«Αμφισημίες»
και «γκρίζα» σημεία εντοπίζει στη Συμφωνία των Πρεσπών ο καθηγητής του
Συνταγματικού δικαίου της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)
Γεώργιος Γεραπετρίτης. «Το
γεγονός δηλαδή, ότι καταλήξαμε επιτέλους σε μια συμφωνία δεν είναι ούτε
επαρκές, ούτε αναγκαίο για να τη χαρακτηρίσουμε ως μια καλή και
σπουδαία συμφωνία»...
τόνισε, μιλώντας στο Πρακτορείο 104,9 fm, ο κ. Γεραπετρίτης και
πρόσθεσε: «Η αίσθηση που εγώ αποκομίζω είναι ότι στη δεδομένη στιγμή,
όπως διαμορφώθηκε το ιστορικό πλαίσιο η Ελλάδα βρισκόταν σε μια θέση
ισχύος στα πράγματα. Θέση ισχύος, που διαμορφώθηκε από σημαντικές
συμφωνίες, οι οποίες κατακτήθηκαν με όποιον τρόπο κατακτήθηκαν και οι
οποίες, αισθάνομαι ότι τεχνικά – σε επίπεδο δηλαδή περισσότερο τεχνικής
συμφωνίας – δεν αξιοποιήθηκαν στο έπακρο».
«Το
πρώτο πρόβλημα είναι ότι εκ μέρους της ελληνικής διπλωματίες υπήρξαν
παραχωρήσεις περαιτέρω του ονόματος, που έχουν να κάνουν με το ζήτημα
της ταυτότητας και της γλώσσας, το δεύτερο είναι ότι η συμφωνία αυτή
τεχνικά, δημιουργεί αμφισημίες, αμφινομίες και κενά, τα οποία θα κληθούν
οι διπλωμάτες και οι πολίτες να τα διαχειριστούν κατά την εφαρμογή της
συνθήκης» συμπλήρωσε ο καθηγητής του ΕΚΠΑ.
Ο
κ. Γεραπετρίτης έφερε, ως παράδειγμα, την εφαρμογή του «erga omnes»,
λέγοντας ότι στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας τα δημόσια έγγραφα θα
εξακολουθούν να φέρουν την ονομασία της «Δημοκρατία της Μακεδονίας» για
«αόριστο» χρόνο, καθώς ως μεταβατικός χρόνος προσδιορίζεται η πενταετία
από την έναρξη του «κάθε» ξεχωριστού κεφαλαίου των επικείμενων
ενταξιακών διαπραγματεύσεων της χώρας με την Ε.Ε., οι οποίες μπορεί να
είναι και πολυετείς και συνέχισε: «Εάν, σήμερα που μιλάμε και για τα
επόμενα είκοσι χρόνια κυκλοφορούν εσωτερικά έγγραφα παντού με το
χαρακτηρισμό «Μακεδονία», τότε αντιλαμβάνεστε ότι η παιδαγωγική πρόσληψη
του φαινομένου θα είναι ότι «παραμένουμε ως τέτοιοι». Δε θα υπάρχει μια
παιδαγωγική δυναμική, έτσι ώστε οι ίδιοι οι κάτοικοι της γείτονος να
αντιληφθούν ότι έχει υπάρξει μια ιστορική μετάβαση. Φοβούμαι, ότι θα
παραμείνουμε σε μια λογική, η οποία θα έχει να κάνει με τον
αυτοπροσδιορισμό, ως «μακεδόνες». Και βεβαίως, στο μέτρο που η Συμφωνία
έχει αυτά τα ζητήματα ερμηνείας και αμφισημίας, η λογική είναι ότι
στηρίζεται πάρα πολύ στην καλή πίστη, των μερών».
«Δυστυχώς,
καταλείπονται πολλά πράγματα σε μια μελλοντική διευθέτηση, η οποία
εξαρτάται πολύ από την υποκειμενική ψυχολογία των μερών. Θα έπρεπε,
δηλαδή, να έχουν τεθεί και εν πολλοίς λυθεί τα ζητήματα αυτά πριν μπούμε
σε μια λογική να καταρτιστεί η Συμφωνία» ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης. Σε
ό,τι αφορά τη συνταγματική αναθεώρηση στη γειτονική χώρα, ο κ.
Γεραπετρίτης τόνισε ότι πράγματι υπάρχει περίληψη πολλών εκ των
διατάξεων της Συμφωνίας στο σύνταγμα της, αλλά υπάρχουν και «πάρα πολλές
αντιφάσεις».
«Το
λέω με σεβασμό, δεν υποδηλώνω ότι υπήρξε κουτοπονηριά στα πράγματα,
αλλά είναι μια συνταγματική αναθεώρηση, η οποία έχει πάρα πολλές
αντιφάσεις στο εσωτερικό της. Είναι, δηλαδή, μια – ας μου επιτρέψουν οι
γείτονες – κακότεχνη αναθεώρηση» είπε ο κ. Γεραπετρίτης και συνέχισε:
«Στο ένα άρθρο αναφέρεται ότι αλλάζει ο όρος «Μακεδονία» και καθίσταται
«Βόρεια Μακεδονία» στα υπόλοιπα άρθρα, όπου πλέον θεωρείται ότι έχει
αλλάξει ο όρος, αναφέρεται και πάλι το όνομα «Μακεδονία». Στο ένα άρθρο
γίνεται αναφορά στο ότι όπου «Μακεδονία», βλέπε «Βόρεια Μακεδονία», στο
αμέσως επόμενο άρθρο υπάρχει τριπλή αναφορά σε «μακεδονικό λαό».
Μολονότι, υπάρχει ρητή αναφορά στη Συνθήκη, εντούτοις το προοίμιο του
Συντάγματος δε φαίνεται να αλλάξει και δεν φαίνεται να αλλάζει με τρόπο
ικανοποιητικό. Διατηρείται τέλος μια επιφύλαξη σε ότι αφορά το ιστορικού
χαρακτήρα, αλλά σημαντικό για την ταυτότητα της Βόρειας Μακεδονίας,
άρθρο, το οποίο αναφέρεται στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες όπου εκεί
παραμένει ο όρος «Μακεδονία»».
«Έχω
την αίσθηση ότι ακριβώς υπήρξαν ορισμένα σημεία, τα οποία ήταν «γκρίζα»
στη συνθήκη των Πρεσπών προσπάθησαν οι γείτονες να εξασφαλίσουν όσο
περισσότερο ζωτικό, συνταγματικό χώρο μπορούσαν» συνέχισε ο κ.
Γεραπετρίτης και συμπλήρωσε: «Είναι εν τέλει ζήτημα ερμηνείας του
συντάγματος, πώς θα αρθούν αυτές οι αντιφάσεις. Και για αυτό το λόγο, το
πώς θα εφαρμοστούν αυτές οι διατάξεις είναι εν τέλει το κρίσιμο για να
δούμε εάν θα υπάρξει συμμόρφωση στη συνθήκη των Πρεσπών».
Ο
κ. Γεραπετρίτης υπογράμμισε ότι, από νομικής άποψης, σε κάθε συμφωνία
και ιδιαίτερα σε μια συμφωνία τέτοιας σημασίας θα πρέπει να επιδιώκεται ο
περιορισμός των περιθωρίων για «υποκειμενικές» ερμηνείες και πρόσθεσε:
«Όταν επιχειρείς να επιλύσεις ένα ζήτημα τόσο υψηλής ευαισθησίας, όπου
καλώς ή κακώς υπάρχει πολύ μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, φροντίζεις να
αφήσεις όσο το δυνατόν λιγότερα στην καλή πίστη. Να ρυθμίσεις τα
περισσότερα και να αφήσεις όσο το δυνατόν λιγότερα σε υποκειμενικές
αξιολογήσεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου