Και στις τέσσερις περιπτώσεις, οι Ευρωπαίοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εξοστρακιστούν οι κυβερνήσεις που έδιναν μάχη για την ανάκτηση ή τη διατήρηση της κυριαρχίας στις χώρες τους. Το μοντέλο της Ελλάδας έγινε ο οδηγός για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο – με τον οποίο τόσο μας έχει ζαλίσει το κεφάλι ο κ. Τσίπρας.
Στην Ελλάδα ο Σαμαράς ανόρθωσε την οικονομία, έβγαλε τη χώρα
από την ύφεση οδηγώντας τη για πρώτη φορά στην ανάπτυξη, μείωσε φόρους, βελτίωσε όλους τους δείκτες, βγήκε στις αγορές και επιδίωξε έξοδο από τα μνημόνια ήδη από τις αρχές του 2015 – χωρίς να χρειαστεί να βάλει την υπογραφή του σε νέα μέτρα και στη μεταφορά του συνόλου της δημόσιας περιουσίας σε ένα θηριώδες και αιωνόβιο υπερταμείο. Οι δανειστές δεν έκλεισαν την αξιολόγηση, εμποδίζοντας τη χώρα να κάνει το επόμενο βήμα και επιτρέποντας να έλθουν στην εξουσία Τσίπρας και Καμμένος, που γνώριζαν πως θα τους είχαν του χεριού τους και θα υπέγραφαν τα πάντα και, κυρίως, μνημόνια για πάντα.
Στην Ιταλία, τρεις κυβερνήσεις και όλοι οι πολιτικοί του παραδοσιακού φάσματος επαναλάμβαναν ότι πρέπει να γίνει το παν «για να μην έλθει η τρόικα» στη χώρα – αλλά ξαφνικά ο Μπερλουσκόνι άρχισε να μιλά για «παράλληλο νόμισμα» και το «Δημοκρατικό Κόμμα» του Ρέντσι διασπάστηκε με αποχώρηση της αριστερής πτέρυγας, τον Φεβρουάριο του 2017. Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι πίεζαν με απειλές και προειδοποιήσεις, με αποτέλεσμα την άνοδο των δύο άκρων, που επίσης θεωρούν ότι θα τους έχουν του χεριού τους, με βάση το παράδειγμα της Ελλάδας.
Στην Ισπανία, ο Ραχόι, που κατάφερε να βγάλει τη χώρα του από την κρίση, μειώνοντας ελλείμματα και ανεργία, αυξάνοντας την κατανάλωση και αποπληρώνοντας πρόωρα τα χρέη, βρέθηκε εκτός εξουσίας για σκάνδαλο παράνομης χρηματοδότησης του κόμματός του που ανάγεται στη δεκαετία του 1990 και πάντως δέκα χρόνια πριν ο ίδιος βρεθεί στην πρωθυπουργία. Με αποτέλεσμα στην κυβέρνηση να βρεθεί – και μάλιστα χωρίς εκλογές – ένας ετερόκλητος συνασπισμός, με τη συμμετοχή των Σοσιαλιστών, των Podemos, των Καταλανών αυτονομιστών και των Βάσκων εθνικιστών. Και αυτούς θεωρούν ότι θα τους έχουν του χεριού τους. Ανάλογο σκάνδαλο – και μάλιστα υπεξαίρεσης του κομματικού ταμείου και μάλιστα μόλις το 2012 – δεν εμπόδισε στην Ιταλία τη «Λέγκα του Βορρά» να βρεθεί στην εξουσία.
Στην Πορτογαλία, ο συντηρητικός Κοέλιου, αυτός που έβγαλε τη χώρα από την ύφεση κα τα μνημόνια, προχώρησε στην πρόωρη αποπληρωμή των δανείων, μείωσε την ανεργία, αύξησε τον κατώτατο μισθό, μείωσε τις εργοδοτικές εισφορές, επίσης έπεσε στη Βουλή αν και είχε κερδίσει τις εκλογές. Με αποτέλεσμα να σχηματιστεί και εκεί ετερόκλητη κυβέρνηση πρώην σκληρών αντιπάλων, αποτελούμενη από τους Σοσιαλιστές, τους Κομμουνιστές και το Μπλόκο της Αριστεράς που μέχρι εκείνη την ώρα σκοτώνονταν. Τώρα, η κυβέρνησή τους εφαρμόζει πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθεροποίησης, η τρόικα επισκέπτεται τη Λισαβόνα δυο φορές τον χρόνο ως το 2035 και οι σύμμαχοι του Κόστα καταψηφίζουν όποτε θέλουν νομοσχέδια, τα οποία περνούν επειδή το κεντροδεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα επιλέγει την οδό της αποχής για να βγαίνουν τα «κουκιά». Και βέβαια, το γεγονός ότι ο σοσιαλιστής πρώην πρωθυπουργός Σόκρατες βρέθηκε στη φυλακή, τελεί σε κατ’ οίκον περιορισμό και του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για διαφθορά και ξέπλυμα χρήματος, ουδόλως εμπόδισε τον διάδοχό του Κόστα να γίνει πρωθυπουργός.
Προφανώς, δεν είναι τυχαία όλα αυτά. Τα παραδοσιακά κόμματα, είτε ανήκουν στην κεντροδεξιά είτε στην κεντροαριστερά, έχουν αρχές, καταστατικά, αντιστάσεις, δοκιμασμένα στελέχη, δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία που παραδοσιακά λειτουργούν ως ασπίδα.
Αντίθετα, οι αλεξιπτωτιστές της εξουσίας κάνουν το παν για να διατηρηθούν στα αξιώματά τους, δημιουργώντας συμμαχίες χωρίς αρχές, χωρίς συνοχή, χωρίς σοβαρές προγραμματικές συμφωνίες. Μοναδική τους επιδίωξη η εξουσία και η νομή της. Και αυτό συνέβη μέσα σε τρία μόλις χρόνια σε Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία.
Ντι Μάγιο και Σαλβίνι όπως Τσίπρας - Καμμένος
Στην Ιταλία, μετά την γνωστή διελκυστίνδα που ακολούθησε τις εκλογές της 4ης Μαρτίου, πρωθυπουργός ορκίστηκε ο εξωκοινοβουλευτικός, καθηγητής νομικής και εντελώς πρωτάρης στην πολιτική, Τζιουζέππε Κόντε. Ηγείται μιας κυβέρνησης των δύο άκρων (Πέντε Αστέρια και Λέγκα του Βορρά). Στηρίζεται δηλαδή στη συνεργασία των αντισυστημικών και των ακροδεξιών. Εννέα υπουργοί από τα Πέντε Αστέρια του Γκρίλλο, επτά από τη Λέγκα, τρεις τεχνοκράτες, μόλις πέντε γυναίκες. Από όλους τους, μόνο ένας, ο υπουργός των Εξωτερικών, διαθέτει κάποια κυβερνητική εμπειρία, ως υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων επίσης σε τεχνοκρατικές ή ασταθείς κυβερνήσεις, όπως του Μόντι και του Λέττα.
Οι αρχηγοί των δύο κομμάτων, Ντι Μάγιο και Σαλβίνι, είναι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης και κρατούν τα υπουργεία Εργασίας και Εσωτερικών αντίστοιχα. Ο ένας θα τραβάει σχοινί και ο άλλος κορδόνι, δηλαδή. Συμφωνούν σε τερματισμό των πολιτικών λιτότητας, μείωση του χρέους μέσω της ανάπτυξης, μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση φόρων, μηνιαίο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα 780 ευρώ, αλλά και σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική.
Υπουργός των Οικονομικών, μετά την απόρριψη του Πάολο Σαβόνα, ο οποίος αποκαλούσε την οικονομική και νομισματική ένωση «γερμανική φυλακή», ο Τζιοβάννι Τρία, επίσης προσκείμενος στη «Λέγκα», με παρεμφερείς, θα λέγαμε, απόψεις. Όσο για τον ευρωσκεπτικιστή Σαβόνα, αυτός ορκίστηκε… υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Μια χαρά θα μπορούσε να κάνει από την αρχή τον υπουργό των Οικονομικών. Άλλωστε και τα δύο κόμματα έχουν με σφοδρότητα επικρίνει το ευρώ.
Αλλά τελικά δεν ήταν αυτός ο σκοπός. Ο σκοπός ήταν να σταλεί ένα μήνυμα και από την αντίδραση να δημιουργηθεί μια ακόμη πιο ετερόκλητη και ακόμη πιο ελεγχόμενη κυβέρνηση. Κάθε άλλο παρά τυχαία τα δύο κόμματα σχεδόν μοιράστηκαν απόλυτα τα υπουργεία, αν και στις εκλογές τα Πέντε Αστέρια έλαβαν το 32% και η Λέγκα το 17%. Μια ισορροπία του τρόμου δηλαδή, που θυμίζει έντονα την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου.
Θυμίζω ότι και στα καθ’ ημάς, υπουργικά αξιώματα έχουν δοθεί σε όλους τους βουλευτές του Καμμένου (εξαιρουμένων αναγκαστικά του γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου), αλλά και σε εξωκοινοβουλευτικούς, ενώ στελέχη των ΑΝΕΛ βρίσκονται παντού σε θέσεις στον κρατικό μηχανισμό.
Σημειώστε ότι σε αντίθεση με τον Ραχόι, ο Σαλβίνι δεν τιμωρήθηκε για τα –πρόσφατα μάλιστα – πεπραγμένα του κόμματός του. Ως γνωστόν, είχε διαδεχθεί τον ιδρυτή του κόμματος Ουμπέρτο Μπόσι μετά από την εκλογική πανωλεθρία του 2013 εξαιτίας ενός σκανδάλου διαφθοράς του 2012, όπου είχαν εμπλακεί ο Μπόσι, ο γιος του και ο πρώην ταμίας Φραντσέσκο Μπελσίτο, οι οποίοι καταδικάστηκαν για υπεξαίρεση κομματικών πόρων.
Ούτε αυτό το ζευγάρι χωρίζει…
Στην Πορτογαλία, ο συνασπισμός της δεξιάς υπό τον πρώην πρωθυπουργό Πέντρο Πάσους Κοέλιου κέρδισε τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2015, αλλά έπεσε μέσα στη Βουλή μετά από δέκα μόλις μέρες. Οι Σοσιαλιστές του Αντόνιο Κόστα, το ΚΚ Πορτογαλίας και το Μπλόκο της Αριστεράς συνασπίστηκαν και καταψήφισαν στη Βουλή το κυβερνητικό πρόγραμμα. Συνασπίστηκαν δηλαδή αυτοί που πριν από τις εκλογές ήταν οι χειρότεροι αντίπαλοι, αυτοί που είχαν χωριστεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, στους υπέρ και στους κατά της Ευρώπης. Σοσιαλιστές και Κομμουνιστές από το 1974 τρώγονταν σαν το σκύλο με τη γάτα και ξαφνικά τώρα δηλώνουν ότι «αυτό το ζευγάρι δεν χωρίζει και θα πάμε μαζί μέχρι τέλους» - για να θυμηθούμε κάποιες εγχώριες ψυχές.
Μετά τις 26 Νοεμβρίου 2015 και τον σχηματισμό της κυβέρνησής του, ο Κόστα προσπάθησε να ξηλώσει τα μέτρα της λιτότητας. Φυσικά, αναγκάστηκε να κάνει πίσω, όταν οι δανειστές της χώρας χτύπησαν ο ένας μετά τον άλλον τα καμπανάκια. Τον Απρίλιο του 2017, η κυβέρνηση παρουσίασε πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθεροποίησης για την περίοδο 2017 – 2021, με σειρά μέτρων προκειμένου να μειωθεί το έλλειμμα. Και στις 27 Ιανουαρίου 2016, η τρόικα επέστρεψε για έλεγχο στη Λισαβόνα (και ο Κόστα θα την έδιωχνε με τις κλωτσιές), ενώ ανακοινώθηκε ότι οι επισκέψεις θα πραγματοποιούνται δυο φορές τον χρόνο μέχρι το 2035, δηλαδή μέχρι να αποπληρωθεί το 75% των δανείων που έχουν χορηγηθεί στη Λισαβόνα.
Ο κ. Τσίπρας διαφημίζει την Πορτογαλία ως «αριστερό πρότυπο» που βγάζει τη χώρα από την κρίση. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Η Πορτογαλία είχε ήδη βγει από τα μνημόνια από τον Μάιο του 2015, επί κυβέρνησης Κοέλιου δηλαδή – η χώρα το 2011 είχε συνάψει πρόγραμμα διεθνούς δανεισμού, ύψους 78 δις ευρώ, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και ήδη από τον Μάρτιο του 2015 είχε προχωρήσει στην πρόωρη αποπληρωμή του 22% των δανείων (6,6 δις) που είχε λάβει από το ΔΝΤ. Η χώρα είχε βγει από την ύφεση ήδη από το 2013, η απόδοση του δεκαετούς της ομολόγου είχε ήδη υποχωρήσει στο 3% (τον Ιανουάριο του 2012 βρισκόταν άνω του 18%), η ανεργία είχε ήδη μειωθεί.
Τον Σεπτέμβριο του 2015, η κυβέρνηση Κοέλιου, οι εργοδότες και το UGT, το δεύτερο μεγαλύτερο εργατικό συνδικάτο της χώρας, συμφώνησαν στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 20 ευρώ, φθάνοντας στα 505 ευρώ τον μήνα με 14 μισθούς τον χρόνο. Παράλληλα οι εργοδοτικές εισφορές μειώθηκαν (επί Κοέλιου) στο 23%.
Τώρα, η χώρα κυβερνάται από μια ετερόκλητη συμμαχία. Και δεν είναι αλήθεια ότι τα κυβερνητικά κόμματα συμφωνούν και ψηφίζουν όλα μαζί τα πάντα. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα συνήψε τρεις χωριστές συμφωνίες με το Αριστερό Μπλοκ, το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Πράσινους.
Έτσι, οι Κομμουνιστές, το Αριστερό Μπλοκ και οι Πράσινοι καταψηφίζουν συχνά τα νομοσχέδια της κυβέρνησης – συνέβη με το νόμο για τη διάσωση των τραπεζών - αλλά αυτά περνούν επειδή το κεντροδεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα επιλέγει την οδό της αποχής και βγαίνουν τα «κουκιά».
Επομένως, στην Πορτογαλία κυβερνά ένας συνασπισμός που και στους δημοσιονομικούς κανόνες υποτάσσεται και κάνει του κεφαλιού του όποτε θέλει και στηρίζει την εξουσία του στα κόμματα που δεν μετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Σημειώστε επίσης ότι τον Οκτώβριο του 2017 απαγγέλθηκαν κατηγορίες για διαφθορά και ξέπλυμα χρήματος σε βάρος του Σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργού (από το 2005 ως το 2011) Ζοζέ Σόκρατες, ο οποίος είχε συλληφθεί και προφυλακιστεί τον Νοέμβριο του 2014 και αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2015, αλλά τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Αλλά οι παλιές αμαρτίες του κόμματός του ουδόλως εμπόδισαν τον Κόστα να αναρριχηθεί στην εξουσία – σε αντίθεση με την περίπτωση Ραχόι.
Άλλοι κέρδισαν, άλλοι κυβερνούν και στη Μαδρίτη
Στην Ισπανία, μετά την πτώση της κυβέρνησης Ραχόι - με πρόταση μομφής που ακολούθησε την καταδίκη αξιωματούχων του Λαϊκού Κόμματος για δημιουργία μυστικού ταμείου με σκοπό την χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών του κόμματος κατά τη δεκαετία του 1990 και αρχές της δεκαετίας του 2000 - πρωθυπουργός ορκίστηκε ο επικεφαλής των Σοσιαλιστών Πέδρο Σάντσεθ. Ούτε αυτός είναι μέλος του κοινοβουλίου, ούτε αυτός έχει κάποια κυβερνητική εμπειρία, ενώ ήδη έχει οδηγήσει το κόμμα του σε δυο μεγάλες εκλογικές ήττες, το 2015 και το 2016, στις οποίες το Λαϊκό Κόμμα ήλθε πρώτο.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν σκέπτεται τίποτε άλλο από το πώς θα βρεθεί στο τιμόνι της χώρας, έστω και χωρίς να έχει εκλεγεί, έστω και μετά από ήττες. Κυρίως έτσι. Άδραξε την ευκαιρία, αλλά προτίμησε την ασφάλεια των ετερόκλητων συμμαχιών και όχι την προσφυγή στις κάλπες, για να κερδίσει τον πρωθυπουργικό θώκο με το σπαθί του. Με αποτέλεσμα να στηρίζεται τώρα στους 84 μόνο βουλευτές του κόμματός του και σε ένα συνονθύλευμα που ξεκινά από τους Podemos, περνά από τους αυτονομιστές της Καταλονίας και καταλήγει στους Βάσκους εθνικιστές. Και είναι προφανές ότι θα παραμείνει όμηρός τους.
Στις εκλογές της 20ής Δεκεμβρίου 2015, το κόμμα του Ραχόι εξέλεξε 123 βουλευτές (από τους 350 του ισπανικού κοινοβουλίου), ενώ ο Σάντσεθ με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ισπανίας (PSOE), απέσπασε 90 έδρες. Δεν δέχθηκε, όμως, να συνεργαστεί στον σχηματισμό κυβέρνησης. Αυτό που επεδίωκε ήταν να συνεργαστεί με τους Podemos, που είχαν εξασφαλίσει 69 έδρες, και τα μικρότερα αριστερά κόμματα «Compromis» και «Izquierda Unida».
Ακολούθησε πολιτικό αδιέξοδο καθώς ο Σάντσεθ εννοούσε να σχηματίσει κυβέρνηση αποκλειστικά από σοσιαλιστές και ανεξάρτητες προσωπικότητες. Στα τέλη Φεβρουαρίου 2016, το Podemos ανακοίνωσε ότι διακόπτει τις συνομιλίες με τους Σοσιαλιστές, διαφωνώντας με τη συμφωνία του Σάντσεθ με τους φιλελεύθερους Ciudadanos, ενώ από την πλευρά τους οι Σοσιαλιστές κατήγγειλαν για ψέματα και εκβιασμούς τους Podemos. Προηγουμένως, οι Ciudadanos είχαν αρνηθεί να μπουν σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Podemos και τους άλλους υποστηρικτές της καταλανικής αυτονομίας.
Άλλωστε και το ίδιο το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα είχε από τον Δεκέμβριο του 2015 αποκλείσει το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης με οποιοδήποτε κόμμα υποστήριζε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλονίας. «Δεν θα συζητήσουμε θέματα για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας», είχε πει τότε ο Σάντσεθ (που σήμερα συνεργάζεται μια χαρά).
Στα τέλη του Μαρτίου 2016, ο ηγέτης των Podemos Πάμπλο Ιγκλέσιας δήλωσε πρόθυμος να συμβιβαστεί και να μην είναι μέλος της κυβέρνησης, προκειμένου ο Σάντσεθ να προχωρήσει.
Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 17 Μαρτίου 2016, κατά την συνάντησή τους στη Σύνοδο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, ο Σάντσεθ είχε ζητήσει από τον Τσίπρα να μεσολαβήσει στον Ιγκλέσιας και να ασκήσει όλη την επιρροή του προκειμένου να σχηματισθεί κυβέρνηση αριστερού συνασπισμού. Ήταν η πρώτη φορά που ο Τσίπρας έδινε το παρών σε μια τέτοια σύναξη, ως παρατηρητής, βέβαια, για να τηρούνται τα προσχήματα.
Είχαν προηγηθεί δύο ψηφοφορίες στη Βουλή, όπου ο Σάντσεθ είχε αποτύχει να συγκεντρώσει τον αναγκαίο για τη Δεδηλωμένη αριθμό βουλευτών. Είχε καταφέρει να εξασφαλίσει μόνο την ψήφο των «Ciudadanos» και ενός μικρού κόμματος από τις Κανάριες Νήσους. Εναντίον του είχαν ψηφίσει το Λαϊκό Κόμμα, το Podemos, το Izquierda Unida και τέσσερα περιφερειακά κόμματα από την Χώρα των Βάσκων και την Καταλονία.
Στις 25 Ιουνίου 2016 η Ισπανία οδηγήθηκε και πάλι στις κάλπες. Το Λαϊκό Κόμμα ήλθε και πάλι πρώτο, με περισσότερες αυτή τη φορά έδρες (137), ενώ οι Podemos, με 71 έδρες, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη δεύτερη θέση. Οι «δεύτεροι», οι Σοσιαλιστές, με 85 έδρες, όπως και οι Ciudadanos, που έπεσαν στις 32 έδρες, ανακοίνωσαν αμέσως πως δεν θα στηρίξουν τον Ραχόι.
Τον Οκτώβριο του 2016, οι Σοσιαλιστές ήραν το βέτο και αποφάσισαν αποχή από την ψηφοφορία στη Βουλή, ώστε ο Μαριάνο Ραχόι να σχηματίσει κυβέρνηση. Όλα αυτά μέχρι την τελευταία ευκαιρία ανατροπής του, με τον γερμανικό Τύπο να πανηγυρίζει.
Στα χρόνια του Ραχόι (πρωθυπουργός από το 2011), η Ισπανία ξεπέρασε με επιτυχία την κρίση, με τον ρυθμό ανάπτυξης να φθάνει στο 3,2%, ισχυρές καταναλωτικές δαπάνες, μείωση των επιτοκίων, μείωση της ανεργίας κατά 8 μονάδες (354.203 λιγότεροι άνεργοι το 2015, η μεγαλύτερη μείωση από το 1996), μείωση του ελλείμματος στο 5,7% το 2014, στο 5,16% το 2015, στο 4,6% το 2016 και στο 3,1% το 2017. Μάλιστα, χωρίς να περιλαμβάνονται τα κεφάλαια που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάσωση των τραπεζών, το έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 4,3% του ΑΕΠ.
Σημειώστε επίσης ότι τον Ιούνιο του 2015, εργοδότες και συνδικάτα είχαν συμφωνήσει σε μισθολογικές αυξήσεις 1% το 2015 και 1,5% το 2016, μετά από ένα τριετές πάγωμα μισθών.
Επιπλέον, η Ισπανία, που το 2012 και το 2013 είχε λάβει δάνειο 41,3 δις ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της, από τον Ιούλιο του 2014 ως τον Νοέμβριο του 2017 είχε προχωρήσει σε έξι πρόωρες αποπληρωμές.
Τι ήθελε, λοιπόν, να κάνει (και) ο Ραχόι; Προφανώς να ανακτήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα τον έλεγχο της χώρας του, απαλλάσσοντάς την από τα δάνεια της κρίσης που έλαβε από τον ESM, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Καθόλου καλή ιδέα, όπως αποδείχθηκε, αφού βρέθηκε εκτός εξουσίας για μια υπόθεση που τοποθετείται δέκα χρόνια πριν ο ίδιος αναλάβει πρωθυπουργός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου