«Ο νους μου και ο
λογισμός συγχύζεται να γράψει
να στιχοπλέξει
αστοχεί την άλωσιν της Πόλης
εσείς βουνά θρηνήσετε
και πέτρες ραγισθείτε
και ποταμοί φυράνετε
και βρύσες ξερανθείτε
διότι εχάθη το κλειδί
όλης της οικουμένης
το μάτι της ανατολής
και της Χριστιανοσύνης»
Γράφει ο ΣΠΙΝΟΣ Κωνσταντίνος
Στις 6 Ιανουαρίου του 1449
στέφθηκε στην Μητρόπολη του Μυστρά «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων και βασιλεύς των
Ελλήνων» ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ο τελευταίος
αυτοκράτωρ του
Βυζαντίου, που έδωσε την ζωή του αυτοπροαιρέτως, για να υπερασπίσει την
περικαλλή και ένδοξη πατρίδα. Οι Ιστορικοί της εποχής του το παρουσιάζουν ως
γενναίο, αποφασιστικό, σώφρονα, φιλόπατρι, ευσεβή, μετριοπαθή, μορφωμένο, που
ενέπνεε θαυμασμό και αγάπη σε όλους τους υπηκόους του. Παρά ταύτα αποτέλεσε την
τραγικότερη μορφή της αλώσεως, όπου πολέμησε ως νέος Αχιλλέας και πέθανε
ως νέος Λεωνίδας. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
και ο Λεωνίδας ανέτρεψαν το κατεστημένο. Δοξάστηκαν και υμνήθηκαν παγκοσμίως
παρότι ηττήθηκαν.
Δύο μήνες μετά από την στέψη του εγκαταστάθηκε
στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε μια
κατάσταση απελπιστική. Ο λαός είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, στους «ενωτικούς»
και στους «ανθενωτικούς», δηλαδή σ’ αυτούς που ήθελαν (οι περισσότεροι )
για πολιτικούς λόγους την ένωση των Εκκλησιών και σ’ αυτούς που δεν ήθελαν
καμία συνεννόηση με την παπική Εκκλησία Παράλληλα ο Κωνσταντίνος είχε να
αντιμετωπίσει τεράστιο οικονομικό πρόβλημα. Τα αυτοκρατορικά ταμεία ήταν σχεδόν
άδεια. Διατάζει τότε αιματηρές οικονομίες. Αναγκάζεται να λιώσει σε νομίσματα
τις ασημένιες πόρτες του παλατιού και άλλα χρυσά και αργυρά αντικείμενα.
Προσπαθεί συγχρόνως να επιβάλλει φόρους σε Βενετούς εμπόρους αλλά δεν
πετυχαίνει τίποτα. Τα μεγάλα προβλήματα που μάστιζαν την Βασιλεύουσα και οι
μακροχρόνιες προσπάθειές του για την εξεύρεση λύσεων, οι οποίες πολλές φορές
τορπιλίζονταν εκ των έσω, ίσως εμπόδιζαν
τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο να παρακολουθήσει τις εξελίξεις
στην πολεμική τεχνολογία που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ευρώπη.
Ο 15ος
αιώνας υπήρξε ο κατ’ εξοχήν αιώνας της Αναγεννήσεως στην Ιταλία. Η Ιταλία όμως
του 14ου αιώνα υπήρξε παράλληλα και χώρος δοκιμών νέας πολεμικής
τεχνολογίας. Εκεί πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό η εξέλιξη των πυροβόλων
όπλων που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Δυτική Ευρώπη το 14ο
αιώνα. Από την Ιταλία φαίνεται ότι σταδιακά η χρήση αυτών των όπλων διαδόθηκε
και στα Βαλκάνια. Λόγω των στενών σχέσεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τις
Ιταλικές ναυτικές δημοκρατίας από τον 11ο αιώνα, θα περίμενε κανείς,
ότι οι Βυζαντινοί θα ήταν οι πρώτοι που θα επωφελούνταν από την διάδοση της
νέας πολεμικής τεχνολογίας στο βαλκανικό χώρο ιδιαίτερα, καθώς διέτρεχαν άμεσο
κίνδυνο από την Οθωμανική επέκταση. Αυτό όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, η εκτενέστερη
χρήση της νέας πολεμικής τεχνολογίας στο βαλκανικό χώρο έγινε από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το πυροβολικό επανειλημμένα τον 15ο
αιώνα ιδίως κατά τη διάρκεια επιθέσεων εναντίον Ελληνικών πόλεων και οχυρών
(1422 στην Κωνσταντινούπολη και Κότζινο Λήμνου, 1446 Εξαμίλιο Πελοποννήσου,
1430 Θεσσαλονίκη, 1458 Ακροκόρινθο και Πάτρα, 1460 Σαλμενίκο Πελοποννήσου).
Στην Ιταλία εξάλλου
πραγματοποιήθηκε και ένα άλλο επίτευγμα πολεμικής τεχνολογίας. Ο Κρητικής
καταγωγής ναυτικός ονόματι Σόρβολος με «δίολκο» ως μέθοδο
διεκπεραίωσης, μετέφερε Βενετικά πλοία δια ξηράς στην Λίμνη Γκάρντα.
Την μέθοδο αυτή χρησιμοποίησε με επιτυχία ο Μωάμεθ Β΄ κατά
την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, όπου την 22 Απριλίου 1453 μετέφερε δια
ξηράς 70 πλοία από τον Βόσπορο πάνω από τον λόφο του Πέραν, στον Κεράτιο κόλπο.
Έτσι εξουδετέρωσε τη χρήση του Κερατίου κόλπου, ως φυσικής τάφρου, και ανάγκασε
τους υπερασπιστές της πόλης να διασπείρουν τις λιγοστές δυνάμεις τους που μέχρι
τότε ήταν παρατεταγμένες κατά μήκος των χερσαίων τειχών, σε μεγαλύτερη
έκταση.
Ένα άλλο
καθοριστικό γεγονός που σημάδεψε την βασιλεία του Κωνσταντίνου ΙΑ
Παλαιολόγου, ήταν ο θάνατος του σουλτάνου Μουράτ Β΄ και η διαδοχή
στην εξουσία από τον Μωάμεθ Β΄ που ήταν τότε 19 χρονών, με την εντολή να
κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη και την υπόσχεση να μεταβάλει σε
πραγματικότητα το όνειρο όλων των προηγούμενων σουλτάνων. Αφού αποφάσισε να δώσει το τελικό κτύπημα
στην Κωνσταντινούπολη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική προσοχή.
Πρώτα απ’ όλα έκτισε στα βόρεια της πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου,
στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο με πύργους, του οποίου τα
επιβλητικά απομεινάρια υπάρχουν ακόμα (Ρούμελι – χισάρ). Τα κανόνια που
τοποθέτησε εκεί ήταν πελώρια για την εποχή του.
Ο Ενετός Νικόλαος Μπάρμπαρο (Nicolo Barbaro), αυτόπτης μάρτυρας,
που έζησε όλη την φρίκη της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως, συγγραφέας του
«Ημερολογίου της Πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως», γράφει ότι «το οχύρωμα
αυτό είναι εξαιρετικά ισχυρό από την θάλασσα και ως εκ τούτου είναι τελείως
αδύνατη η κατάληψή του, επειδή στην ακτή και στα τείχη είναι στημένες πάμπολλες
βομβάρδες. Στην ξηρά το οχυρό είναι εξίσου ισχυρό, αν και υστερεί σε δύναμη από
την θάλασσα».
Ο διορατικός Μωάμεθ Β΄ που
εγκαίρως είχε αντιληφθεί ότι μόνο με την χρήση ενός νέου ισχυρού όπλου ήταν
δυνατόν να διαρραγεί αποτελεσματικά η διπλή οχύρωση της Κωνσταντινουπόλεως, η
ισχυρότερη οπωσδήποτε μεσαιωνική πόλη, διέθετε ένα πολύ καλά οργανωμένο σώμα
πυροβολικού.
Ο Ιστορικός Γουσταύος Σλουμπερζέ
στο έργο του: «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Πολιορκία και Άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως», γράφει σχετικά: «Ένα εξαιρετικά ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό στη γιγάντια πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, που σαν μάχη
είναι ίσως η πιο ξακουστή στην ανθρωπότητα, ήταν ο θαυμάσιος τρόπος που έκανε
χρήση του πυροβολικού ο στρατός των πολιορκητών, αλλά και τα εξαιρετικά
αποτελέσματα που έφερε η χρήση αυτού του πυροβολικού. Ο σουλτάνος Μωάμεθ υπήρξε
ο πρώτος μονάρχης στην Ιστορία, που είχε στη διάθεσή του πάντα μονάδες
πυροβολικού. Η μεγάλη μεσαιωνική πρωτεύουσα της χριστιανικής Ανατολής, που
χρημάτισε επί σειρά αιώνων έδρα των τελευταίων διαδόχων των αυτοκρατόρων της
Ρώμης, και που τη θεωρούσαν απόρθητη μέχρι εκείνο το χρόνο, υπήρξε η πρώτη πόλη
που υπέκυψε κάτω από τα φοβερά κτυπήματα της νεογέννητης πολεμικής δύναμης, που
οι τρομακτικές της επιπτώσεις έμελλαν να μεταρρυθμίσουν ολόκληρη την πολεμική
τέχνη και να ανατρέψουν την όψη της τύχης του κόσμου, από την ώρα εκείνη. Με
λίγα λόγια, η πτώση της Κωνσταντινούπολης το Μάιο του 1453 συμπίπτει με το
χρόνο της απροσδόκητης αλλά και ακριβούς εμφάνισης ενός πανίσχυρου και εντελώς
νέου στοιχείου της πολεμικής τέχνης».
Στις 6
Απριλίου του 1453 οι Τούρκοι άρχισαν να αναπτύσσονται γύρω από τα τείχη,
τοποθετώντας τεράστια πυροβόλα σε επίκαιρα σημεία. Στις 11 του ιδίου μήνα
έγιναν προετοιμασίες για το βομβαρδισμό της Πόλης που κράτησε έξι ημέρες. Από
τις 12 έως 18 Απριλίου. Πολύ σοβαρές ζημίες έγιναν στα τείχη. Τα ορειχάλκινα
κανόνια των Τούρκων χτυπούσαν με τα τεράστια πέτρινα βλήματά τους τα τείχη και
τους προξενούσαν μεγάλες καταστροφές. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε στους
πολιορκημένους ένα πυροβόλο το ονομαζόμενο και «βασιλικό πυροβόλο», που είχε
κατασκευάσει ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός με διάμετρο 80 εκατοστών του
μέτρου και μπορούσε να εκτοξεύει βλήματα περιφερείας 2 μέτρων και 45 εκατοστών.
Ο ιστορικός Δούκας το χαρακτηρίζει «τέρας τι φοβερόν και εξαίσιον».
Οι στρατιωτικές δυνάμεις των
Ελλήνων ήταν ελάχιστες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φραντζή οι υπερασπιστές
της πόλεως ήταν 5.000 Έλληνες και 2.000 ξένοι κυρίως Βενετοί και Γενουάτες.
Τίθεται όμως το φλέγων ερώτημα:
Γιατί όμως, παρά την κρισιμότητα της κατάστασης οι βυζαντινοί δεν αξιοποίησαν
τις πολεμικές δυνατότητες που προσέφερε η χρήση του πυροβολικού; Ο ίδιος ο
αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξάλλου είχε βρεθεί αντιμέτωπος με
το οθωμανικό πυροβολικό σε δυο περιπτώσεις το 1442 (Λήμνος) και το 1446
(Εξαμίλιο) και θα πρέπει να είχε αποκτήσει προσωπική εμπειρία της
αποτελεσματικότητός του.
Την απάντηση στο φλέγων αυτό
ερώτημα με πειστικό τρόπο δίνει σε άρθρο του
κ. Νικόλαος Νικολούδης διδάκτωρ της Βυζαντινής Ιστορίας στο
πανεπιστήμιο του Λονδίνου:
«Η απάντηση θα πρέπει να
αναζητηθεί βασικά στην οικονομική δυσπραγία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το
καλοκαίρι του 1452 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε επιχειρήσει να προσλάβει τον
Ούγγρο κατασκευαστή κανονιών Ουρβανό, ο τελευταίος όμως θεώρησε την αμοιβή που
του προτάθηκε πολύ χαμηλή και προτίμησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον
Μωάμεθ.
Παράλληλα η περιορισμένη
εδαφική έκταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απέκλειε τη συγκέντρωση των
απαραιτήτων πρώτων υλών για την κατασκευή κανονιών και πυρίτιδας. Στην διάρκεια
της πολιορκίας εξάλλου αποδείχθηκε ότι ακόμα και η περιορισμένη χρήση κανονιών
από τους πολιορκημένους ήταν αδύνατη, καθώς οι κραδασμοί που συνόδευαν την
εκπυρσοκρότησή τους προκαλούσαν σημαντικές φθορές στα γερασμένα τείχη της
πόλης.
Και μόνο η αναφορά των ανωτέρω
«απαγορευτικών» παραγόντων της χρήσης πυροβολικού από τους πολιορκημένους
δείχνει με σαφήνεια γιατί τελικά η Κωνσταντινούπολη ήταν καταδικασμένη να
υποκύψει. Εάν δηλαδή η έλλειψη επαρκούς στρατού, το χαμηλό ηθικό του πληθυσμού
και η έντονη διάσπαση των κατοίκων σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς» συνδυαστεί
με την αδυναμία της βυζαντινής κοινωνίας να παρακολουθήσει τις τεχνολογικές
εξελίξεις που ήταν απαραίτητες για την επιβίωσή της, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
κανένας ανθρώπινος παράγων δεν ήταν μακροπρόθεσμα δυνατόν να σώσει την
Βυζαντινή πρωτεύουσα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου