Το ΠΡΩΤΟ σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το ΔΕΥΤΕΡΟ, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το ΤΡΙΤΟ σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Νίκος Καζαντζάκης «ΑΣΚΗΤΙΚΗ».

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΟΜΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΑΡΧΕΣ ΔΗΜΑΡΧΟΙ Η ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.
ΤΕΡΜΑ ΣΤΑ ΤΕΡΠΙΤΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΙ ΚΕΝΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙΣΑΡΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΟΔΟ ΕΝΩ ΤΟΣΕΣ ΤΕΤΡΑΕΤΙΕΣ ΕΦΕΡΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΣ.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

 

Λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα αγώνα, μόλις έφτασε το τρίτο έτος της ελληνικής επανάστασης η ανάγκη για… δανεικά αρχίζει να καθίσταται επείγουσα.

Γράφει ο Βαγγέλης Σαραντίδης

Ο αγώνας εναντίον των Οθωμανών χρηματοδοτούνταν, κατά κύριο λόγο, από ιδιωτικές δωρεές, τις μεγάλες περιουσίες των ναυτικών οικογενειών, τους Έλληνες του εξωτερικού, την υπερφορολόγηση και τους εμπορικούς δασμούς. Η προσωρινή κυβέρνηση, η οποία είχε συγκροτηθεί με την Α’ Εθνοσυνέλευση αντιμετώπισε τις πρώτες ταμειακές δυσκολίες. Σύμφωνα με τον καθηγητή στο τμήμα Διεθνών και

Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Σπύρο Μπλαβούκο, τον Μάρτιο του 1822, δηλαδή έναν χρόνο μετά την επίσημη κήρυξη της επανάστασης, ξεκίνησε η αναζήτηση δανείων. Όμως, η ελληνική αντιπροσωπεία, βρήκε «κλειστές πόρτες» και εισέπραξε τα διαδοχικά «όχι» της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Από την προσωρινή κυβέρνηση, η οποία απαρτιζόταν, κατά κύριο λόγο, από την φιλοβρετανική παράταξη του Μαυροκορδάτου και του Κουντουριώτη, λαμβάνεται η απόφαση συγκρότησης μίας τριμελούς Επιτροπής, η οποία θα διαπραγματευτεί τους όρους ενός δανείου από το Λονδίνο. Η συγκεκριμένη Επιτροπή μεταβαίνει στη βρετανική πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1824 και έναν μήνα μετά, δηλαδή στις 20 Φεβρουαρίου του 1824, υπογράφει την πρώτη δανειακή σύμβαση της προσωρινής κυβέρνησης, ύψους 800.000 στερλινών.

Ωστόσο, οι όροι αυτού του δανείου, όπως παρατηρεί ο κ. Μπλαβούκος, θεωρούνται κάτι παραπάνω από τοκογλυφικοί. Το δάνειο συνάπτεται με τιμή έκδοσης 59% (σ.σ. δηλαδή όποιος παρέχει 59 στερλίνες, εισπράτει 100 στερλίνες), ετήσιο τόκο αποπληρωμής 5% επί της ονομαστικής αξίας, προμήθεια 3% και ασφάλιστρα 1,5%. Μάλιστα, το οφειλόμενο ποσό θα αποπληρωνόταν σε εξαμηνιαίες δόσεις, με περίοδο αποπληρωμής τα 36 έτη, δηλαδή το 1860. Για τον Έλληνα καθηγητή, όμως, το παράδοξο της υπόθεσης είναι το εξής: Ως εγγύηση για την αποπληρωμή των τόκων ορίζονται όλα τα δημόσια έσοδα, ενώ για την αποπληρωμή του κεφαλαίου «δεσμεύονται» όλα τα εθνικά ακίνητα. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα καταλήγει μόλις το 1/3 της ονομαστικής αξίας του δανείου, δηλαδή κάτι λιγότερο από 300.000 στερλίνες. Ο λόγος; Η υποχρέωση προκαταβολής των τόκων δύο ετών, οι δαπάνες για χρεολύσια, η υποχρεωτική αγορά εμπορευμάτων από την Αγγλία και τα… υπέρογκα έξοδα της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Λονδίνο.

Παρά τους τοκογλυφικούς όρους του δανείου, τα συγκεκριμένα χρήματα θεωρούνται υπεραρκετά για να παράσχουν την απαιτούμενη ώθηση στα ελληνικά στρατεύματα στη μάχη εναντίον των Οθωμανών. Αντ’ αυτού, το ποσό των 300.000 στερλινών δαπανείται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στον εμφύλιο μεταξύ Ελλήνων και… Ελλήνων. Η κυριαρχούσα παράταξη των Μαυροκορδάτου — Κουντουριώτη επιλέγει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα, προκειμένου να εδραιώσει τη θέση της στην εξουσία, και να υπονομεύσει τη δυναμική των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου, κάτι το οποίο οδηγεί στον α’ εμφύλιο πόλεμο της επαναστατικής περιόδου. Βέβαια, σημαίνοντα ρόλο στις εξελίξεις, όπως σημειώνει ο κ. Μπλαβούκος, διαδραματίζει και η Αγγλία, η οποία παρεμβαίνει συστηματικά υπέρ του αγγλόφιλου κόμματος και εναντίον των αντιφρονούντων, όπως για παράδειγμα ο Κολοκοτρώνης.

Λίγους μήνες αργότερα, καθίσταται εμφανής η ανάγκη για τη σύναψη ενός δεύτερου δανείου, καθώς οι απαιτήσεις του ένοπλου αγώνα εναντίον των Οθωμανών «γιγαντώνονται» και η κατασπατάληση του α’ δανείου ήταν γεγονός. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1825, Ελλάδα και Αγγλία συνάπτουν και δεύτερο δάνειο, ύψους, αυτή τη φορά 2 εκατομμυρίων στερλινών. Οι όροι πανομοιότυποι με του πρώτου δανείου: τιμή έκδοσης 55,5%, υψηλό επιτόκιο και υπερβολικές δαπάνες σύναψης (ασφάλιστρα κλπ).

Ως υποχρέωση, παράλληλα, εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, ορίζεται η οργάνωση μισθοφορικού στρατιωτικού σώματος υπό τον Βρετανό στρατηγό Κόχραν και η παραγγελία έξι πλοίων από την Αγγλία και οκτώ φρεγατών από την Αμερική, τα οποία είτε δεν παραδίδονται ποτέ, είτε παραδίδονται όταν ο αγώνας έχει ουσιαστικά κριθεί.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω; Τα χρήματα που εισέρχονται στα ελληνικά ταμεία, μετά βίας υπερβαίνουν τις 232.000 στερλίνες, ήτοι στο 1/9 του αρχικού δανείου.

Θετικές συνέπειες αυτών των δύο δανειακών συμβάσεων, ήταν το ότι αποτελούν επί της ουσίας την πρώτη de facto αναγνώριση της Ελλάδας ως εμπόλεμου κράτους και την ταύτιση των ελληνικών συμφερόντων μ’ αυτά των μεγάλων αγγλικών τραπεζών, καθώς ενδεχόμενη κατάρρευση του ελληνικού μετώπου θα σηματοδοτούσε την απώλεια των χρημάτων τους. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραληφθεί και η προσφορά των δύο δανείων στην ενίσχυση του ελληνικού στρατεύματος, κάτι το οποίο αποτυπώνεται, όπως σημειώνει ο ανωτέρω Έλληνας καθηγητής, στις ναυμαχίες της Μυκάλης, του Γέροντα και της Σάμου. Όμως, τελικά, πότε ακριβώς αποπληρώθηκαν αυτά τα δύο δάνεια; Οι εξωφρενικοί όροι που συνοδεύουν αυτές τις δανειακές συμβάσεις συνεπάγονται τη στάση πληρωμής της προσωρινής κυβέρνησης, το 1827. Πριν δηλαδή, από την επίσημη ανακήρυξη του ελληνικού κράτους.

Παρά τα δάνεια που συνάφθηκαν στη συνέχεια, με την μεσολάβηση κυρίως του Βασιλιά Όθωνα, η αποπληρωμή των δύο επαναστατικών δανείων παραμένει σε εκκρεμότητα έως το 1866, όταν Ελλάδα και Βρετανοί δανειστές ξεκινούν διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση των ελληνικών ομολόγων. Αρκετά χρόνια αργότερα, και ειδικότερα το 1878, δίνεται η λύση, η οποία προβλέπει την αναχρηματοδότηση των δύο δανείων, μέσω της έκδοσης νέων ελληνικών ομολόγων. Τα νέα ομόλογα έχουν ως διάρκεια ωρίμανσης τα 30 έτη, κάτι το οποίο σημαίνει ότι η Ελλάδα «ξεμπερδεύει» με τα πρώτα δύο δάνεια της ιστορίας της, σχεδόν 100 χρόνια αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου