συνάδελφοί μου είμεθα διατεθειμένοι να μας μεταχειρίζονται τοιουτοτρόπως. Αν τούτο συνεχίζετο, θα ανεχωρούμεν εκ Λοζάνης και η Τουρκία θα έπρεπε να αναλάβη την ευθύνη απέναντι του κόσμου. Ευρίσκομαι εδώ πέραν των τριών εβδομάδων και ούτε εν σημείον έχει τελικώς ρυθμισθή. Η ημέρα παρέρχεται με συνεχείς έριδας. Εκάμαμεν κάθε δυνατήν παραχώρησιν, αλλ’ οι Τούρκοι μάχονται επί παντός σημείου ως να ήσαν οι κατακτηταί του κόσμου».Η κατάσταση ήταν τόσο αφόρητη, που στις 4 Φεβρουαρίου 1923 η συνδιάσκεψη οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Οι εργασίες της επανελήφθησαν στις 23 Απριλίου και χρειάστηκε να φτάσουν στις 24 Ιουλίου για να μπουν οι υπογραφές.
Η Τουρκία τελικά ηττήθηκε και υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το τέλος της αυτοκρατορίας της. Στα χαρτιά, βέβαια, αφού έκτοτε παραβιάζει και αμφισβητεί συστηματικά την Συνθήκη της Λωζάννης. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ. Την αμφισβήτησε στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 2017, την αμφισβητεί με πολεμικές επιχειρήσεις στα παλαιά εδάφη της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Δεν έπαψε ποτέ να αποκαλεί την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης «τουρκική» - ενώ η Συνθήκη της Λωζάννης προβλέπει θρησκευτική μειονότητα στη Θράκη και ελληνική εθνική στην Κωνσταντινούπολη - και «μεταφράζει» τη Συνθήκη όσον αφορά στα νησιά, όπως την βολεύει.
Και βέβαια, δεν αναγνωρίζει ούτε την Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Οπότε δεν αναγνωρίζει ότι τα Δωδεκάνησα (μαζί με το Καστελόριζο) που με την Λωζάννη δόθηκαν στην Ιταλία, παραδόθηκαν μετά από την Ιταλία στην Ελλάδα.
Κατά μία υπερβατική έννοια, η Τουρκία θεωρεί ότι η Ιταλία έπρεπε να επιστρέψει τα Δωδεκάνησα στην Τουρκία, επειδή… από αυτήν τα πήραν με τη Λωζάννη!
Με λίγα λόγια, η Τουρκία, σ’ αυτό το αέναο παζάρι, κάνει ότι δεν καταλαβαίνει πως οι δύο αυτές Συνθήκες υπεγράφησαν μετά από δύο παγκοσμίους πολέμους – στον πρώτο βρέθηκε με την πλευρά των ηττημένων και στον δεύτερο παρίστανε τον επιτήδειο ουδέτερο.
Δεν ήθελε σαμπάνια, τον είπαν… έμπορο χαλιών!
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στον Δεκέμβριο του 2004, όταν ο υπουργός των Εξωτερικών του Λουξεμβούργου Ζαν Άσελμπορν αποκάλεσε τον Ερντογάν… «έμπορο χαλιών»! Μετά το παζάρι (που αφορούσε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας), η ολλανδική προεδρία οργάνωσε μια άτυπη τελετή με σαμπάνιες. Ο Ερντογάν είχε τότε αρνηθεί να πάρει στα χέρια του το κολονάτο ποτήρι με τη σαμπάνια, ενώ παράλληλα δήλωνε: «Εγώ δεν θα αναγνωρίσω ποτέ την Κύπρο». Η ατμόσφαιρα πάγωσε. Ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών Τζακ Στρο προσπάθησε να σπάσει τον πάγο με ένα διακριτικό χειροκρότημα. Δεν τον μιμήθηκε κανείς. Κατέβασε αμήχανα τα χέρια του μέσα στη γενική βουβαμάρα. Λίγο αργότερα, άρχισαν όλοι να ξεσπούν:
«Νομίζει ότι είμαστε γυρολόγοι που πουλάμε κιλίμια στους δρόμους. Πρέπει να μάθει πολλά ακόμη», είπε ο Άσελμπορν. «Ο Τούρκος πρωθυπουργός ήταν εριστικός και προκλητικός», σχολίασε ο Ιρλανδός πρωθυπουργός.
Είχε και τότε ηττηθεί η Τουρκία. Στις 17 Δεκεμβρίου 2004 (επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή δηλαδή) και προκειμένου να ξεκινήσει η ενταξιακή της πορεία, στην Τουρκία επιβλήθην όροι και μηχανισμοί αναστολής των διαπραγματεύσεων που δεν έχουν εφαρμοστεί σε καμιά άλλη υποψήφια χώρα. Για πρώτη φορά μάλιστα η ΕΕ δεν εγγυήθηκε την ένταξη υποψήφιας χώρας, ακόμη και αν αυτή ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις της.
Οι σκληροί όροι
Σύμφωνα με εκείνη την απόφαση, για να ενταχθεί η Τουρκία, θα χρειαζόταν νέα ομόφωνη απόφαση των κρατών-μελών, ενώ η διαδικασία των διαπραγματεύσεων θα κρατούσε τουλάχιστον δέκα χρόνια. Για να ξεκινήσει κάθε στάδιο της διαπραγμάτευσης θα απαιτείτο ομόφωνη απάντηση από όλα τα κράτη-μέλη.
Επίσης:
Η διαδικασία μπορούσε να ανακοπεί με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με πρόταση της Επιτροπής ή του ενός τρίτου των κρατών-μελών.
Η Τουρκία υποχρεούτο να προσαρμόζεται σε κάθε νέα πρόοδο και εξέλιξη στο κοινοτικό κεκτημένο, όχι μόνο σε ό,τι ίσχυε τότε.
Υπήρχε σαφής αναφορά στη συμφωνία του Ελσίνκι, αλλά με κατοχυρωμένες τις διορθώσεις που είχε ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση.
(Εδώ θυμίζω ότι τον Δεκέμβριο του 1999, με τη Συμφωνία του Ελσίνκι, αναγνωριζόταν η ύπαρξη συνοριακών διαφορών που παραπέμπονταν κατ’ αρχήν σε διμερή διάλογο και μετά στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το 2004, χωρίς ωστόσο δέσμευση όσον αφορά στο 2004. Είχε προηγηθεί η Συμφωνία της Μαδρίτης, τον Ιούλιο του 1997, όταν αναγνωρίστηκαν «ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο»).
Τον Δεκέμβριο του 2004, μετά από απαίτηση της ελληνικής πλευράς (υπουργός Εξωτερικών ο Πέτρος Μολυβιάτης), απαλείφθηκαν οι όροι «και συναφή θέματα» και «μεθοριακές διαφορές», καθώς η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε «επικίνδυνα ασαφή» αυτήν την προσθήκη.
Και επίσης:
Υπήρξε η πρόνοια για παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης «εάν αυτό κριθεί αναγκαίο», χωρίς δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα, καθώς η ελληνική πλευρά ήθελε να έχει τον έλεγχο του χρόνου και του τρόπου προσφυγής.
Η Τουρκία δεσμευόταν κατηγορηματικά για σχέσεις καλής γειτονίας (μείωση έντασης στο Αιγαίο, άρση απειλής πολέμου για τα 12 μίλια).
Υπήρχε ρητή πρόβλεψη ότι η ΕΕ θα ενημερώνεται διαρκώς και όχι μόνο εφάπαξ, όπως προέβλεπε η Συμφωνία του Ελσίνκι, για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων που έτσι ετίθεντο υπό την μόνιμη επιτήρηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Η ΕΕ απαιτούσε από την Τουρκία σειρά μεταρρυθμίσεων που αφορούν στον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αγγίζουν ευθέως την προστασία των Ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου, την αναγνώριση της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου. Μάλιστα υπήρχε ευθεία αναφορά στις σχετικές πρόνοιες της έκθεσης της Κομισιόν που είχε δημοσιοποιηθεί τον Οκτώβριο.
Προβλεπόταν μόνιμη απόκλιση από το κοινοτικό κεκτημένο ως προς την ελεύθερη διακίνηση προσώπων, ενώ ρήτρα με πρωτοβουλία της Γερμανίας, απέκλειε τη δυνατότητα μαζικής μετακίνησης τουρκικού πληθυσμού στη Θράκη ή στα νησιά του Αιγαίου.
Η Τουρκία δεσμευόταν επίσης για υπογραφή πρωτοκόλλου επέκτασης της τελωνειακής σύνδεσης στην Κυπριακή Δημοκρατία πριν από την 3η Οκτωβρίου 2004.
Ουσιαστικά, η Τουρκία υποχρεωνόταν σε μια ντε φάκτο αναγνώριση της Κύπρου, ενώ είχε αποφασιστεί ενταξιακή διαδικασία «ανοιχτού τέλους», με την Άγκυρα να υποχρεώνεται να δίνε συνεχώς τη μάχη της προσαρμογής στο ευρωπαϊκό κεκτημένο χωρίς να είναι βέβαιη για την πλήρη ένταξη στο τέλος του δρόμου.
Η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων οριζόταν για τις 3 Οκτωβρίου 2005.
Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου 2004, η τουρκική κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα με το οποίο δήλωνε ότι συμπεριλαμβάνονταν και τα νέα μέλη της ΕΕ στην εφαρμογή της τελωνειακής ένωσης. Δηλαδή και η Κύπρος.
Στις 29 Ιουλίου 2005, η Άγκυρα υπογράφει το πρόσθετο Πρωτόκολλο ΕΕ – Τουρκίας με βάση το οποίο δηλώνει πως η Συμφωνία Σύνδεσης του 1963 επεκτείνεται με τρόπο που να περιλαμβάνει και τα νέα μέλη της ΕΕ. Ταυτόχρονα, όμως, προβαίνει σε δήλωση με την οποία διευκρινίζει ότι η πράξη αυτή δεν αποτελεί αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, η ΕΕ με αντιδήλωσή της υπογραμμίζει ότι η Τουρκία θα πρέπει να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, κατά τη διάρκεια των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων και ότι πρέπει να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στα κυπριακά πλοία και αεροσκάφη.
Τελικά, στις 3 Οκτωβρίου 2005, ξεκινούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, καθώς στις 26 Ιανουαρίου 2005, η Τουρκία διατύπωσε πρόταση δέκα σημείων, για ταυτόχρονη άρση περιορισμών στην Κύπρο.
Στις 7 Δεκεμβρίου 2006, είχαμε την πρόταση τριών σημείων της Τουρκίας με την οποία έμπαινε θέμα ανοίγματος ενός λιμανιού και ενός αεροδρομίου της Τουρκίας, με τον όρο ότι θα άνοιγαν το λιμάνι της Αμμοχώστου στο διεθνές εμπόριο και το αεροδρόμιο Ετζιάν (Τύμπου) στις διεθνείς πτήσεις.
Με λίγα λόγια, ο Ερντογάν υπέγραφε για να γυρίσει στην Τουρκία και να ανακοινώσει έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αλλά δεν σκόπευε να κάνει τίποτε.
Όπως το 1923 στη Λωζάννη, έτσι και το 2004 στις Βρυξέλλες…
«Μπορεί να έλθει ο Γκιουλ, αλλά θα φύγω εγώ»!
Είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνη την Δευτέρα, 3 Οκτωβρίου 2005, ημέρα που είχε οριστεί για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, το παζάρι επί συμφωνημένων συνεχιζόταν ως τα ξημερώματα: Είκοσι ώρες εξουθενωτικών διαπραγματεύσεων, ολονύκτιες διαβουλεύσεις, το ένα παζάρι πάνω στο άλλο. Λόγω τουρκικών πιέσεων η προεδρία προσανατολιζόταν σε αλλαγές στην παράγραφο 5 (που κατόπιν έγινε 7) του Διαπραγματευτικού Πλαισίου της Τουρκίας, η οποία αναφέρεται στην ανάγκη ευθυγράμμισης της Τουρκίας με την πολιτική της ΕΕ στους Διεθνείς Οργανισμούς.
Η Τουρκία είχε υπαναχωρήσει και δεν ήθελε να άρει το βέτο ως προς την συμμετοχή της Κύπρου. Παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η Κοινή Δήλωση στο Συμβούλιο Σύνδεσης Τουρκίας–ΕΕ – ένα λεπτομερές κείμενο 30 σελίδων. Ήταν το πρώτο κοινοτικό κείμενο με τόσο σαφείς οδηγίες, που έθετε ως όρους οκτώ θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, μεταξύ των οποίων η έμπρακτη αναγνώριση της Κύπρου, το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης, η προστασία των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής σε Ίμβρο και Τένεδο.
Η Τουρκία προσπάθησε και πάλι να βρει μια διέξοδο και η Βρετανία επιχείρησε να προσθέσει μια… ερμηνευτική δήλωση. Ο Μολυβιάτης εξήγησε στον Στρο ότι δεν μπορούσαν να υπάρξουν αλλαγές σε κείμενα ήδη συμφωνημένα προ δεκαπενθημέρου. Και διαμηνύει στον Στρο: «Αν εξακολουθήσετε να πιέζετε για αλλαγές, μπορεί να έλθει στο Λουξεμβούργο ο κ. Γκιουλ, αλλά θα φύγω εγώ».
«Φαίνεται ότι μιλάω πολύ με τους Τούρκους»!
Τότε ήταν που ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Στρο έπεσε στο ατόπημα να αποκαλέσει δύο φορές τον Κύπριο ομόλογό του Ιακώβου «Ελληνοκύπριο υπουργό Εξωτερικών». Μετά τις αντιδράσεις ζήτησε συγγνώμη. Λέγοντας το αμίμητο: «Φαίνεται ότι μιλάω πολύ με τους Τούρκους τελευταία και έχω επηρεαστεί».
Τελικά, η Νομική Υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αποφαίνεται ότι μια ερμηνευτική δήλωση δεν έχει νομική βάση. Τα πράγματα μένουν ως έχουν, η Τουρκία υποχωρεί, αλλά μετά υποβάλλει κατά της Κύπρου… 18 βέτο όσον αφορά στη συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ΟΟΣΑ κλπ). Συνεχίζοντας μέχρι σήμερα…
Με τα γνωστά. Όπως αυτά που έκαναν μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης – Σεπτεμβριανά το 1955, απελάσεις το 1964, διώξεις μειονοτήτων, παραβίαση της Συνθήκης στην Ίμβρο και στην Τένεδο, εισβολή και κατοχή στην Κύπρο.
Και ακολούθησαν το casus belli, οι παραβιάσεις, «γκρίζες ζώνες», Σισμίκ, Νταβός, mea culpa του Α. Παπανδρέου, το 1987, τα Ίμια, το 1996, και πάει λέγοντας μέχρι το 2011, όταν η Κύπρος αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τους υδρογονάνθρακές της.
Όσο για το ΝΑΤΟ, τα ίδια και τα ίδια. Το 2003, όταν ενόψει το πολέμου στο Ιράκ ξέσπασε ο καυγάς για την προάσπιση της Τουρκίας, η Γαλλία ήταν και πάλι αντίθετη – σε αντίθεση με την Ελλάδα, που τότε υποστήριζε πως «δεν είναι σωστό να αρνηθούμε το αίτημα της Τουρκίας για προστασία της. Είναι μέλος του ΝΑΤΟ και δικαιούται να ζητά ενεργοποίηση του άρθρου 4»!
Τελικά, ο τότε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Τζορτζ Ρόμπερτσον επέβαλε την «σιωπηρή διαδικασία», βάσει της οποίας αν δεν κατατεθούν γραπτώς ενστάσεις η απόφαση θεωρείται ειλημμένη. Η Γαλλία είχε τότε παρακαμφθεί, δια της παραπομπής του θέματος στην Επιτροπή Αμυντικής Συμμαχίας, όπου το Παρίσι δεν μετέχει από το 1966.
Και για να τελειώνουμε: Προφανώς δίνουμε – και πρέπει πάντα να δίνουμε – χώρο και χρόνο στη διπλωματία. Αλλά διπλωματία για να εξασφαλίζουμε συμμάχους – αυτό που γίνεται σήμερα. Η Άγκυρα δεν παραιτείται των διεκδικήσεών της, μόνο υποχρεώνεται.
«Δεν υπάρχουν σύνορα στο Αιγαίο»…
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Μάιο του 2013, ο Νταβούτογλου, ως υπουργός των Εξωτερικών, απαντώντας σε ερώτηση της βουλευτού του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος Ντιλέκ Ακάγκιουν Γιλμάζ, δήλωσε ότι στο Αιγαίο… δεν υπάρχουν σύνορα και πως τα προβλήματα στο Αιγαίο είναι «ζήτημα ερμηνείας των διεθνών συμβάσεων»!
Τον Σεπτέμβριο του 2014, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουαλία, το κλίμα και πάλι δεν ήταν καλό. Η επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι της Κύπρου είχε φθάσει στο ζενίθ και το Μπαρμπαρός έκοβε βόλτες. Η συνάντηση με τον Ερντογάν (που έλεγε τα ίδια και τα ίδια) έληξε άδοξα, με τον Σαμαρά να βάζει τέλος στη συζήτηση με την φράση «Λοιπόν, κ. πρόεδρε, βρισκόμαστε μπροστά σε μια πραγματική διαφορά».
Ο καυγάς με τον Κάμερον και οι συμμαχίες του σήμερα
Τον Οκτώβριο του 2014, στο Συμβούλιο Κορυφής στις Βρυξέλλες, τα ίδια χάλια. Ο Κύπριος Πρόεδρος Αναστασιάδης είχε αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα υγείας και στη Σύνοδο τον εκπροσώπησε ο Έλληνας πρωθυπουργός Σαμαράς. Ο Βρετανός πρωθυπουργός (όπως βλέπετε η Ιστορία επαναλαμβάνεται) προσπαθεί να σώσει την Τουρκία, ζητώντας ένα πιο ήπιο κείμενο. Γίνεται μεγάλος καυγάς και τελικά, στο Κείμενο Συμπερασμάτων, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητά από την Τουρκία να σεβαστεί την κυριαρχία της Κύπρου στα χωρικά της ύδατα και στα κυριαρχικά δικαιώματά της στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της.
Στο ίδιο κείμενο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
επαναβεβαίωνε τη Δήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της,
στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, με την υπογράμμιση ότι η αναγνώριση όλων των
κρατών μελών, αποτελεί απαραίτητη συνιστώσα της διαδικασίας προσχώρησης.
Σήμερα, αντιμετωπίζουμε πραγματική απειλή πολέμου και η Τουρκία επιδίδεται πάλι στα γνωστά παζάρια και τα μπρος πίσω. Σα να μην πέρασε μια μέρα από τη Λωζάννη. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης από την πλευρά του επιδίδεται σε έναν πρωτοφανή διπλωματικό μαραθώνιο και εξασφαλίζει συμμαχίες – τόσες, όσες δεν είχαμε ποτέ – απομονώνοντας πλήρως την Τουρκία, που θεωρεί πως μπορεί να συνεχίσει να πουλά κιλίμια.
ΣΥΡΙΖΑ: Τα σύνορα είναι… ταξικά!
Και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υποφέρεται και τώρα παριστάνουν τους τουρκοφάγους, να τους θυμίσω, κλείνοντας, ένα δυο πραγματάκια:
-22 Ιουλίου 2013, Πολιτική Απόφαση του Ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ: «Αποκαθιστούμε στη θεωρία και την πράξη τις έννοιες «εθνικό» και «πατριωτικό», συνδέοντάς τες με το γνήσια λαϊκό. Ο εθνικισμός και η πατριδοκαπηλία βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον δημοκρατικό-διεθνιστικό πατριωτισμό των λαϊκών τάξεων και της Αριστεράς. Θα προχωρήσουμε, με γνώμονα τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, στην επίλυση των ανοιχτών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας της χώρας και των κατοίκων της».
(Τότε μιλούσαν για «ανοιχτά θέματα». Σήμερα, ψειρίζουν κάθε φράση, λες και είναι οι μεγάλοι υπερασπιστές των εθνικών δικαίων)
-14 Μαρτίου 2014, Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ: «Για τα λεγόμενα εθνικά θέματα, κάθε αντίθετη άποψη στηλιτεύεται και απαγορεύεται στην πράξη ακόμα και η αναφορά σε εθνικές μειονότητες που ζουν στη χώρα μας, ενώ την ίδια στιγμή τμήματα του πληθυσμού που ανήκουν σε μειονότητες αποκλείονται από βασικά κοινωνικά δικαιώματα (στέγαση, εκπαίδευση, υγεία κ.ά)».
(Προσέξτε: Τα «λεγόμενα εθνικά θέματα»! Και ζουν και «εθνικές» μειονότητες στη χώρα μας! Πώς να μην τους αγαπάει ο Ερντογάν!)
-Στις 3 Σεπτεμβρίου 2014, ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε το άρθρο του αντιρατσιστικού νόμου που ποινικοποιεί την άρνηση των αναγνωρισμένων από το ελληνικό κοινοβούλιο Γενοκτονιών. Και έλεγαν πως «γνωρίζουμε ότι αναφέρεστε και στα εγκλήματα κατά των Ποντίων και των Αρμενίων και θέλουμε να πούμε ότι σεβόμαστε αυτά τα θύματα και τα τιμάμε και τιμάμε τη μνήμη και τον πόνο που υπάρχει γύρω από αυτό το θέμα. Όμως, λέμε ότι αυτό δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ούτε καπηλείας ούτε εθνικής πλειοδοσίας. Είναι θέμα επιστημόνων το να καθορίσουν αν είναι θέμα γενοκτονίας ή θέμα εθνοκάθαρσης». Και πως «η προτεινόμενη από διάφορους –και εθνικιστικούς κύκλους, δυστυχώς και πολλούς βουλευτές- συμπερίληψη των εγκλημάτων της γενοκτονίας εναντίον Ποντίων, Αρμενίων κ.λπ. δεν θεραπεύει, αλλά εντείνει το πρόβλημα».
(Σέβονταν τα θύματα, αλλά δεν ήξεραν πόσο… θύματα ήταν και περίπου πρότειναν να κάνουμε μερικές… ημερίδες!)
Και βέβαια, μας συνιστούσαν «να αφήσουμε κατά μέρος τα εθνικά φαντασιακά, τους εθνικούς μας εχθρούς, γιατί σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχουν σύνορα. Δεν υπάρχουν εθνικά σύνορα. Υπάρχουν ταξικά σύνορα»!
Γι’ αυτό και δέχονταν τα πάντα – όπως την Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας για το μεταναστευτικό.
Ας μας αφήσουν, λοιπόν, ήσυχους να κάνουμε τη δουλειά μας, γιατί έχουν δώσει τα διαπιστευτήριά τους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου