Την περίοδο που στην Ελλάδα ακμάζει ο λαμπρός Μυκηναϊκός πολιτισμός, στην Μικρά Ασία κυριαρχούσε μια άλλη αυτοκρατορία, αυτή των Χετταίων. Μετά τη μάχη του Καντές όμως (Χετταίου κατά Αιγυπτίων) τον 13ο αι. π.Χ. η ισχύς του κράτους αυτού άρχισε να κάμπτεται. Έτσι Στο δυτικό άκρο της Μικράς Ασίας δημιουργήθηκαν δύο κρατικά μορφώματα, αυτό της Ασσούβα (Αssuwa) στον Βορρά και αυτό της Αρζάβα (Αrzawa) στον Νότο.
ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ Δ. ΚΑΡΥΚΑ
Έχοντας ξεφύγει από την «κηδεμονία» των Χετταίων, τα δύο αυτά κράτη ή συμμαχίες κρατών, αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν σε ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, αμφισβητώντας τα πρωτεία των Ελλήνων της δυτικής ακτής του Αιγαίου.
Σταδιακά το βόρειο κράτος της Ασσούβα κατέστη το κέντρο της «δυτικομικρασιατικής» ελληνικής συνομοσπονδίας. Πρωτεύουσα
της δε αναγνωρίστηκε Τροία, το ομηρικό Ίλιον. Από τη θέση της η Τροία ήλεγχε μερικούς από τους σημαντικότερους εμπορικούς δρόμους της εποχής, με αποτέλεσμα γρήγορα να μεταβληθεί σε ισχυρή μητρόπολη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας (η Τροία υπήρξε αποικία Ελλήνων που πέρασαν απέναντι από τη Λήμνο, για αυτό άλλωστε Τρώες και Αχαιοί μιλούσαν την ίδια γλώσσα και λάτρευαν τους αυτούς θεούς).Σταδιακά η επιρροή της επεκτάθηκε και στην ευρωπαϊκή ακτή. Οι Κίκονες και οι Παίονες – θρακικά ελληνικά φύλα – εμφανίζονται στα Έπη ως σύμμαχοι των Τρώων. Ο Ήρόδοτος μάλιστα στο Ζ βιβλίο του αναφέρει, συγκρίνοντας την εκστρατεία του Ξέρξη με αντίστοιχη των Τρώων, ότι οι τελευταίοι όχι μόνο είχαν επεκτείνει την επιρροή τους στην Ευρώπη, αλλά είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους και ολόκληρη τη Θράκη και τη Μακεδονία και είχαν φθάσει ως το Ιόνιο Πέλαγος.
Με τον τρόπο αυτό οι Αχαιοί αποκλείονταν ακόμα και από τους χερσαίους εμπορικούς δρόμους προς Βορρά και απειλούνταν με οικονομική ασφυξία. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως μια τέτοια κατάσταση δεν ήταν δυνατό να γίνει ανεκτή από την ισχυρή Μυκηναϊκή Αυτοκρατορία. Οι Μυκηναίοι άνακτες – τοπάρχες στην πραγματικότητα – στάθηκαν στο πλευρό του αυτοκράτωρα Αγαμέμνωνος και επετέθησαν κατά των ομοφύλων τους. Ένας από τους μεγαλυτέρους και πλέον αιματηρούς εμφυλίους πολέμους μόλις άρχιζε.
Οι Μυκήνες και η Τροία, οι δύο μεγάλες αντίπαλες πόλεις, ως άλλη Αθήνα και Σπάρτη, διέγησαν βίους παράλληλους. Και οι δύο για ένα διάστημα θεωρούνται τόποι μυθολογικοί, υπαρκτοί μόνο στη φανατασία του Ομήρου. Η επιμονή ορισμένων ρομαντικών όμως τις έφερε και πάλι στο φώς, τις ανέστησε στο μεγάλο βιβλίο της Ιστορίας.
Οι δύο πόλεις κτίστηκαν περίπου την ίδια εποχή, με την Τροία να εμφανίζεται λίγο γηραιώτερη. Η Τροία σύμφωνα με τον διάσημο αρχαιολόγο Μπλέγκεν ιδρύθηκε το 3200 π.Χ. Όλα δε τα αρχαιολογικά τεκμήρια συντίνουν στην αποδοχή της απόψεως ότι ιδρύθηκε από Λήμνιους αποίκους, από την περίφημη Πολιόχνη. Αντίστοιχα οι Μυκήνες, τα ίχνη της πρώτης κατοίκησης στις οποίες χρονολογούνταν μέχρι πρότινος γύρω στο 3000 π.Χ. φαίνονται επίσης «γηραιότερες», μετά τις χρονολογήσεις του καθηγητού και ακαδημαϊκού Ιωάννου Λυριντζή, με τη μέθοδο της θερμοφωταυγίας.
Βάσει της μεθόδου αυτής τα κυκλώπεια τείχη της ακροπόλεως χρονολογούνται γύρω στο 3000 π.Χ. αντί του ~1400 π.Χ, που αποτελεί και την διαδεδομένη άποψη. Και οι δύο πόλεις διήλθαν από σειρά οικιστικών φάσεων. Οι φάσεις αυτές είναι εννέα για την Τροία η οποία και «έζησε» περισσότερο από την αντίπαλο της, η οποία κατεστράφη ολοσχερώς από τους Αργείους τον 5ο αιώνα π.Χ. Μια σημαντική ωστόσο διαφορά που προέκυψε ήταν αυτή η σχετική με την ταύτιση των ομηρικών πόλεων.
Για τις Μυκήνες κανένας δεν εξέφρασε αμφιβολίες ότι η πόλη που ήρθε στο φως μετά τις ανασκαφές ήταν η ομηρική. Αντίθετα για την Τροία οι γνώμες των επιστημόνων διήσταντε ως σήμερα. Οι περισσότεροι ταυτίζουν την Τροία της οικιστικής φάσεως VIIα με την Τροία της περιόδου των Τρωικών, η οποία αφανίστηκε από τους Αχαιούς . Υπάρχουν όμως και αυτοί που το αμφισβητούν. Όχι τυχαία οι περισσότεροι των αμφισβητιών είναι Γερμανοί και υποστηρικτές της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας. Ο Χ.Ντέρπφελντ, για παράδειγμα, έχει ταυτίσει την Τροία VI με την Ιλιαδική Τροία, η οποία όμως κατ’αυτόν κατεστράφη από επιδρομές Θρακών οι οποίες σημειώθηκαν στα πλαίσια της «Ιλλυρικής και Δωρικής μετανάστευσης». Τα τεκμήρια όμως τον διαψεύδουν.
Η Τροία VΙ κατεστράφη από ισχυρό σεισμό και όχι από εχθρική επιδρομή. Άλλωστε είναι επίσης αρχαιολογικά τεκμηριωμένο ότι θρακικά φύλα πέρασαν στην περιοχή της Τρωάδος μόλις το 1100 με 1000 π.Χ. και όχι νωρίτερα. Ένας άλλος αρχαιολόγος, ο Φ.Σάχερμάγιερ, υπεστήριξε την άποψη ότι ναι μεν η καταστροφή της Τροίας VI προήλθε από σεισμό, αλλά οι Αχαιοί την κατέλαβαν εκμεταλλευόμενοι αυτόν ακριβώς τον σεισμό. Για αυτό, υποστηρίζει, κατασκεύασαν και τον Δούρειο Ίππο, ως αφιέρωμα στον κοσμοσείστη Ποσειδώνα. Η απόψη αυτή δεν στηρίζεται σε αρχαιολογικά τεκμήρια. Στο στρώμα VI της Τροίας δεν βρέθηκαν σημάδια πυρκαγιάς και καταστροφής προερχομένης από ανθρώπινη παρέμβαση. Η πλέον περίεργη άποψη είναι ,τέλος, αυτή του Βίκελμαν, ο οποίος υποστηρίζει ότι ναι μεν ήταν η Τροία VIIα η οποία κατεστράφη από πολεμική επιχείρηση, αλλά κατεστράφη από Θράκες επιδρομείς.
Οι Έλληνες, υποστηρίζει ο ερευνητής, απλώς εξύφαναν αργότερα τον μύθο του Τρωικού Πολέμου για να καρπωθούν την πολεμική επιτυχία ενός άλλου λαού! Και πάλι όμως η αρχαιολογική σκαπάνη έρχεται αρωγός της αληθείας και αποδεικνύει περίτρανα το εντελώς αβάσιμο των ισχυρισμών του ευφάνταστου ερευνητού. Άλλωστε οι Έλληνες έχουν συνηθίσει να γράφουν με το αίμα και τη δράση τους ιστορία και όχι να καρπώνονται την δόξα άλλων, όπως κάποιοι απόγονοι των «προτούρκων», «προσκοπιανών» πράτουν κατά κόρον στην εποχή μας.
Η περιγραφή του Ηροδότου λοιπόν (Ζ’ 20, 2-5) αποτελεί την καλύτερη απάντηση στο ερώτημα γιατί έγινε ο Τρωικός Πόλεμος. Γράφει ο Ηρόδοτος : «…μήτε κατά τα λεγόμενα τον Ατρειδέων ες ίλιον μήτε τον Μύσων τε και Τεύκρων τον πρό των Τρωικών γενόμενον, οι διαβάντες ες την Ευρώπην κατά Βόσπορον τους τε Θρήικας κατεστρέψαντο πάντας και επί τον Ιόνιον πόντον κατέβησαν μέχρι τε Πηνειού ποταμού το προς μεσαμβρίης ήλασαν».
Μετά την ανεξαρτοποίηση της από τη Χιττική Αυτοκρατορία λοιπον, η πόλη του Πριάμου κατέστη μεγάλη δύναμη. Εξελίχθηκε η ίδια σε μεγάλη αυτοκρατορία, καταλαμβάνοντας όλα τα βορειοελληνικά εδάφη,έως τον Πηνειό ποταμό. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Όμηρος στον Κατάλογο των Πλοίων δεν αναφέρει μυκηναϊκά αποσπάσματα από εκείνες τις περιοχές να λαμβάνουν μέρος στην μεγάλη εκστρατεία. Το αυτό μπορεί να υποτεθεί και για τις Κυκλάδες και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τα οποία επίσης θα πρέπει να είχαν καταληφθεί από τους Τρώες.
Η επερχόμενη σύγκρουση λοιπόν δεν θα πραγματοποιείτο για καμία Ελένη, αλλά για καθαρά οικονομικούς λόγους, μεταξύ των δύο ισχυρότερων εκείνη την εποχή συνασπισμών, αυτού των Ελλήνων των Μυκηνών και αυτού της ελληνικής αποικίας Τροίας. Λόγοι οικονομικού ανταγωνισμού άλλωστε δεν οδήγησαν οκτώ αιώνες αργότερα Αθήνα και Σπάρτη να αλληλοεξοντωθούν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου; Και γιατί η δεκαετής διάρκεια του Τρωικού Πολέμου φαντάζει ως παραμύθι, όταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο οποίος διεξήχθη με σαφώς πιο εξελιγμένα μέσα και τακτικές διήρκεσε 27 ολόκληρα χρόνια;
history-point.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου